Κυριακή 20 Νοεμβρίου 2011

Παρεξήγηση (2005)









                           




Σας προτείνω να μη βαρεθείτε να ρίξετε κάποιες ματιές και σ’ αυτό το εντελώς περιληπτικό βιβλιαράκι από το οποίο όμως θα πάρετε μια γεύση για αυτό το έπος των Ελλήνων, Την Εθνική Αντίσταση 1941-1944.



Και κάτι πολύ σημαντικό: Επιτρέψτε μου να μεταφέρω μια συντομότατη παράγραφο από ένα μικρό βιβλίο του αγωνιστή Βαγγέλη Σκαρλή ο οποίος αναρωτιέται:


«ΔΕΝ ΞΈΡΩ ΠΙΟΥΣ ΘΑ ΚΑΘΗΣΗ ΣΤΟ ΣΚΑΜΝΙ Ο ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΤΟΥ ΜΕΛΛΟΝΤΟΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΑΥΤΗ ΕΘΝΙΚΉ  ΣΥΜΦΟΡΑ,  ΓΙΑΤΊ  ΕΘΝΙΚΗ ΣΥΜΦΟΡΑ ΕΙΝΑΙ ΝΑ  ΜΗΝ  ΓΝΩΡΊΖΟΥΝ  ΟΙ ΠΟΛΙΤΕΣ  ΜΙΑΣ ΧΩΡΑΣ, ΕΙΔΙΚΑ  ΟΙ  ΝΕΟΙ  ΜΙΑΣ  ΧΩΡΑΣ,  ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ  ΤΟΥΣ,  ΚΑΙ  ΜΑΛΙΣΤΑ  ΤΗΝ  ΤΟΣΟ  ΠΡΟΣΦΑΤΗ.

Και κάτι ακόμη: είναι γνωστό ότι δεν μένει χρόνος σήμερα στο συνάνθρωπο να διαβάσει. Ειδικά για τη χώρα μας, πρόσφατη έρευνα της ΕΟΚ, απέδειξε ότι το ποσοστό των Ελλήνων που διαβάζουν σήμερα, είναι μόλις το 2% του πληθυσμού. Άντε λοιπόν και δώσε τους ογκώδες βιβλίο, απλά δε θα βρει χρόνο ούτε να το ξεφυλλίσει. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο αυτά που θέλω να πω, τα γράφω συνοπτικά, σε μικρά ευκολοδιάβαστα βιβλιαράκια.




Το βιβλίο που έχετε μπροστά σας είναι τέτοιο, εντελώς περιληπτικό, ρίξτε του μια ματιά.


       


Σ’ αυτό το βιβλίο έχω καταγράψει με ντοκουμέντα και αναφορά σε άλλους συγγραφείς, (και συντηρητικούς και αντιστασιακούς αλλά και αλλοδαπούς συμμάχους), για την Εθνική Αντίσταση  στην ευρύτερη Ελλάδα και στο νησί 1041-1944  όπως και για την απελευθέρωσή του νησιού μας στις 4/9/19944, πρώτο κομμάτι της Πατρίδας μας, που πέταξε στη θάλασσα τον κατακτητή, όπως συντηρητικοί συγγραφείς αναφέρουν.



 Υπάρχει δραματική παραπληροφόρηση στο νησί, σχετικά με την αλήθεια για όλα αυτά τα σημαντικά- ιστορικά γεγονότα της κατοχικής περιόδου, γι' αυτό αισθάνομαι υποχρέωση να δώσω την  εικόνα της αλήθειας, της  πραγματικότητας, μεταφέροντας εδώ αποσπάσματα από τα πολλά βιβλία διαφόρων συγγραφέων, που έχω ψάξει, τα οποία  μας λένε την αλήθεια και για το τι έγινε στην ευρύτερη πατρίδα μας, αλλά και στο νησί μας.

Όπως έχω ξαναγράψει και αλλού, ο μεγάλος συγγραφέας- ερευνητής Διονύσης Χαριτόπουλος στο τεράστιο βιβλίο του –έρευνα- με τον τίτλο «Άρης, ο Αρχηγός των ατάκτων», αντιγράφει αποσπάσματα από 240 βιβλία περίπου Ελλήνων και ξένων συγγραφέων, οι οποίοι έχουν καταγράψει βιώματα γι’ αυτό το έπος της νεότερης Ελληνικής Ιστορίας.. Θα σας μεταφέρω, με την άδεια του συγγραφέα, κάποια αποσπάσματα από το βιβλίο αυτό και μετά θα πάμε στα δικά μας, τα τσιριγώτικα, των δικών μας, Κυθηρίων συγγραφέων.

 Και θα κλείσω το σύντομο αυτό εισαγωγικό σημείωμα, με την εξής πρόταση: Όποιος θέλει να πάρει μια σφαιρική ενημέρωση γι΄ αυτά τα πολύ σημαντικά για την Πατρίδα μας ιστορικά γεγονότα, να αγοράσει και να διαβάσει το μεγάλο έργο του  Δ. Χαριτόπουλου με τον τίτλο:

«ΑΡΗΣ Ο ΑΡΧΗΓΟΣ ΤΩΝ ΑΤΑΚΤΩΝ»

 Για μένα αυτό το βιβλίο δεν πρέπει να λείπει από κανένα ελληνικό σπίτι.

Είναι ένα σοβαρό κομμάτι της νεότερης
                Ελληνικής  Ιστορίας.                                                
                                                
                                                                 

Α Σ   Π Α Μ Ε   Σ Τ Ο   Β Ι Β Λ Ι Ο: 

Για να γράψει το βιβλίο του –έρευνα- ο πιο πάνω συγγραφέας συμβουλεύτηκε 240 τόμους Ελλήνων και ξένων συγγραφέων, ανάμεσα στους οποίους είναι αλφαβητικά οι: Αβέρωφ Τοσίτσας, Κανελλόπουλος Παναγιώτης, Myers E.C.W., Παπάγος Αλέξανδρος, Παπανδρέου Γεώργιος, Πυρομάγλου Κ. (υπαρχηγός του άλλου αντάρτικου του Ζέρβα), Richter H, Sekendorf M, Σεφέρης Γ., Toynbee Arn., Τσόρτσιλ Ουίστον, Τσουδερός Εμμ, Woodhouse C.M., αρχηγός της συμμαχικής αποστολής στην Ελλάδα τότε και πολλοί άλλοι.



Όλοι οι αναφερόμενοι ξένοι, (ξένα ονόματα) είναι διάφοροι αξιωματούχοι, οι πιο πολλοί σύμμαχοι, που απεστάλησαν για υπηρεσία και βρέθηκαν τότε στη χώρα μας.

Ακόμη ο Χαριτόπουλος, συμβουλεύτηκε 16 συνολικά ιστορικά αρχεία, μεταξύ των οποίων και της ΔΙΣ/ΓΕΣ (Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού του Γενικού επιτελείου Στρατού).

Επίσης πήρε πάνω από 20 συνεντεύξεις, κυρίως πρωταγωνιστών των ιστορικών γεγονότων της περιόδου στην οποίαν αναφέρεται.

Ύστερα λοιπόν από την παραπάνω σχολαστικότατη έρευνα, που του κόστισε   15 ολόκληρα χρόνια, ο Διονύσης Χαριτόπουλος καταλήγει στο συμπέρασμα που αναφέρει στη σελίδα 571 του δεύτερου τόμου του έργου του, όπου μας λέει:

  Οι δύο μεγάλοι πυλώνες της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας είναι η Επανάσταση του 1821 και η Εθνική Αντίσταση.
Και   συνεχίζει στο σημείο αυτό ως εξής:

Ο κορυφαίος οξφορδιανός ιστορικός Arnold Toynbee γράφει ότι: «Οι Νεοέλληνες στον πόλεμο για την ανεξαρτησία τους και στα πρόσφατα κινήματα αντίστασης κατά των ξένων εισβολέων, πραγματοποίησαν πράξεις ηρωισμού, τόσον υψηλές όσο τα κατορθώματα των προγόνων τους στο Μαραθώνα και τα στις Θερμοπύλες».

Κι ας αρχίσουμε από τη σελίδα 32 του δεύτερου τόμου, όπου διαβάζουμε: (…) «Ο ΕΛΑΣ είναι εθνικός λαϊκός στρατός. Δημιουργήθηκε και έμεινε ως το τέλος της Κατοχής “καθαρό όργανο αντίστασης”. (…) Στις τάξεις του ΕΛΑΣ υπάρχουν παλιοί ή νεοπροσηλυτισμένοι κομμουνιστές και υπάρχουν συντριπτικά περισσότεροι, που δηλώνουν ανοιχτά και επίμονα διαφορετικές πολιτικές τοποθετήσεις: από οπαδοί των προπολεμικών κομμάτων, έως βασιλόφρονες.

 "Όταν υπερασπίζεσαι την ανεξαρτησία της πατρίδας σου, δεν ζητάς από τους άλλους πιστοποιητικό πολιτικών φρονημάτων, απλώς πολεμάς μαζί τους".

Ο Κ. Πυρομάγλου (υπαρχηγός του άλλου αντάρτικου, του Ν. Ζέρβα),στο βιβλίο του «Ο Δούρειος Ίππος» αναφέρει ότι «στις τάξεις του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ δεν ήταν δυνατόν να υπάρχουν περισσότεροι του 10% κομμουνιστές από τους οποίους ελάχιστο ποσοστό ήταν των άκρων». Και δεν είναι ο μόνος:

«Στην Πελοπόννησο ένας Ελασίτης ανώτερος αξιωματικός του στρατού εξέτασε προσεκτικά μια ομάδα από 220 αντάρτες, πολλοί από τους οποίους ήταν ντόπιοι νέοι, που τους γνώριζε προσωπικά, υπολόγισε πως δεν ήταν περισσότεροι από δεκαπέντε εκείνοι που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν κομμουνιστές και έγραψε: “Και για μερικούς απ’ αυτούς είχα πολλές αμφιβολίες αν ήξεραν τι θα πει κομμουνισμός.”» (Τα γράφει ο Μ. Mazower).

(…) Οι αναφορές των Αμερικανών πρακτόρων στην Ελλάδα (…) όπως αυτή στις 3 Ιουλίου 1944:
 «διαβεβαιώνουμε και πάλι ότι ο ΕΛΑΣ είναι ένας δημοκρατικός στρατός οργανωμένος για να δώσει μάχη εναντίον των φασιστικών επιδρομών. Κάθε άλλη αντίληψη της κατάστασης είναι εξωπραγματική» (Από τα πρακτικά του συνεδρίου «Η Εθνική Αντίσταση στην Ευρυτανία»).

Σελίδα 33: «Η κεντρική ιδέα που διαπερνά ενώνει και καθορίζει τη δράση των μαχητών του ΕΛΑΣ, το φωτεινό σύμβολο του νέου αγώνα είναι η Εθνεγερσία του 1821.

Οι Τούρκοι είχαν φύγει γιατί αγωνίστηκε ο κόσμος για τη λευτεριά του. Είχαμε συνειδητοποιήσει ότι έπρεπε κι εμείς να αγωνιστούμε για να διώξουμε τους κατακτητές.» (Θεσσαλονίκη 14.10.1998.)

Σελίδα 34: (…) «Σύμφωνα με τον επιτελάρχη του Θ. Μακρίδη, ο ΕΛΑΣ είναι ο μόνος στρατός στην παγκόσμια ιστορία, στον οποίον δεν υπάρχουν ούτε αμοιβές ούτε ποινές. Κι όμως, η ποινή του πρόσκαιρου αφοπλισμού, που επιβάλλεται μόνο από την αντάρτικη συνέλευση και μόνο σε σοβαρά παραπτώματα, έχει για τους άνδρες του ΕΛΑΣ μεγάλο ψυχικό κόστος. Αντάρτες που τιμωρήθηκαν με τριήμερο ή πενθήμερο αφοπλισμό δεν το άντεξαν και αυτοκτόνησαν». (Γ. Βούλτεψης).

Σελίδα 38: (…)»Οι άνδρες του ΕΛΑΣ οπλίζονται με ό,τι πέφτει στα χέρια τους, μια πραγματική πανσπερμία όπλων, απαλλοτριωμένων από τρεις διαφορετικούς κατακτητές, από διαφορετικές μονάδες, διαφορετικής σύνθεσης και οπλισμού. Το καταπληκτικό είναι ότι οι ελασίτες δεν έχουν ανάγκη να τους επιδείξει κανείς τη λειτουργία τους…

Δεν ήταν στρατώνας το αντάρτικο, όπου οι φαντάροι παιδεύονται μήνες για να μάθουν ονοματολογίες και "λύση –αρμολόγηση" ενός όπλου.(…) Χωρίς βαθμοφόρους, μόνοι τους, πέντε-πέντε, πιάνανε το άγνωστο σιδερικό, το εξέταζαν με εμβρίθεια εντομολόγου, από ‘δω το είχαν, από ‘κει το γύριζαν τράβαγαν, δίνανε, παίρνανε, σε μια , το πολύ δυο ώρες, του βρίσκανε το μυστικό και αυτό ήταν όλο. Και το φύλαγαν ύστερα, το συντηρούσαν το πονούσαν».

Η εφευρετικότητα των ανταρτών είναι ανεξάντλητη: «-Ποιος διάβολος τούς είπε, -απορούσε ένας μόνιμος λοχαγός-, που το μάθανε, πως το βρασμένο λάδι αντικαθιστά πληρέστατα το ορυκτέλαιο, που δεν έχουμε για τα οπλοπολυβόλα; Μυστήριο! Εγώ ποτέ μου δεν το είχα ακούσει αυτό στο στρατό!» Και όμως στον ΕΛΑΣ από το Μοριά ως τον Έβρο, όλοι οι σκοπευταί οπλοπολυβόλων είχαν το μπουκαλάκι τους με το βρασμένο λάδι. (Ιστορία της Εθνικής Αντίστασης).

Σελίδα 39: «Άλλο σπουδαίο κεφάλαιο είναι η επιδιόρθωση και οι μετατροπές των όπλων. Δαιμόνια δουλειά. Τις περισσότερες φορές πέφτουν στα χέρια τους ασύμβατα όπλα και σφαίρες, δεν απογοητεύονται. Ή θα τροποποιήσουν τις σφαίρες ή θα τροποποιήσουν το όπλο. Τα γύφτικα καμίνια παίρνουν φωτιά φτιάχνοντας ελατήρια όπλων, βάσεις όλμων και πολυβόλων, μετατρέποντας διαμετρήματα σε κάνες και σφαίρες ώσπου να ταιριάξουν.

Συνηθισμένοι σιδεράδες γίνονται πολυμήχανοι οπλουργοί και κάνουν θαύματα. Ο σιδεράς Θύμιος Μυστάρας στην Καστανιά Καλαμπάκας κόβει κάνες όπλων, μετατρέπει κινητά ουραία, “σκάβει” θαλάμες και μηχανεύεται άπειρα τεχνάσματα. (Άλλος οπλουργός, ο Κώστας Αλεξάνδρου από την Κερασιά Πηλίου, (…) χτυπάει χιλιάδες σφαίρες από μπροστά και πιέζει τις βολίδες τους να εισχωρήσουν στον κάλυκα για να γίνονται μικρότερες και να χωρούν έτσι στη θαλάμη πολυβόλου». ( Λ. Αρσενίου, Η Θεσσαλία στην Αντίσταση)

Ο Λοχαγός Ι. Βρεττάκος, επικεφαλής συνεργείου επισκευής οπλισμού της ΧΙΙΙης Μεραρχίας γράφει σε έκθεσή του:

«Ο απελευθερωτικός στρατός εις οπλισμόν εστερείτο των πάντων. Εις χείρας των συναγωνιστών ευρίσκετο οπλισμός διαφόρων τύπων και συστημάτων, ημικατεστραμμένος από κάθε άποψη πολλοί δε τύποι όπλων εστερούντο πυρομαχικών. (…) Κατόπιν μελέτης προέβην εις την κατασκευήν ειδικού εκγλυφάνου διατρήσεως και επιμηκύνσεως της θαλάμης των όπλων “μάλινχερ” και εντός μικρού χρονικού διαστήματος άπαντα τα τυφέκια τα ευρισκόμενα εις χείρας των ανταρτών του ΕΛΑΣ εδέχοντο φυσίγγια Ιταλίας».( Ιστορία της Εθνικής Αντίστασης 1940-1944).

Εκεί όμως που σταματάει ο νους, είναι μπροστά στην εκπληκτική Ανεξάρτητη Πολεμική Βιομηχανία, που λειτουργούσε στη Θεσσαλία, η ονομασία της δεν είναι και τόσο πομπώδης, εάν ληφθούν υπ’ όψη η τεχνολογία της εποχής και οι μυστικές συνθήκες παραγωγής.

Σελίδα 40: «Ιδρυτής και υπεύθυνος για τη λειτουργία της βιομηχανίας είναι ο αντάρτης Αλέξανδρος Παπαγεωργίου. Ο πολυμήχανος αυτός άνδρας στερείται παντελώς γραμματικών γνώσεων, αλλά είχε εργαστεί ως εμπειρικός τεχνίτης στο Βόλο και το μυαλό του παίρνει στροφές. Με χίλιους κινδύνους, κάτω από τη μύτη των κατακτητών, μεταφέρει από το Βόλο κομμάτι- κομμάτι ένα ολόκληρο εργοστάσιο (τόρνο, φρέζα, τρυπάνια, ηλεκτροσυγκόλληση, πετρελαιομηχανή, ηλεκτρογεννήτρια κ.λ.π.) και το ανασυγκροτεί σε ένα δάσος στη θέση Τσουρνάτ της βόρειας Όθρυος.
Η ανεξάρτητη Πολεμική Βιομηχανία έφτασε να απασχολεί 130 εργαζομένους. Εκτός των πολυάριθμων καθημερινών επισκευών σε παντός είδους στρατιωτικό υλικό (τουφέκια, αυτόματα, πολυβόλα, όλμους, υλικό διαβιβάσεων) παρήγε ημερησίως 80 έως 100 αμυντικές χειροβομβίδες, 20 με 25 νάρκες (πρώτη ύλη τα άσκαστα βλήματα πυροβολικού των κατακτητών) και περίπου 70 προωθητικά και 100 ενισχυτικά όλμων». (Επίσημο έγγραφο της XVIης Μεραρχίας, 10/3/45/ γραπτή κατάθεση του καπετάνιου της XVIης Θ. Καλλίνου (Αμάρμπεη).

(…) Σελίδα 41: «Χάρη στην αθρόα προσέλευση γιατρών ο ΕΛΑΣ κατόρθωσε να δημιουργήσει μια ικανοποιητική Υγειονομική Υπηρεσία, η οποία πρόσφερε περίθαλψη στους τραυματίες ή στους άρρωστους αντάρτες και στους χωρικούς. Εκτός από τα κατά τόπους αναρρωτήρια – συνεργεία κατά τον Άρη- οι γιατροί έχουν οργανώσει τρία κύρια νοσοκομεία στη Στερεά, τη Θεσσαλία και τη Δυτική Μακεδονία, με πλήρη εξοπλισμό για χειρουργικό και παθολογικό τμήμα. Μάλιστα στο αντάρτικο νοσοκομείο Στερεάς, το οποίο λειτουργούσε στο σχολείο του Μεγάλου Χωριού Ευρυτανίας, έγινε στις 14 Ιουνίου 1943 η πρώτη μεταμόσχευση οργάνων στην Ελλάδα.

Ο αντάρτης Α.Α. είχε μεταφερθεί εκεί από τη μάχη της Παύλιανης με βαρύτατο τραύμα στους όρχεις, ο κίνδυνος για τη ζωή του ήταν άμεσος και οι γιατροί του νοσοκομείου το ρισκάρισαν. Ακούσιος δότης του μοσχεύματος ήταν, με συνοπτικές διαδικασίες, ένας ατυχής Γερμανός αιχμάλωτος, δεν είναι γνωστό αν λειτούργησαν ικανοποιητικά τα μεταμοσχευθέντα όργανα, πάντως ο εν λόγω αντάρτης επέζησε και μακροημερεύει.(το όνομά του δε δημοσιεύεται για ευνόητους λόγους)».

(…)Σελίδα 47: «Ο βασιλόφρων ταγματάρχης Ευγένιος Στράτος πολεμάει στη φοβερή μάχη της γεννέθλιας πόλης του, της Αμφιλοχίας και ακούει ένα καπετάνιο να εμποδίζει ένα ολμιστή να ρίξει προς μια ορισμένη κατεύθυνση:
Μη εκεί είναι το σπίτι του Στράτου
Ο ταγματάρχης παρεμβαίνει άτεγκτος:
Ρίξτε κάψτε το ρημάδι μαζί με τον εχθρό.

Ο ταγματάρχης Μεσημέρης διοικητής του 16ου Συντάγματος στη Μακεδονία, συλλαμβάνεται αιχμάλωτος των Γερμανών μετά από φονική μάχη στο Βέρμιο. Ο επικεφαλής αξιωματικός της γερμανικής δύναμης μόλις τον αντικρίζει αρχίζει να ουρλιάζει κουνώντας απειλητικά χέρια και πόδια σαν κάτι να έπαθε.

Ένας άθλιος γερμανοντυμένος διερμηνέας τού ψιθυρίζει: “Πέταξε από το δίκοχό σου αυτό το διαβολικό σήμα που τον αγριεύει”. Ταυτόχρονα ο διερμηνέας πάει να τραβήξει ο ίδιος εκτελώντας τη διαταγή του Γερμανού, ο ταγματάρχης Μεσημέρης τον σπρώχνει περιφρονητικά. “Δε βγάζω το έμβλημα του στρατού μου δηλώνει”.

Και απευθυνόμενος στο Γερμανό αξιωματικό, τον προκαλεί δείχνοντας το εθνόσημο του ΕΛΑΣ στο μέτωπό του: “Εδώ να με σημαδέψετε”… Και τον σημάδεψαν εκεί…

Μετά την απελευθέρωση, όταν οι μπαρουτοκαπνισμένοι ελασίτες αξιωματικοί κατέβηκαν από τα βουνά, όπου τίμησαν τη στολή τους και τον όρκο τους στην πατρίδα δεν κατηγορήθηκαν μόνο ως σφαγείς και “κομουνιστοσυμμορίτες” , είχαν να αντιμετωπίσουν και τους ένστολους ποντικούς των κατοχικών γραφείων, των μπακάλικων και των φούρνων, οι οποίοι με αναφορές, τους είχαν κηρύξει “λιποτάκτες” από τις υπηρεσίες στις οποίες τους είχε διορίσει ο κατακτητής». (…)

 Σελίδα 49: «Στα 1943 το ΕΑΜ είχε πια γίνει το αναμφισβήτητο σύμβολο και ο οδηγός του εθνικού αγώνα. Ήταν ο συνδετικός κρίκος της εθνικής ζωής. (…) Οι δυνάμεις της κοινωνικής αντιδράσεως, βλέποντας πόση ήταν η πραγματική δύναμη του ΕΑΜ είχαν τρομάξει» (Ηλ. Τσιριμώκος, “Του βάθους και του ύψους” Ανεξάρτητος τύπος Ιούλιος- Αύγουστος 1960)

Ο κίνδυνος παραμερισμού των παλιών κομμάτων είναι ορατός. Απέναντι στο όραμα του ΕΑΜ για ένα ριζικό ανασχηματισμό της ελληνικής κοινωνίας, ο παλιός πολιτικός κόσμος δεν είχε να αντιπαραθέσει καμιά εναλλακτική πρόταση ή όραμα, εκτός από τη λυσσαλέα μάχη του για επιβίωση, στην οποία δεν χρειαζόταν πρόγραμμα, παρά μόνο τη γενναία υποστήριξη των Βρετανών.( Θ.Δ. Σφήκας). Τότε φουντώνει η αντίδραση.

Ο Γουντχάουζ (αρχηγός συμμαχικών δυνάμεων στο βουνό τότε) μένει άναυδος μπροστά σ’ αυτή τη συγχορδία ψεύδους και διαβολών που ξεσπάει για τον ένοπλο αγώνα γενικώς:


“Όλο το ελληνικό κατεστημένο έμοιαζε να είναι εναντίον μας”».  ( Ν. Κοταρίδης).
 «Από το έωλο κατηγορητήριο και την αστήρικτη κινδυνολογία του αστικού κόσμου ένα μόνο χρειάζεται να απαντηθεί: εάν το ΚΚΕ, όπως ισχυρίζονται, σκοπεύει να καταλάβει την εξουσία με την προσωπίδα του πατριωτικού ΕΑΜ και να επιβάλει στη χώρα ένα καθεστώς σοβιετικού τύπου. Εάν αυτό αληθεύει, τότε η δική τους ευθύνη είναι μεγαλύτερη. Γιατί όχι μόνο δεν πήραν καμιά πρωτοβουλία για να τεθούν επικεφαλής της αντίστασης των εξεγερμένων Ελλήνων, μα περιφρόνησαν και κάθε έκκληση για συμμετοχή στον αγώνα, και του ΕΑΜ και του ΕΔΕΣ όπως γράφει ο υπαρχηγός του: “Η έκκλησίς μας αυτή μόνον τας ειρωνείας συνήντησε ορισμένων πολιτικών αρχηγών”». (Κ. Πυρομάγλου).

(…) Σελίδα 54: «Η προσπάθεια αμαύρωσης της εικόνας του ΕΛΑΣ άρχισε ταυτόχρονα σχεδόν με την εμφάνισή του (και συνεχίζεται ακόμη). Στο βουνό έγιναν και αδικοπραγίες και ανώφελες βιαιότητες και εκτελέσεις, στις οποίες όλες οι αντάρτικες οργανώσεις έχουν το μερίδιό τους, “δεδομένου ότι ο ανταρτοπόλεμος δεν είναι ένα “σπορ κυρίων”, όλες οι παρατάξεις ευθύνονται για υπερβολές και βαρβαρότητες”. Ι. Ιατρίδης, Εξέγερση στην Αθήνα.

Όμως οι λουφάζοντες και οι μηδίσαντες στόχο έχουν τον ΕΛΑΣ και επιχειρούν να διαγράψουν τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα των ελασιτών επισείοντες μεμονωμένες αυθαιρεσίες και ακρότητες».

(…) Σελίδα 63: «Πως γράφεται η ιστορία:

Η απαγωγή του υποστρατήγου Κραίπε στην Κρήτη προβλήθηκε με κάθε τρόπο, επειδή έγινε από τον Άγγλο αξιωματικό Πάτρικ Λι Φέρμορ, και έτσι κατέστη θρυλική. Συμπτωματικά την ίδια ακριβώς ημέρα στην Πελοπόννησο ο μόνιμος υπολοχαγός Εμμανουήλ Σταθάκης με αντάρτες του ΕΛΑΣ εκτελούν τον Γερμανό αντιστράτηγο Κρεζ και το γεγονός αποσιωπάται, κανείς δεν αναφέρεται στη σημαντική για όλα τα Βαλκάνια επιτυχία…

Άλλο: Η μεγάλη μάχη της Vης ταξιαρχίας του ΕΛΑΣ εναντίον υπέρτερων γερμανικών δυνάμεων στις Καρούτες στις 5/8/44 διευθύνεται από το συνταγματάρχη Γ. Ρήγο, παρακολουθούν ο Αμερικάνος αξιωματικός Φορντ και ο Άγγλος αξιωματικός- σύνδεσμος Τζόε, οι οποίοι εκδηλώνουν σοβαρούς ενδοιασμούς για το αν οι αντάρτες θα μπορέσουν να σταματήσουν τους σιδερόφρακτους χιτλερικούς.

Ο Έλληνας συνταγματάρχης τους κόβει:

- “Κανένας δε θα γλιτώσει”.

Σε λίγο ο Αμερικάνος ενθουσιασμένος πετάει το καπέλο του στον αέρα κατά τις διαδοχικές φάσεις της μάχης και επαναλαμβάνει συνεχώς: - “Αύριο θα ακούσης πόσα θα μεταδώσει το Κάιρο για τη μάχη”.

Ο Έλληνας συνταγματάρχης τον ξανακόβει:- “Τίποτα δε θα πει”… και δεν είπε»…
(Γ. Κατσίμπας, επέζησα και μιλώ).

(…) Σελίδα 64: «Την υπονομευτική δραστηριότητα των Βρετανών αξιωματικών κατά του εαμικού κινήματος αποτυπώνει ένα εμπιστευτικό σημείωμα του ταξιάρχου Μάιερς, το οποίο συνέταξε για μια πρώτη ενημέρωση των ανωτέρων του δυο μέρες μετά την άφιξή του στο Κάιρο:

“Χ-12 Αυγούστου 1943, Αυστηρώς Εμπιστευτικό (85-4 A.S.) Σύμφωνα με τις τελευταίες οδηγίες σας, έδωσα εντολή στους Άγγλους και Έλληνες πράκτορες που εργάζονται κάτω από τη διοίκησή μου να τορπιλίσουν το έργο του ΕΛΑΣ και του ΕΑΜ και να εμποδίσουν, ώστε να σταθεροποιήσουν τη θέση τους και να αποκτήσουν δεσπόζουσα επιρροή στην Ελλάδα”».

(…)Σελίδα 71-72): «Η εντολή του ΣΜΑ (Στρατηγείο Μέσης Ανατολής). Είναι το ταξίδι στο Κάιρο να γίνει αεροπορικώς για λόγους ασφάλειας. Την ευκαιρία αρπάζει ο λοχαγός Ντ. Χάμσον που επείγεται να εγκαταλείψει την Ελλάδα, σε Έλληνες φίλους του λέει εμπιστευτικά πως δε θέλει να είναι παρών στη χώρα όταν αρχίσει ο Εμφύλιος,(ο πρώτος) δεν δίνει περισσότερες εξηγήσεις, αλλά εμφανίζεται σίγουρος πως, όπου να ‘ναι θα ξεσπάσει ( D. Hamson, Με τους Έλληνες στο Γοργοπόταμο.  Το αντάρτικο αεροδρόμιο.)

Με σχέδια που έστειλε το ΣΜΑ τρεις Έλληνες μηχανικοί ( Γ. Κουβαρετάκης, Γ. Βλάχος, Λ. Σαμουηλίδης) και πάνω από 600 χωρικοί αρχίζουν δουλειά στις 8 Ιουλίου υπό την εποπτεία του Χάμσον, και σε λιγότερο από ένα μήνα το πρώτο μυστικό αεροδρόμιο των Συμμάχων στην κατεχόμενη Ευρώπη είναι έτοιμο.

Είναι ένα αεροδρόμιο- φάντασμα για τους κατακτητές, στο υψίπεδο της Νευροπόλεως ή οροπέδιο της Νεράιδας, από το όνομα του κοντινού χωριού. Κατά τη διάρκεια της ημέρας ο χωμάτινος διάδρομος προσγείωσης είναι διάσπαρτος από μεγάλα έλατα, που διατηρούν τη φυσιογνωμία του χώρου, τη νύχτα, εφόσον υπάρχει προγραμματισμένη πτήση τα “φυτεμένα” δέντρα αποσύρονται και επανέρχονται το χάραμα. Βέβαια σε ένα τέτοιων προδιαγραφών αεροδρόμιο δεν λείπουν τα απρόοπτα, μια νύχτα η βροχή έχει μετατρέψει το διάδρομο σε βούρκο και ένα βαρύ συμμαχικό αεροπλάνο κατά την προσγείωση βουλιάζει βαθιά στη λάσπη.

Όλες οι προσπάθειες αποκόλλησής του στη διάρκεια της νύχτας απότυγχάνουν, το ξημέρωμα οι αντάρτες το καμουφλάρουν με κλαδιά, για να μην είναι ορατό από τα εχθρικά αεροπλάνα, και σε λίγο η λύση βρέθηκε: έζεψαν το αεροπλάνο σε μια συστοιχία επιστρατευθέντων βουβαλιών από τα γύρω χωριά και κατόρθωσαν να το ξεκολλήσουν προς μεγάλη ανακούφιση του Βρετανού πιλότου, ο οποίος βρέθηκε πανευτυχής πάλι στον αέρα.

Του αντάρτικου αεροδρόμιου δεν έγινε απλός χρήση, αλλά κατάχρηση, αναπτύχθηκε ένα είδος πολεμικού τουρισμού: “Πήγαιναν κι έρχονταν αεροπλάνα” (…) Άγγλοι, Νεοζηλανδοί, Αφρικανοί, πού και πού και καμιά Αγγλίδα, έφθαναν εκεί παίρνανε άφθονες φωτογραφίες, ανηφόριζαν παραπάνω κατηφόριζαν και ως την Καρδίτσα και ύστερα φεύγανε πίσω προς την Αίγυπτο». (Φ. Γρηγοριάδης).

«Παρ’ όλο που οι Γερμανοί κατακτητές γνώριζαν την ύπαρξη του αεροδρομίου, άργησαν πολύ να το ανακαλύψουν, και πάλι δεν μπόρεσαν να το καταστρέψουν. Οι προνοητικοί ελασίτες είχαν κατασκευάσει κάπως μακρύτερα από τον πραγματικό διάδρομο έναν δεύτερο, παραπλανητικό, με άσπρα εμφανή παραπήγματα στο πλάι, τα οποία πολυβολούσαν κατά διαστήματα τα εχθρικά αεροπλάνα… Το αντάρτικο αεροδρόμιο γνώρισε “νύχτες δόξας” σε όλη τη διάρκεια της κατοχής, σήμερα αναπαύεται στο βυθό της τεχνητής λίμνης του Μέγδοβα (Πλαστήρα)»

(…) Σελίδα 86-87): «Τα σημάδια της επικείμενης ιταλικής κατάρρευσης ήσαν από καιρό ορατά και απασχολούσαν τους πάντες στην Ελλάδα, αντάρτες, Γερμανοί και Βρετανοί αξιωματικοί στην Ελλάδα, βρέθηκαν αντιμέτωποι με το ίδιο πρόβλημα:... “Αν Η Ιταλία συνθηκολογούσε, η 11η Στρατιά θα γινόταν λεία τίνος; Ένας ολόκληρος στρατός 12 μεραρχιών 140.000 ανδρών! Τα όπλα της αρκούσαν για να ανατραπεί τελείως η ισορροπία δυνάμεων. Ποιος θα τα άρπαζε; Οι Γερμανοί, ή οι Έλληνες; Και ποιοι Έλληνες;”» (Σ. Γρηγοριάδης Ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας)

«Μόλις γνωστοποιείται η παράδοση της Ιταλίας ο Γερμανός στρατιωτικός διοικητής στην Ελλάδα ειδοποιεί πάραυτα τους επικεφαλής των ιταλικών μονάδων πως οποιαδήποτε διάθεση συνθηκολόγησης με τους Έλληνες αντάρτες θα αντιμετωπιστεί με τα όπλα, επίσης με μια άκρως απειλητική ανακοίνωση προσπαθεί να κόψει τα φτερά των Ελλήνων μην τύχει και αναθαρρήσουν.

(Όπου οι Ιταλοί προσπάθησαν να αντισταθούν και έπεσαν στα χέρια των πρώην συμμάχων τους, αντιμετωπίστηκαν χωρίς έλεος, σύμφωνα με Γερμανό ιστορικό, η εξολόθρευση των Ιταλών είναι ένα από τα πιο απίστευτα εγκλήματα πολέμου” Ειδικά στην Κεφαλονιά σκότωσαν και τους αιχμάλωτους, “η γερμανική τιμωρία ήταν γρήγορη και εκμηδενιστικά ανελέητη, περίπου 155 αξιωματικοί και 4.750 άνδρες που αιχμαλωτίστηκαν στην Κεφαλονιά εκτελέστηκαν από απόσπασμα μόλις τελείωσε η σύγκρουση».

Με  αυτό  το   Θλιβερό γεγονός ως πλαίσιο, γυρίστηκε η γνωστή ταινία με τίτλο «το μαντολίνο του λοχαγού Κορέλλη».

«Τα συμμαχικά αεροπλάνα πετούν πάνω από την Ελλάδα και ρίχνουν προκηρύξεις με την υπογραφή του Ουίλσον:

Έλληνες, οι Ιταλοί ενικήθησαν και εγονάτισαν.(…)…Η γενναία δράσης των Εθνικών Ανταρτικών Ομάδων της Ελλάδας και των μυστικών οργανώσεών τους συνετέλεσαν στην εξάρθρωση των αξονικών σχεδίων και τη νίκη των συμμάχων στην Ιταλία».

(…)Σελίδα 89: «Στη διάδοση του χαρμόσυνου νέου και στο συνακόλουθο αγώνα δρόμου για την εξασφάλιση του Ιταλικού οπλισμού ηλεκτρίζονται και κινητοποιούνται οι πάντες. Αντάρτες, αξιωματικοί, πολιτικοί, χωροφύλακες, χωρικοί, παπάδες, νοικοκυρές και παιδιά με ακράτητο ενθουσιασμό και μηδαμινό συντονισμό άτσαλα, αυθόρμητα, μα με περίσσευμα καρδιάς, χύνονται προς όλες τις κατευθύνσεις για το νέο ιερό σκοπό.

Μια παχουλή νοικοκυρά από την Κρόρα ανεβαίνει ασθμαίνουσα στο βουνό πάνω από τα Καλύβια Αττικής, όπου ήξερε ότι υπάρχει ένα απομονωμένο φυλάκιο του ΕΛΑΣ. Με κομμένη την ανάσα τους μπήζει τις φωνές από μακριά: ..- Τι κάθεστε εδώ βρε παιδιά, δεν τα μάθατε;

Τι έγινε θεία;…Η Ιταλία παραδόθηκε. Τρεχαλάτε στο Τάγμα σας να τους πάρετε τα τουφέκια!»  (Ιστορία της Εθνικής Αντιστάσεως 1941-1944)

«Στη Θήβα τα “κορίτσια” του οίκου ανοχής με πρώτη την πανέμορφη ιδιοκτήτρια, συγκέντρωσαν από τις ιταλικές γνωριμίες τους ένα ολόκληρο φορτίο όπλα και πυρομαχικά, τα φόρτωσαν σε ένα κάρο και τα μετέφεραν οι ίδιες στους αντάρτες έξω από την πόλη. Για 2-3 νύχτες άλλο “τίμημα” δεν γινόταν δεκτό παρά όπλα και πυρομαχικά (Αντρ. Μούντριχας “Ορέστης”, Απογευματινή, 17/2/1958)

Η αναπάντεχη προσφορά προβληματίζει τον καπετάνιο του 34ου Συντάγματος Ορέστη, δεν ξέρει εάν πρέπει να δεχτεί ή όχι το προϊόν της “αμαρτωλής” συναλλαγής, μα ο λιγότερο πουριτανός λοχαγός Βερμαίος και οι ενθουσιώδεις αντάρτες δεν του αφήνουν πολλά περιθώρια.

Σε όλη τη χώρα έχουν πέσει πάνω στους Ιταλούς, για να τους πείσουν να προσχωρήσουν στους Έλληνες, χωρικοί κάθε ηλικίας, γυναίκες και παιδιά κατά ομάδας». -(σημείωση: Και εμείς στα Κύθηρα όλοι μαζί, καταφέραμε να πείσουμε πάνω από 250 Ιταλούς και παραδόθηκαν, ταπεινωμένοι και νικημένοι στους αντάρτες – βιβλίο Ι. Π. Κασιμάτη “από την παλαιά και σύγχρονη Κυθηραϊκή ζωή” έκδοση τρίτη σελ. 229-230) τους λένε ότι γι’ αυτούς τελείωσε ο πόλεμος και να πείσουν και τους συναδέλφους τους να έλθουν στους αντάρτες για να είναι ασφαλείς, αντί να καταλήξουν σε κάποιο γερμανικό στρατόπεδο εργασίας».-

(…)Σελίδες 91-92-93: «Σημαντική επιτυχία είναι η απαλλοτρίωση του οπλισμού της μεγάλης Ιταλικής δύναμης που εδρεύει στην Αράχοβα, ολόκληρο τάγμα με ενισχυμένη σύνθεση, βαρύ οπλισμό, δύο αυτόκίνητα και πολλά μεταγωγικά ζώα.

Ένας εκπληκτικής ευγένειας ιερωμένος της Αράχοβας, ο πάτερ Συνέσιος, αναλαμβάνει με δική του πρωτοβουλία τις διαπραγματεύσεις, μιλάει με τον αντισυνταγματάρχη διοικητή του τάγματος, παίρνει κάποιες πρώτες υποσχέσεις, μα ο Ιταλός επιμένει να μιλήσει με το Νικηφόρο, που του έχει ρημάξει τους άνδρες.

Ο νεαρός ανθυπολοχαγός το αποτολμάει.

Στις 9 Σεπτεμβρίου μπαίνει έφιππος στην Αράχοβα με μια συνοδεία επιλεγμένων ιππέων, το επιβλητικό θέαμα των Ελλήνων ανταρτών με τις γενειάδες και τα σταυρωτά φυσεκλίκια πάνω στα άλογα, που μπαίνουν στητοί και υπερήφανοι στην κατεχόμενη πόλη, άλλους Ιταλούς τους φοβίζει και πιάνουν θέσεις άμυνας και άλλους τους θαμπώνει»

Διηγείται ο Νικηφόρος:         

«Μόλις φτάσαμε κοντά κάναμε να κατεβούμε απ’ τ΄ άλογα. Πετάχτηκαν όμως οι αξιωματικοί με τις μηχανές και μας παρακάλεσαν, ένα λεπτό, να τραβήξουν τις φωτογραφίες. Δεν τους κάναμε τη χάρη, ό,τι πρόλαβαν πρόλαβαν, θα ‘ταν λίγο αστείο τέτοια ώρα να καθόμαστε να φωτογραφιζόμαστε. (Δ. Δημητρίου «Νικηφόρος» ).

«Η συνάντηση με τον Ιταλό αντισυνταγματάρχη έχει οριστεί να γίνει μέσα στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου.

Ο Νικηφόρος απαιτεί άμεση παράδοση των όπλων και δηλώνει επίσημα ότι αναλαμβάνει την ασφάλεια των αξιωματικών και των ανδρών της μονάδας. Ο Ιταλός διοικητής τα μασάει, ζητάει 24ωρη προθεσμία ελπίζοντας να αφιχθούν Γερμανοί από την Άμφισσα. Προσπαθεί να κερδίσει χρόνο αλλά ο ανθυπίλαρχος τού δίνει μικρή διορία, μόνο πέντε ώρες, όσες υπολογίζει ότι χρειάζονται τα αντάρτικα τμήματα να πιάσουν τα περάσματα προς την πόλη. Οι ελπίδες που έχει εναποθέσει ο Ιταλός αντισυνταγματάρχης θα διαψευστούν…Η γερμανική δύναμη που ξεκίνησε από την Άμφισσα να τον λυτρώσει πέφτει σε προνοητική αντάρτικη ενέδρα στις στροφές των Δελφών. Το τάγμα του Νικηφόρου με άνδρες του ΙΙΙ34 Τάγματος υπό τον Καλία, τους γύρω εφεδρικούς ελασίτες και την αυθόρμητη συνδρομή μιας διμοιρίας του 5/42 υπό τον ταγματάρχη Μαναίο σε τριήμερες μάχες απώθησαν τους χιτλερικούς σε όσες προσπάθειες έκαναν να περάσουν. Περισσότεροι από 100 γερμανοί σκοτώνονται και 12 γερμανικά αυτοκίνητα έμφορτα οπλισμού περνάνε στα αντάρτικα χέρια .

Οι Ιταλοί της Αράχοβας περίμεναν αμέτοχοι το αποτέλεσμα της μάχης, κάποια στιγμή, θέλησαν να το σκάσουν, αλλά τούς πρόλαβαν οι αντάρτες και, αφού τούς αφόπλισαν και τούς “ψείρισαν” κανονικά από κάθε χρήσιμο είδος τούς επιτρέψανε να φύγουν προς Ιτέα, όπου εκείνοι πίστευαν πως θα έλθουν Ιταλικά πλοία να τους παραλάβουν.

Τα λάφυρα των ανταρτών είναι πολλά και πρέπει να μεταφερθούν πάνω σε 12 γερμανικά συν τα δύο Ιταλικά αυτοκίνητα., μα τα ογκώδη οχήματα κινούνται δύσκολα στα στενά δρομάκια της Αράχοβας προσπαθώντας να βγουν στη δημοσιά, σε κάποιο σοκάκι φρακάρουν, αδύνατον να προχωρήσουν… Ο καπετάνιος Λεβεντογιάννης παρακαλεί κάποιο κάτοικο της πόλης να τούς επιτρέψει να γκρεμίσουν λίγο τη γωνία του σπιτιού του με την υπόσχεση να του την ξαναχτίσουν αμέσως… και η αυθόρμητη απάντηση εκείνου:

-“Γκρεμίστε το όλο το σπίτι μου!”»...

Αλλά εδώ ζητώ να μού επιτρέψετε να αναφερθώ σε κάτι πολύ σημαντικό, αλλά και πολύ σχετικό: Είναι 9 / 5 / 2005, ώρα 0810΄, μόλις πριν λίγο ακούσαμε από την τηλεόραση ότι σήμερα είναι η επέτειος των 60 χρόνων από τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου. Στη Μόσχα γίνεται μεγαλειώδης εορτή. Ανάμεσα στους πολλούς προσκαλεσμένους είναι και ο πρόεδρος της Δημοκρατίας κ. Κάρολος Παπούλιας. Ο πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας, όπως ακούστηκε θα παρασημοφορηθεί από τον Πρόεδρο κ. Πούτιν για την Αντιστασιακή του δράση κατά την περίοδο 1941-1944. Από μένα κανένα σχόλιο…


Πάμε στη συνέχεια: (…) Σελίδες 102 έως 105: «Ποτέ άλλοτε και σε κανένα σημείο του πλανήτη η Ελλάδα και ό,τι αυτή αντιπροσωπεύει δεν διασύρθηκε τόσο όσο στη Μέση Ανατολή, εκεί όπου οι μεγαλόσχημοι φυγάδες από την κατεχόμενη χώρα είχαν όλες τις προϋποθέσεις να λάμψουν με τις πολεμικές περγαμηνές της πατρίδας τους και μάλιστα εν μέσω μιας ακμάζουσας και υπερήφανης για την καταγωγή της ελληνικής παροικίας 120.000 μελών.

Αυτά που συμβαίνουν στους κόλπους της βασιλικής κυβερνήσεως μόνο θλίψη και αποστροφή μπορούν να προκαλέσουν

“Οι άνθρωποι αυτοί ξεχνούν τον πόλεμο και τη φρικτή κατάσταση όπου βρίσκεται η πατρίδα. Ένα μόνο νοιάζονται: πώς να παραμείνουν στην εξουσία…(…) Να είναι αυτοί οι πρώτοι που θ’ αποβιβαστούν στην απελευθερωμένη Ελλάδα, επιβάλλοντας τη θέλησή τους με τις ένοπλες Δυνάμεις που θα κρατούν στα χέρια τους”».(E.N. DZEPEY, Le drame de la resistance grecque, από το βιβλίο του Λ. Σταυριανού Η Ελλάδα σε επαναστατική περίοδο).

«Το εκρηκτικό βασιλικό ζήτημα, οι ανταγωνισμοί φατριών, οι συνωμοσίες, τα διαλυτικά στρατιωτικά κινήματα και ο αδιάντροπος καθημερινός διαγκωνισμός για τη βρετανική εύνοια αρρωσταίνουν κυριολεκτικά το Γ. Σεφέρη, διευθυντή τύπου της κυβέρνησης του Καΐρου τότε, που γραφεί έμπλεος αηδίας: “Συλλογίζομαι κάθε μέρα και περισσότερο πως είμαστε ένα κουβάρι από σκουλήκια”. (Γ. Σεφέρης)… Στη μέση του κουβαριού βρίσκονται ο επίορκος Γεώργιος Β΄ και οι Βρετανοί προστάτες του. Το πορτρέτο του βασιλικού άνδρα όπως σκιαγραφείται από τις μυστικές υπηρεσίες τους, τον έχει αναδείξει σε “απόλυτο όπλο” για την εκ νέου αποικιοποίηση της χώρας».

«Ο “Βασιλεύς των Ελλήνων” δεν είναι Έλληνας και ούτε θέλει να αισθάνεται Έλληνας. Μάλιστα περιφρονεί την ελληνική νοοτροπία, που του είναι ξένη, και τούτο δε φροντίζει να το κρύβει από τον στενό του κύκλο… Ιδιαίτερα απέναντι σε Άγγλους και Αμερικανούς συνομιλητές δεν διστάζει να εκφραστεί σκληρά για “αυτούς τους ΄Έλληνες” ενώ συχνά επαναλαμβάνει ότι όχι μόνο η “ανάξια” τάξη των πολιτικών αλλά και η πλειοψηφία του ελληνικού λαού ήταν από τη φύση απείθαρχη χωρίς εποικοδομητικό πνεύμα και συνεπώς ανίκανη για ένα δημοκρατικό σύστημα».(Χ. Φλαϊσερ).

(…) «Η “οξύνοια” και η “ελληνικότητα” του Γεωργίου είναι κοινό μυστικό μεταξύ των συντηρητικών Ελλήνων. Για το Γ. Α. Βλάχο της Καθημερινής είναι “εστεμμένος φελλός”, για τον Ζέρβα “ηλίθιος Γλιξβούργος” και για το στρατηγό Θ.Πάγκαλο είναι ο βασιλέας που “εμόλυνε τον θρόνο” και ο αποκλειστικός υπεύθυνος για τη μεταξική δικτατορία.

Ο Βρετανός υπουργός Μέσης Ανατολής Μ. Κέιζι γράφει στις 24/31943 στο ημερολόγιο του:

“Έλεγα χθες του βασιλιά της Ελλάδας ότι έχουμε μεγάλες φασαρίες στη Δαμασκό…Αμέσως με ρώτησε ανήσυχα”: -“Υπάρχουν λοιπόν Έλληνες και στη Δαμασκό;”… Του εξήγησα ότι δεν υπάρχει ούτε ένας και ότι δεν είναι απαραίτητο να υπάρχουν Έλληνες για να δημιουργούνται φασαρίες». (Χ. Φλάισερ)

«Ό,τι είναι ο Γεώργιος είναι και η κυβέρνησή του.

Ένα δουλόφρων ομοίωμα της προδοτικής κυβέρνησης της Αθήνας χωρίς καμιά εξουσία, χωρίς καμιά ανεξαρτησία σκέψης και δράσης. Με τη διαφορά ότι αυτή είναι ταγμένη στο πλευρό των συμμάχων. Στην ουσία δεν έχει ισχύ, τα ελληνικά θέματα χειρίζονται ο Γεώργιος και ο Βρετανός πρεσβευτής σερ Π. Λίπερ, σε ρόλο ύπατου αρμοστή για την Ελλάδα».( Κ. Πυρομάγλου)
«Πρόεδρος της κυβέρνησης- βιτρίνας είναι ο πρώην τραπεζίτης και πρώην αντιμοναρχικός Εμμ. Τσουδερός, ένας πολιτικός σαλτιμπάγκος, που εκτός της βασιλικής εύνοιας υποστηρίζει σοβαρά πως έχει εξασφαλίσει μέσα από πνευματικές τελετές και την υποστήριξη του Ελευθερίου Βενιζέλου, ο οποίος μάλιστα τον έχει χρίσει από το υπερπέραν διάδοχο και συνεχιστή του έργου του.

Το ακόλουθο απάνθισμα χαρακτηρισμών για τον Τσουδερό είναι εκ χειρός Γ. Σεφέρη:

“Μικρός Άνθρωπος. (…) Διπρόσωπος, μικροπολιτικός πέρα για πέρα (…) Τσακίζεται για την κορόνα… Θλιβερά ελεεινός. (…) Έτσι που πάμε ζωή να ‘χει όλα θα τα διαλύσει…Το όπλο του είναι η αποσύνθεση, κάθε του πράξη μυρίζει πτωμαΐνη”». ( Γ. Σεφέρης)

«Η κυβέρνηση Τσουδερού παρέμεινε καθ’ όλη τη διάρκεια της θητείας της μια καθαρά βασιλική κυβέρνηση προσαρμοσμένη στις επιθυμίες της βρετανικής πολιτικής (…) παρέμεινε μέχρι τέλους άβουλη (…) αποξενωμένη από την ελληνική πραγματικότητα, όπως αυτή διαμορφωνόταν με ταχύτατους ρυθμούς στην κατεχόμενη χώρα»(Γ. Γασπαρινάτος).

«Και, σαν να μην έφταναν αυτά, φρόντιζε με κάθε τρόπο για τη συκοφάντηση ή τη διάλυση του ένοπλου αγώνα στα ελληνικά βουνά. Με εντολές προς τους βασιλόφρονες αξιωματικούς στην κατεχόμενη Ελλάδα να υποδαυλίζουν την αντιπαλότητα μεταξύ ΕΛΑΣ και ΕΔΕΣ.

Επόμενο είναι αυτό το κλίμα να έχει μολύνει και τις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις που συγκροτήθηκαν στη Μέση Ανατολή»…

(…) Σελίδα 106: «Ο Γ. Σεφέρης καθημερινός θεατής της περιρρέουσας σήψης, εναποθέτει τις ελπίδες του σε μια μεταπολεμική κάθαρση: Η μόνη παρηγοριά είναι ότι σαν φτάσουμε στο τέλος της μεγάλης περιπέτειας, όλοι ετούτοι θα έχουν σαρωθεί από εκείνους που ζούνε το σημερινό δράμα της σκλαβιάς. Εκείνους που καθώς φαντάζομαι θα είναι σε θέση να μιλήσουν τη λαλιά της Ελλάδας». ( Γ. Σεφέρης, Μέρες)

«Η κάθαρση όμως δεν έρχεται πάντα. Και στην πολιτική ζωή της Ελλάδας σχεδόν ποτέ».

(…) Σελίδα 129: «Μέλη σοβαρών εθνικιστικών κύκλων πλησίασαν πρόσφατα γερμανικές δυνάμεις και ζητούν συνεργασία μαζί τους». (Β. Μαθιόπουλος.)

«Συγκροτείται το μέτωπο που εύστοχα ο Ηλ. Τσιριμώκος θα ονομάσει “ζεύξη της προδοσίας και της απουσίας”… Οι ίδιοι αυτοτιτλοφορούνται “εθνικόφρονες”.
Είναι ο νεότευκτος όρος που εισβάλλει στην πολιτική ζωή της χώρας περικλείοντας από άνομους και προδότες έως απλούς συντηρητικούς ανθρώπους περιδεείς σε κάθε κοινωνική αλλαγή. Εκείνο που ενώνει τους πάσης φύσεως εθνικόφρονες δεν είναι το τι πρέπει να γίνει μετά την απελευθέρωση, μα το τι δεν πρέπει να γίνει: να επικρατήσει το ΕΑΜ.

Τη δυναμική αντίδραση των εθνικοφρόνων χρηματοδοτούν από το παρασκήνιο οικονομικοί κύκλοι, που έως τότε δεν είχαν διαθέσει δραχμή για τον ΕΔΕΣ ή την ΕΚΚΑ- πόσο μάλλον για το ΕΑΜ-, μα, για να εξασφαλίσουν την κυριαρχία τους στην Ελλάδα, είναι ικανοί να χρυσώσουν και τον διάβολο».

(…) Σελίδα 144και 145: «Οι Έλληνες και σε αυτό το δεύτερο μεγάλο αγώνα για την ελευθερία τους λησμονούν τη δεινή θέση που βρίσκονται και αντιγράφουν με θλιβερό τρόπο τις πιο μελανές σελίδες του 1821…- «Και στις δυο περιπτώσεις αντίπαλες φατρίες των Ελλήνων μαχητών της ελευθερίας, την ίδια ώρα που πολεμούσαν τους ξένους δυνάστες, πολεμούσαν και μεταξύ τους».(Arn. Toynbee.)


 … «Με αποτέλεσμα:

Εις την ελευθέρα ορεινήν Ελλάδα, εκεί όπου μέχρι πρότινος αντήχουν πατριωτικά τραγούδια, και ο ενθουσιασμός για την τελική νίκη εφούσκωνε τα στήθη των πατριωτών όλων ανεξαιρέτως, από του Οκτωβρίου του 1943 αντηχεί το αδελφοκτόνο τουφέκι. Οι Έλληνες αγωνισταί αλληλοσκοτώνονται, κατεχόμενοι από το αποπνικτικόν αίσθημα της υποψίας.»( Κ. Πυρομάγλου).

«Όταν ο εμφύλιος είχε λήξει, ο ιδιαίτερος γραμματεύς ενός Έλληνος υπουργού με ρώτησε αν υπήρχε τρόπος να τον ξαναρχίσουμε»…. Ο Γουντχάουζ το λέει.(C. M. Woodhouse).

(…)Σελίδα 147: «Εκείνοι που δεν δικαιούνται ευσήμων για τη στάση τους είναι οι πολιτικοί της Αθήνας, Σοφούλης, Παπανδρέου, Καφαντάρης κ.λ.π. Αντί να προστρέξουν από μόνοι τους πυροσβεστικά, έστω την τελευταία στιγμή, παρακολουθούν απαθείς με αξιοσημείωτη πολιτική ιδιοτέλεια, και ορισμένοι ρίχνουν λάδι στη φωτιά.

Ο υπαρχηγός του ΕΔΕΣ καταλογίζει με παρρησία την κυρία ευθύνη στο Κάιρο και στους πολιτικούς της Αθήνας, ενώ θεωρεί ότι “αι ευθύναι του ΕΑΜ δια τον εμφύλιον πόλεμον είναι δευτερεύουσαι”».(Κ. Πυρομάγλου, Η Εθνική Αντίστασις).

(…) Σελίδα 171-174: «Η επιμελητεία μας είχε μείνει με σκέτο καλαμπόκι μοναχά, το βράζανε, το αλάτιζαν και το μοίραζαν σε ανθρώπους και ζωντανά. Στα μουλάρια διπλή μερίδα. Τι να τους έκανε όμως και τόσο; Είχαν γίνει τα καψερά πετσί και κόκκαλο πάλι. Ένα είχε πέσει απ τον πάγο κι’ έσπασε το πόδι του. Το σκότωσαν έκοψαν τα πισινά του και τα ‘χωσαν στο χιόνι. Στην αρχή μόνο ένα δυο αντάρτες έτρωγαν. Έκοβαν κάτι ξεγυρισμένες φέτες ψαχνό, τις έψηναν και κορόιδευαν τους άλλους, που αηδίαζαν. Λίγο-λίγο τ’ αποφάσισαν κι άλλοι να φάνε, κι’ άλλοι». (Δ. Δημητρίου (Νικηφόρος).

«Είναι η εποχή που ο απίστευτος Άρης μένει εντελώς νηστικός για να δώσει στο άλογό του το μερίδιο της κουραμάνας που του αναλογεί», (Δεσποτόπουλος Ελευθεροτυπία 11/1/82/) « ενώ ο παραλογιζόμενος Σοφούλης γράφει στον Τσουδερό, περιγράφοντας τη δεινή επισιτιστική κατάσταση της χώρας ότι μόνο οι μαυραγορίτες και οι αντάρτες καλοτρώνε».

«Παρ’ όλα αυτά οι ελασίτες χτυπάνε τους γερμανούς παντού. Τους επιτίθενται από όλες τις μεριές και ματώνουν κάθε εξόρμησή τους. Δεν κάνουν περίπατο οι Γερμανοί στις εκστρατείες τους, ούτε τους αφήνουν οι Έλληνες να ησυχάσουν όταν επιστρέψουν στις βάσεις τους. Οι γερμανικές απώλειες σε νεκρούς και αιχμάλωτους από τις επιθέσεις των ανταρτών ανέρχονται σε αρκετές χιλιάδες». (Β. Μαθιόπουλος, Ο Δεκέμβριος του 1944).

«Αλλά στη μεταπολεμική Ελλάδα άνθρωποι τυφλωμένοι απ’ τα πολιτικά πάθη εξόγκωσαν υπέρμετρα τον “εμφύλιο πόλεμο” και παρασιώπησαν τις σκληρές μάχες που έδιναν ταυτόχρονα οι αντάρτες, και ειδικότερα του ΕΛΑΣ, με τους Γερμανούς».( Αντρ. Κέδρος)

«Σε αυτή την τιτάνια ελληνική προσπάθεια οι υπέρ πατρίδος πεσόντες ελασίτες είναι περισσότεροι από κάθε άλλη φορά “Ουδεμία άλλη οργάνωσις έδωσε εν αναλογία τόσα θύματα δια την εθνικήν αντίστασιν όσα έδωσε το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ”» Κ. Πυρομάγλου).

«Οι αριθμοί του Γερμανικού Επιτελείου για τους Έλληνες αντάρτες από 1/6/43 έως 30/9/44 είναι υπερβολικοί καθώς αθροίζουν μάλλον και κάποιους άοπλους εαμίτες και χωρικούς που δολοφονούσαν οι Γερμανοί ανεξέλεγκτα: 20.650 νεκροί, 25728 αιχμάλωτοι 3971 τραυματίες ».( Β. Μαθιόπουλος, «Η Ελληνική Αντίσταση και οι Σύμμαχοι»).

«Σε κανένα άλλο πολεμικό μέτωπο δεν πλήρωσε η Ελλάδα τόσο βαρύ φόρο αίματος. Σε ολόκληρο τον ελληνοϊταλικό πόλεμο, σύμφωνα με το ΓΕΣ, οι νεκροί δεν ξεπέρασαν τους 12.000, ενώ ο πολυδιαφημισμένος στρατός της Μέσης Ανατολής, ο ΒΕΣΜΑ, είχε 344 θανόντες από διάφορες αιτίες και όχι μόνο από πολεμικές.

Τους πεσόντες ελασίτες δεν τους τίμησε κανείς.

Δικαίως ο Β. Μαθιόπουλος θεωρεί αυτή την περιφρόνηση των νεκρών μας τη μελανότερη σελίδα του μεταπολεμικού ελληνικού κράτους.

Για το μετακατοχικό κράτος δεν συνέβη τίποτα. Αγνόησε όλο αυτό το έπος και δεν έλαβε την παραμικρή μέριμνα, έστω για τους ανάπηρους των ελληνογερμανικών συγκρούσεων. Σε μια μάχη του θεσσαλικού ιππικού με πολλούς νεκρούς και τραυματίες Γερμανούς και αντάρτες τραυματίστηκε και ο ιππέας Φάνης Βακάλης από το Πλατύκαμπο της Λάρισας. Μια νοσοκόμα του έδεσε το χέρι. Την άλλη μέρα το είδε ο γιατρός Βαγγέλης Κατσάνος. Είχε σαπίσει το αίμα. Και εκεί επί τόπου τον έβαλε κάτω και του ‘κοψε το χέρι με ξυλοπρίονο...Τώρα ο Φάνης Βακάλης ζει στο χωριό του. Δουλεύει φορτοεκφορτωτής. Θεριό με το ένα χέρι σηκώνει τσουβάλια ογδοντάρια. Όταν μεθάει, θυμάται τις μάχες, εκείνα τα χρόνια. Τραγουδάει τραγούδια του αγώνα και κλαίει».( Αλ. Σεβαστάκης).

«Μια μαρτυρία για τον ΕΛΑΣ από την αντίπερα όχθη:

“Τα τμήματά του επολέμησαν παντού χωρίς διακοπήν και με αδιάπτωτον ενθουσιασμόν, χωρίς να υπολογίζουν στερήσεις, γύμνιαν και κακουχίας. Δυνάμεθα να είπωμεν ότι επέτυχε πλήρως του στρατηγικού του σκοπού”»: (Κ. Πυρομάγλου).

«Ο Τσόρτσιλ ενοχλημένος από τους Βρετανούς στρατιωτικούς που εκθειάζουν τη δράση των ελασιτών, αποκαλώντας τους “απαράμιλλους εξολοθρευτές των Ούννων” και τον ΕΛΑΣ τη “μοναδική οργάνωση στην Ελλάδα που είναι σε θέσει να σας δώσει μια αποτελεσματική βοήθεια στη εξόντωση των Γερμανών”,( Χ. Φλάισερ) ζητάει μια σύντομη έκθεση της δράσης τους κατά των Γερμανών το τελευταίο εξάμηνο.

Η αναφορά του Άγγλου στρατηγού Χόουλις είναι εντυπωσιακή: “Η σταθερή αντιγερμανική δράση συνεχίστηκε από εκείνες τις μονάδες του ΕΛΑΣ (τη συντριπτική πλειοψηφία) που δεν είχε εμπλακεί στον εμφύλιο πόλεμο”. Και απαριθμεί την καταστροφή 11 τρένων, τις ανατινάξεις δρόμων και γεφυρών, τις δεκάδες μάχες και τα πολυάριθμα θύματα που έχουν οι κατακτητές. Σε μια μάχη 957 νεκροί Γερμανοί σε άλλη μάχη 200 Γερμανοί αξιωματικοί και 600 οπλίτες κ.ο.κ.ε».( Γ. Ανδρικόπουλος).
«Ο Βρετανός πρωθυπουργός καταπίνει τη γλώσσα του.

Αντίστοιχα στοιχεία δίνονται στον Τσόρτσιλ από τον λόρδο Σέλμπορν, ενώ ο αρχηγός του Γενικού αυτοκρατορικού Επιτελείου στρατάρχης σερ Άλαν Μπρούκ δηλώνει στις 16 Νοεμβρίου 1943, σε επίσημη κοινή συνεδρίαση στρατιωτικών-πολιτικών στο Λονδίνο, ότι στην Ελλάδα “το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ είχε παίξει συμαντικότατον ρόλον (…) Εξηνάγκαζον τους Γερμανούς να διατηρούν μεραρχίας εις την περιοχήν αυτήν” (Σ. Γρηγοριάδης)

«Ο παράγοντας άνθρωπος αποδείχτηκε η σπονδυλική στήλη του ένοπλου αγώνα. Οι Έλληνες της υπαίθρου συμπαραστέκονται όπως μπορούν στους αντάρτες, είτε οργανωμένοι είτε όχι, δοθείσης ευκαιρίας, κάνουν ζημιά στον κατακτητή, ακόμη και με εμπνεύσεις της στιγμής.

Ένας Γερμανός αξιωματικός, εποχούμενος αυτοκινήτου, εντυπωσιάζεται από μια όμορφη νεαρή κοπέλα στη Λαμία και την ακολουθεί στο δρόμο ρολάροντας πλάι της επί αρκετή ώρα. Εκείνη εκτός από όμορφη είναι έξυπνη και θαρραλέα και συμφωνεί να μπει στο αυτοκίνητό του για μια μικρή βόλτα.

Επειδή όμως το σωστό είναι να απομακρυνθούν από τα αδιάκριτα βλέμματα, η βόλτα καταλήγει στο Καρπενήσι, όπου το ειδύλλιο τερματίζεται πρόωρα . Ένα ακόμη θύμα του έρωτα και του πολέμου σημειώνεται και οι αντάρτες είναι όλο ευχαριστίες προς την κοπέλα για το αναπάντεχο δώρο.

Μια μοτοσικλέτα με δύο Γερμανούς κατευθύνεται από τη Θεσσαλονίκη προς την Αθήνα. Κάπου στο δρόμο μπερδεύονται. Αντί να συνεχίσουν ευθεία, στρίβουν δεξιά και βρίσκονται στο Λιανοκλάδι, όπου ρωτάνε ένα χωρικό.
Ατένα- Ατένα;
Κατάλαβε αυτός ότι θέλουνε να πάνε στην πρωτεύουσα και όλο προθυμία τους έδειξε προς την αντίθετη κατεύθυνση.

Οι δυο Γερμανοί τον ευχαρίστησαν και συνέχισαν το δρόμο τους ώσπου βρέθηκαν κι αυτοί στο Καρπενήσι. Σταματήσανε στην πλατεία μπροστά σ’ ένα καφενείο, όπου είδαν σταθμευμένα αυτοκίνητα, μπήκανε μέσα, βγάλανε τα κράνη τους, αφήσανε τα όπλα τους στο τραπέζι και περιμένανε τον σερβιτόρο για να δώσουν παραγγελία.

Όταν αντί για σερβιτόρο έσκυψε από πάνω τους ένας γενάτος με φισεκλίκια, τότε κατάλαβαν το μοιραίο λάθος». ( Ιστορία της Εθνικής Αντίστασης 1941-1944).

Σελίδες 175 - 178: «Το «τραγούδι του συνδέσμου είναι αφιερωμένο στις εκατοντάδες των αφανών ανθρώπων που μπαινόβγαιναν στις κατεχόμενες πόλεις, όργωναν τα βουνά ως σύνδεσμοι, αγγελιαφόροι και ταχυδρόμοι, από χωριό σε χωριό και από φυλάκιο σε φυλάκιο μεταφέροντας πολύτιμες πληροφορίες και είδη πρώτης ανάγκης στους αντάρτες.

''Σε γέλασα κι απόψε Γερμανέ,
και τα κρυφά σου έχω διαβεί καρτέρια,
σφυρώντας τώρα κάποιο αμανέ,
τραβάω ψηλά, στ’ αντάρτικα λημέρια”.

Ένας σύνδεσμος στην Αττικοβοιωτία με το ψευδώνυμο Όθωνας φροντίζει όσο μπορεί τους αντάρτες κουβαλώντας τρόφιμα και εφόδια, από τις κατεχόμενες περιοχές. Μια μέρα εμφανίζεται σέρνοντας ένα άλογο με ογκώδες φορτίο τυλιγμένο σε μουσαμά. Όταν τραβάει το μουσαμά μένουν όλοι με το στόμα ανοιχτό. Περιέχει ένα μικρό ιταλικό αντιαεροπορικό πολυβόλο. 
Ο Θεοχάρης το πιάνει, το πασπατεύει όλο χαρά και ξαφνικά γυρνάει στο σύνδεσμο συγκινημένος:

-“Αι ρε σκ’λί, δεν έχου κλάψ’ στη ζωή μου και μια μέρα θα κλάψου που θα μάθου οι Γερμανοί κριμάσαν τουν Όθωνα σ’ ένα πεύκο”».

" Λεωνίντας"


Θερμοπύλες 22 Σεπτεμβρίου 1943.

Μετά από αιματηρή συμπλοκή ενός γερμανικού τμήματος από τη Λαμία με λίγους εφεδροελασίτες κοντά στα στενά των Θερμοπυλών η γερμανική διοίκηση Λαμίας εκστρατεύει για να τιμωρήσει τους ενοχλητικούς άτακτους.

Ο διοικητής του 2/36 Τάγματος Λοκρίδας ίλαρχος Αλ. Μυλωνάς ήταν σίγουρος πως οι Γερμανοί δε θα άφηναν το επεισόδιο να περάσει χωρίς ανταπόδοση. Θεώρησε όμως ότι η ιστορική τοποθεσία δεν μπορούσε να εγκαταλειφθεί αμαχητί.

Έτσι τα χαράματα της επομένης, που βγήκε μια αργόσυρτη μηχανοκίνητη γερμανική φάλαγγα από τη Λαμία με κατεύθυνση τις Θερμοπύλες, είχε ήδη παρατάξει από τη νύχτα όλες τις διαθέσιμες δυνάμεις του.

Το ιστορικό στενό έπιασε ο ατρόμητος Λοκρός (μόνιμος ανθυπολοχαγός Δ. Τσιτσιπής) επικεφαλής του λόχου Δρακοσπηλιάς, με ενίσχυση πολυβόλων και τριών όλμων υπό τους μονίμους υπαξιωματικούς Βότση, Αλεξίου και Κουτσοδόντη. Οι εφεδρικοί ελασίτες της περιοχής ανέλαβαν να αποκλείσουν το μονοπάτι του Εφιάλτη, για να μην επαναληφθεί η ιστορία.

Η θανάσιμη σύγκρουση κράτησε ολόκληρη την ημέρα.

Τα γερμανικά αυτοκίνητα πήγανε και ήρθανε ως τη Λαμία τέσσερις φορές, κουβαλώντας όλο και νέες δυνάμεις για να κάμψουν την απροσδόκητη αντίσταση των θρασύτατων παρτιζάνων.( Φ. Γρηγοριάδης).

Όμως οι αντάρτες δεν έκαναν βήμα πίσω, και όσο έβλεπαν τους Γερμανούς να κάμπτονται τόσο ο ενθουσιασμός και οι πολεμόχαρες διαθέσεις φούντωναν.

-Λεωνίντα ! Λεωνίντα ! φώναζε ενθουσιασμένος ο φιλομαθής Άγγλος- σύνδεσμος Ντικ, που έβλεπε τη γερμανική πανωλεθρία και δεν μπορούσε να το πιστέψει.

Πάνω στο ιερό μένος του ο γεμιστής του ενός από τους τρεις αντάρτικους όλμους, που λιάνιζαν ως εκείνη τη στιγμή τους κατακτητές άρπαξε ένα βλήμα και το έριξε στον πυροσωλήνα ανάποδα. Η έκρηξη ήταν τρομερή. Ο όλμος κομματιάστηκε και οι τρείς χειριστές σκοτώθηκαν. Ο ένας από τους νεκρούς είναι ο Κ. Σαράντης από τα Τοπόλια της Άμφισσας πολεμιστής των οχυρών το ’41 και μέλος της ομάδας των Καραλιβαναίων

(…) Οι Γερμανοί πισωγύρισαν προς τη Λαμία νικημένοι τα μεσάνυχτα. Το άλλο πρωί τα παρατηρητήρια των ανταρτών αναφέρουν ότι πλησιάζουν καραβάνια χωρικών, φορτωμένων τα υπάρχοντά τους. Το συμπέρασμα που βγαίνει είναι ότι οι Γερμανοί εκτοπίζουν τους κατοίκους των γύρω χωριών για να τα κάψουν.

Η αλήθεια είναι απείρως πιο ευχάριστη.

Στα χωριά της Λαμίας, που έβλεπαν προς το στενό, την προηγούμενη ημέρα κάθε δουλειά είχε σταματήσει και όλοι παρακολουθούσαν με κρατημένη αναπνοή τη μάχη που εμαίνετο στην ιστορική τοποθεσία. Και όταν αργά τα μεσάνυχτα είδαν τους Γερμανούς να φεύγουν καταντροπιασμένοι προς τη Λαμία και διαπίστωσαν πως ο ιερός τόπος έμεινε πάλι απαραβίαστος, ξενύχτησαν ρίχνοντας ψωμιά και πίτες στις γάστρες και ετοιμάζοντας διάφορα δώρα.
Αυτά τα δώρα έφερναν τώρα στους άνδρες που τους γέμισαν υπερηφάνεια, σχηματίζοντας ολόκληρα καραβάνια.

Οι χωρικοί άνδρες και γυναίκες ρίχτηκαν απάνω στους αντάρτες με απερίγραπτο ενθουσιασμό και συγκίνηση. (…) Τα δώρα ξεφορτώθηκαν και σοροί από την αδελφική προσφορά σχηματίστηκαν στα πόδια των ανταρτών. Κότες, πίτες, κρασιά, φρούτα κουλούρες ζεστές. (Ιστορία της Εθνικής Αντίστασης, 1941-1944.) Οι γερμανικές απώλειες είναι μεγάλες, ενώ οι αντάρτες έχουν μόνο εφτά νεκρούς και 15 τραυματίες. Όπως έγραψε ο ίλαρχος Αλ. Μυλωνάς, οι άνδρες του «άφησαν το αίμα τους αντί για στεφάνι στον τάφο του Λεωνίδα».

«Μακρακώμη, 6 Οκτωβρίου 1943.

Μια γερμανική δύναμη 700 ανδρών με συνοδεία πυροβολικού ξεκινάει από τη Λαμία με κατεύθυνση προς το Καρπενήσι. “Η πρωτεύουσα της Ευρυτανίας είχε αποκτήσει τότε τη φήμη πρωτευούσης κράτους για τους Γερμανούς με τα όσα άκουγαν γι’ αυτήν” .

Ο ΕΛΑΣ διαθέτει το κατασχεθέν πυροβολικό των Ιταλών, και με άλλον αέρα πια δυνάμεις της ΧΙΙΙης μεραρχίας προσβάλλουν τους Γερμανούς στη Μακρακώμη, την πύλη προς τον ελεύθερο ορεινό χώρο.
Την άμυνα της περιοχής έχει αναλάβει το Τάγμα Θανάτου υπό τον εξαίρετο νεαρό υπολοχαγό Ντίνο Γιαννακουλόπουλο, έναν από τους αγαπημένους αξιωματικούς του Άρη, τον οποίο σε λίγο θα καλέσει με το τάγμα του στην Ήπειρο.

Το πρώτο κύμα της γερμανικής επίθεσης διαρκεί έως αργά το μεσημέρι. Το δεύτερο, μετά την άφιξη γερμανικών ενισχύσεων από τη Λαμία, κρατάει έως τη δύση του ηλίου, οπότε η γερμανική δύναμη αναγκάστηκε σε πλήρη υποχώρηση. Οι γερμανικές απώλειες είναι σοβαρότατες, ενώ οι αντάρτες έχουν τέσσερις νεκρούς και εφτά βαριά τραυματισμένους.

Είναι μια από τις πρώτες νίκες των ανταρτών με Γερμανούς αντιπάλους.

Ο βρετανός αξιωματικός Άθως (¨Άρθουρ Έντμοντς) επικεφαλής των Βρετανών συνδέσμων στη Ρούμελη, την επομένη ημέρα 7 Οκτωβρίου, στέλνει στη ΧΙΙΙη Μεραρχία εκ μέρους της ΣΣΑ το ακόλουθο έγγραφο:

“Έχω την τιμήν να συγχαρώ εκ μέρους της εν Ελλάδι Συμμαχικής Στρατιωτικής Αποστολής εσάς και όλους τους αντάρτες οι οποίοι έλαβον μέρος εις την μάχην εναντίον των γερμανικών δυνάμεων εις τα περίχωρα της Μακρακώμης”» ( Φ. Γρηγοριάδης).

Σελίδες 179 έως και 180: «Λαμπίρι 1 Οκτωβρίου 1943.

Ένα γερμανικό τάγμα βγαίνει από το Αγρίνιο προς τα χωριά Μπροστοβά- Λαμπίρι- Προυσό. Στο Λαμπίρι βρίσκεται μόνο η ομάδα διοίκησης του 2/39 Συντάγματος του ΕΛΑΣ: ο συνταγματάρχης Κ. Αναργύρου, ο καπετάνιος Γεροδήμος (γιατρός Β. Τσέλιος) και λιγοστοί αντάρτες.

Η ελασίτικη διοίκηση αποφασίζει να δώσει ένα χτύπημα στους Γερμανούς προτού αποτραβηχτεί στα υψώματα. Μια ολιγομελής ομάδα υπό τον ασυγκράτητο μόνιμο ανθυπολοχαγό Γ. Κατσίμπα πιάνει θέσεις έξω από τη μακριά Λογγά. Γύρω τους φεύγουν έντρομοι οι χωρικοί με τα υπάρχοντά τους .

Οι περισσότεροι μαχητές του Κατσίμπα είναι νεαροί και άψητοι σαν τον μετέπειτα δημοσιογράφο Γ. Βούλτεψη, ο οποίος μόλις αποφοίτησε από το γυμνάσιο, βγήκε στο βουνό και τοποθετήθηκε στο δικαστικό γραφείο του Συντάγματος. Δεν είχε προλάβει ακόμη να ρίξει πυροβολισμό και βρέθηκε ανάμεσα στους 17 απόκοτους, με επικεφαλής τον αρχιαπόκοτο Γ. Κατσίμπα να αντιμετωπίσουν ολόκληρο γερμανικό τάγμα.

Τη μάχη αφηγείται ο ίδιος με υπέροχη αντιηρωική διάθεση:

“Δεν αισθάνομαι καλά… Μήπως φοβάμαι; Δεν είναι αυτό , λέω στο εαυτό μου. Είναι που είσαι αγύμναστος. Που δεν έχεις πάει στρατιώτης… Φάνηκαν στο ξέφωτο δυο ανιχνευτές με μαρσίπ. Ύστερα ένας αξιωματικός, ίσως ταγματάρχης, μεσόκοπος και σωματώδης, με τα κιάλια κρεμασμένα στο λαιμό του. Βλέπω κάτω από το κράνος τα χαρακτηριστικά του. Είμαστε τόσο κοντά! Να κι άλλα κράνη, πάνω από γυάλινα μάτια που ψάχνουν….Σύγκρυο… Λίγα μέτρα μπροστά μου ο τρομερός στρατός του Χίτλερ…Σφίγγω την αραβίδα μου και βλέπω την κάννη να πηγαίνει πέρα δώθε…. Ναι τρέμω και…αυτή τη στιγμή… πριν πάρω το βάπτισμα του πυρός… Ναι κατουρήθηκα. κι ένοιωσα σαν να χωρίζεται η ψυχή από το σώμα μου….(…) Ένας χωρικός έτρεξε για να κρυφτεί ένας Γερμανός γύρισε και τον πυροβόλησε, ο ταγματάρχης σταμάτησε κι έβαλε τα κυάλια στα μάτια του. Ο Κατσίμπας σηκώθηκε όρθιος στο βράχο του, σημάδεψε, τον πέτυχε στο σταυρό . έπεσαν κι άλλοι… Χαλασμός στην πράσινη ρεματιά… έριξα την πρώτη σφαίρα, αλλά τώρα δεν ανοίγει το κινητό ουραίο. Σφήνωσε ή φταίνε τα χέρια μου; Γεμάτος θυμό το χτυπάω πάνω στην πέτρα που προστατεύει το κεφάλι μου… Άνοιξε, όπλισα…. (…)Κάποιος φωνάζει δυνατά από το ύψωμα : -Βαράτε τους παιδιά καμιά πεντακοσαριά είναι!... Φωνάζει ο Μυλωνάς που αγναντεύει προς τη ρεματιά και λέει ο αθεόφοβος, σ’ εμάς τους δεκαεφτά, πως οι Γερμανοί είναι μονάχα πεντακόσιοι…(…) Οι Γερμανοί σκούζουν σα μικρά παιδιά Νομίζουμε πως φωνάζουν “μαμά, μαμά”!... Κάποιος ουρλιάζει…: -Γαμώ τη μαμά σας και γαμώ τη Γερμανία σας! …Παροξυσμός…-Θα τους φάμε” (Γ. Βούλτεψης).

Και τους φάγαμε κανονικά.

Το σούρουπο ο Κατσίμπας υπακούει εντέλει στις διαταγές του συνταγματάρχη Αναργύρου και αποσύρει σώους τους 17 άνδρες του, οι Γερμανοί επιστρέφουν πάλι στο Αγρίνιο με δεκάδες νεκρούς και τραυματίες.

Ο Γ. Κατσίμπας διηγείται απλά την ανταμοιβή των πολεμιστών: 


“Το πρωί πάνω από τα Κορακοβούνια αγναντεύαμε. Μας έμαθαν από τα γύρω χωριά. Μας κουβάλησαν ούζο, καρύδια, νερό”».

(…)-Σελίδες 380-382): «Στη Μπολέτα, το Στρατηγείο του ΕΛΑΣ έξω απ’ την Τρίπολη, ο αρχηγός ειδοποιείται ξαφνικά ότι έφτασε στην Καλαμάτα ένας εκπρόσωπος της Εθνικής Κυβέρνησης. Αφήνει πίσω το διοικητή της Ταξιαρχίας αντισυνταγματάρχη Σπ. Τσικλητήρα και φεύγει αμέσως με λίγους μαυροσκούφηδες για την Καλαμάτα. Ο εκπρόσωπος της κυβέρνησης είναι ο υπουργός Π. Κανελλόπουλος. Έφτασε στα ΚΥΘΗΡΑ με αγγλικό αντιτορπιλικό στις 26 Σεπτεμβρίου, έμεινε μια μέρα εκεί και την επομένη ήταν στην Καλαμάτα.

Ο υπουργός είναι πολύ ανήσυχος, δεν ξέρει τι πρόκειται να συναντήσει ούτε πώς θα τον αντιμετωπίσουν οι ελασίτες. Τον υποδέχεται ο ταξίαρχος του ΕΛΑΣ, Πιέρος Πετροπουλάκης, και τον καθησυχάζει. Μάλιστα καλείται να μιλήσει στη συγκέντρωση που έχει οργανωθεί στην πόλη για τον εορτασμό της τρίτης επετείου από την ίδρυση του ΕΑΜ.

Την άλλη μέρα ο Άρης τον αιφνιδιάζει με μια επίθεση υπακοής στην Κυβέρνηση.

Ο Κανελλόπουλος το 1945 θα γράψει ένα μικρό βιβλίο, τον Απολογισμό, ζητώντας μάλλον άφεση από την παράταξή του για την συνύπαρξή του με το Βελουχιώτη»:

«Με την ομιλία μου το πρώτο μου μέλημα ήταν, αφού δεν είχα τα μέσα να φύγω νύχτα για την Τρίπολη, να ειδοποιήσω τον Άρη Βελουχιώτη να κατέβει αμέσως στην Καλαμάτα για να αναστείλω έτσι με την απουσία του την άμεση επιθετική ενέργεια που θα ‘καιγε την Τρίπολη…- πριν φτάσει η ειδοποίησή μου, ο Άρης Βελουχιώτης με πρωτοβουλία δική του, μαθαίνοντας ότι είχα φτάσει στην Καλαμάτα, ξεκίνησε για να με βρει.. Στις 28 Σεπτεμβρίου, τα ξημερώματα έφτασε κοντά μου, συνοδευόμενος από αξιωματούχους του ΕΑΜ Πελοποννήσου και από κάμποσους μαυροσκούφηδες σωματοφύλακες.…-Του είπα, ότι η μάχη στην Τρίπολη δεν θα γίνει. Μου απάντησε αφού μου είπε ότι υπακούει στην Εθνική Κυβέρνηση ότι το καλύτερο είναι να πάω αμέσως μαζί του έξω από την Τρίπολη για να ιδώ μόνος μου αν μπορεί να αποφευχθεί η μάχη….- Του είπα, ότι οι εκτελέσεις εκείνων που τα στρατοδικεία του είχαν καταδικάσει σε θάνατο, πρέπει να σταματήσουν. Μου απάντησε, ότι μόλις άκουσε ότι φτάνω στην Πελοπόννησο έδωσε μόνος του την εντολή για το σταμάτημα….- Του είπα, ότι τα στρατοδικεία του και τα Λαϊκά Δικαστήρια θα πάψουν να δικάζουν πολίτες για πολιτικά αδικήματα. Μου είπε ότι θα συμμορφωθεί στην επιθυμία μου. Τι άλλο μπορούσα να κάνω;» (Π. Κανελλόπουλος, 1935-1945. «ένας απολογισμός»).

«Το μεσημέρι της ίδιας μέρας Άρης και Κανελλόπουλος με τη συνοδεία τους φεύγουν μαζί για την Τρίπολη και το ίδιο βράδυ είναι στη Μπολέτα. Ο Κανελλόπουλος στέλνει μια επιστολή στον Παπαδόγκωνα με εντολή να έχει παραδοθεί μέχρι το άλλο πρωί. Εκείνος του ζητάει προσωπική συνάντηση, μα ο Κανελλόπουλος με την ενθάρρυνση του Άρη και του αντισυνταγματάρχη Τσικλητήρα αρνείται και κάνει σκληρές διαπραγματεύσεις, οι οποίες τελικώς αποδίδουν.

Ο Παπαδόγκωνας παραδίδεται.

Στις 30 Σεπτεμβρίου στις 11 το πρωί τα τμήματα του ΕΛΑΣ μπαίνουν στην Τρίπολη. “Η είσοδος των τμημάτων του ΕΛΑΣ στην Τρίπολη έγινε με τάξη και πειθαρχία. Κανένα επεισόδιο δεν έγινε και ο πληθυσμός ανάσανε.” (Θ. Τσάτς.)

Το επιβεβαιώνει και ο Κανελλόπουλος: «Ούτε μύτη δεν λύθηκε, κανένας δεν έπαθε τίποτα». (Π. Κανελλόπουλος ό.π. )

«Από τους δύο χιλιάδες ταγματασφαλίτες οι 500 ακολουθούν τον Παπαδόγκωνα και περιορίζονται στις Σπέτσες, όπως έχει συμφωνηθεί, οι υπόλοιποι είναι ελεύθεροι να γυρίσουν στα σπίτια τους.

Την 1η Οκτωβρίου στην πλατεία της Τρίπολης ενώπιον των κατοίκων της πόλης ο υπουργός της Εθνικής Κυβέρνησης αποδίδει δικαιοσύνη»:

«Καταρώμαι τόσον εγώ, όσον και η Κυβέρνησις του Εξωτερικού κάθε έναν ο οποίος πρόσφερε τας δυνάμεις του εις τας χιτλερικάς ομάδας, αι οποίαι τόσας καταστροφάς επεσώρευσαν εις τον δύστυχον τούτον τόπον…- Αι οργανώσεις Αντιστάσεως και η πολυπληθεστέρα τούτων ο ΕΛΑΣ αποτελούν τους απηνείς τιμωρούς τόσον των κατακτητών όσον και των συνεργατών των. (…) Δι’ αυτό, όταν ησυχάσουμε, η πρώτη φροντίς θα είναι η αναστύλωσης των ερειπίων και η δι ηθικών αμοιβών αναγνώρισις των θυσιών και του αγώνος του απελευθερωτικού τούτου στρατού, ο οποίος αναμφισβητήτως θα αποτελέσει τον πυρήνα του ιδρυθησομένου Ελληνικού Στρατού». (Στ’ άρματα στ’ άρματα).

«Και όπως θα δηλώσει την επόμενη, διερμηνεύοντας τα αισθήματα των κατοίκων της Τρίπολης για τη νέα κατάσταση:... “ Ολόκληρος ο λαός ζει ένα παραλήρημα χαράς, που και χθες διαπίστωσα όταν μπήκα στην πόλη, αλλά κυρίως σήμερα το είδα πανηγυρικά εκδηλούμενο στη δοξολογία και στην υπέροχη συγκέντρωση που ακολούθησε”». (Ηλ. Παπαστεριόπουλος).

«Σε λίγο ολόκληρη η Πελοπόννησος είναι ελεύθερη.

Στο Κατάκωλο αποβιβάζονται 600 Βρετανοί καταδρομείς υπό τον ταγματάρχη Τζέλικο. Μαζί τους επιστρέφει στην Ελλάδα ο Γουντχάουζ. Την ίδια νύχτα παραδίδεται στην Πάτρα σε Άγγλους και αντάρτες ο ομόλογος του Παπαδόγκωνα, συνταγματάρχης Ν. Κουρκουλάκος».


Σελίδα 576: « ΜΥΘΟΣ


Η ανιστόρητη σύγχυση δυο διαφορετικών ιστορικών περιόδων και δύο διαφορετικών στρατών στάθηκε επί χρόνια το κύριο επιχείρημα του ελληνικού κράτους για να μην αναγνωρίσει, ως όφειλε, την Εθνική Αντίσταση.


Η κρατική προπαγάνδα αναμείγνυε εκ του πονηρού τον εθνικοαπελευθερωτικό ΕΛΑΣ του ΕΑΜ με τον επαναστατικό Δ.Σ.Ε. (Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας) του Κ.Κ.Ε.

Αλλά η ιστορία δεν αλλάζει.

Σε πείσμα όλης της μεταπολεμικής πλύσης εγκεφάλου, παραμένει γεγονός πως το ΕΑΜ είναι το μεγαλύτερο έπος της νεότερης ελληνικής ιστορίας».(Λ. Σταυριανός)

«Και ο ένοπλος αγώνας του ΕΛΑΣ ήταν εθνικός.

Η αντίσταση των Ελλήνων γίνεται εναντίον ξένων δυνάμεων κατοχής και ο βασικός της χαρακτήρας καθ’ όλη την περίοδο της κατοχής είναι εθνικός.»(Ν. Σβορώνος, στο συνέδριο Η Ελλάδα 1936-1944)


 Το αναγνωρίζουν πλέον και πολιτικοί ηγέτες της δεξιάς όπως ο Π. Κανελλόπουλος: " Η Αντίσταση ήταν από εθνική και ηθική άποψη, κάτι το αυτονόητο για τον Έλληνα. Αν είχε λείψει θα θα μιλούσαμε για υποδούλωση του Λαού μας και όχι μόνο για κατοχή της χώρας μας. Ο Ελληνικός λαός δεν υποδουλώθηκε". 
                                                                                                                                                                                                                              ( Εμμ. Βαζαίος)

Πέρα από κάθε μικρόψυχη κομματική διαφοροποίηση, οι αντάρτες των βουνών έσωσαν την τιμή της χώρας.

«Ο Έλλην αντάρτης υπό οιονδήποτε σήμα οργανώσεων και αν πολέμησε τους Γερμανούς, προβάλλεται άξιος των γενναιότερων πολεμιστών της ιστορίας μας….-“Υπήρξεν αυτός ο φορεύς του πνεύματος Αντιστάσεως, του πνεύματος της ελευθερίας, που κατείχε ολόκληρον το Έθνος”…-Με την δράσιν του αυτή εισήλθεν εις την ιστορίαν, και δια την δράσιν αυτήν δεν υπόκειται εις κριτικήν». (Εμμ. Βαζαίος).

«Όσο για το θρυλικό δημιουργό του ΕΛΑΣ, πολλά χρόνια μετά την τραγωδία της Μεσούντας οι άνθρωποι που τον λάτρεψαν δεν πιστεύουν ότι σκοτώθηκε, πιστεύουν ότι είναι κυριολεκτικά ζωντανός και θα εμφανιστεί ξανά, όποτε το κρίνει ο ίδιος. Κάθε τόσο παρουσιαζόταν κάποιος παλιός ελασίτης που τον είδε μυστικά και μίλησε μαζί του. Ένας κουρέας τον ξύρισε, μια γυναίκα του πήγε “ψωμί” στο λημέρι του και κάποιοι αλαφροΐσκιωτοι χωρικοί τον βλέπουν συχνά να περνάει καβαλάρης στις πλαγιές της Ρούμελης.

Το παρηγορητικό τραγούδι της ελασίτισσας Δέσπως ακούγεται


 χρόνια στα βουνά της Ρούμελης.

Δέσπω μ’ τον Άρη σκότωσαν Δέσπω και το Τζαβέλα.

Μήδε τον Άρη σκότωσαν μήδε και το Τζαβέλα

Κάτι παιδιά τους είδανε και παν για τη Σερβία.

Η προϊούσα μυθοποίηση του Άρη είναι η προσπάθεια ενός ολόκληρου λαού να αντιπαλαίσει την εκδοχή που προσπαθούν να του επιβάλουν, να τοποθετήσουν έναν ληστή, στη θέση ενός μεγάλου εθνεγέρτη και ιδιοφυούς πολεμάρχου.

“Οι μύθοι δημιουργούνται σαν τους κρυστάλλους ακολουθώντας το δικό τους παλινδρομικό τύπο. Τους χρειάζεται όμως ο κατάλληλος πυρήνας...- Οι μετριότητες και οι απατεώνες δεν έχουν μυθογεννητική ισχύ. Δημιουργούν μόδες που πολύ γρήγορα ξεπερνιούνται”». (Άρθ. Κέσλερ, Υπνοβάτες.)

«Η ετυμηγορία των ανταρτών και των ανθρώπων που τον έζησαν είναι λιτή και αμετάκλητη, όπως του αρμόζει:

“Ούτε θα γεννήσει άλλη μάνα τέτοιο γιο”. ---- -

Και θα κλείσω την αντιγραφή αποσπασμάτων από το έργο του ακούραστου ερευνητή Διονύση Χαριτόπουλου με τα κείμενα που παραθέτει στα οπισθόφυλλα των δύο τόμων, του μεγάλου έργου του με τον τίτλο:


ΑΑΡΗΣ Ο ΑΡΧΗΓΌΣ ΤΩΝ ΑΤΑΚΤΩΝ»

 
Αντιγράφω από τον πρώτο τόμο:


« Αν όπως έχει ειπωθεί οι μύθοι σχηματίζονται

σαν τους κρυστάλλους,

ένα από τα πιο λαμπερά μόρια που θα συνθέσει

το μύθο του Άρη Βελουχιώτη είναι η καθολική

απόρριψή του από όλες τις εξουσίες.

Για τους Ιταλούς και Γερμανούς ήταν ένας

Επικηρυγμένος αρχηγός ανταρτών.

Για τους Άγγλους εγκληματίας πολέμου.

Για την ηγεσία της ελληνικής συντηρητικής

παράταξης σφαγέας και ληστοσυμμορίτης.

Στην πραγματικότητα είναι ο άνθρωπος που

δημιούργησε το μεγαλύτερο εθελοντικό

στρατό της ελληνικής ιστορίας και μια

ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΕΛΛΑΔΑ

Μέσα στην υποδουλωμένη Ευρώπη».














Από το οπισθόφυλλο του Β΄ τόμου:






«Από όλους τους αρχηγούς του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ που γνώρισα,


και γνώρισα πολλούς, μόνον ο Άρης μου έκαμε εντύπωση .


Ήταν δυνατός στοχαστικός είχε λεπτότητα».


Αλφόνσο Ινφάντε Ιταλός Στρατηγός





«Ήταν η πολεμική μεγαλοφυΐα του ΕΛΑΣ».


Κρις Μόνταγκιου Γουντχάουζ Άγγλος συνταγματάρχης.





«Ένα τέρας με ηγετικάς και οργανωτικάς ικανότητας


αληθινά υπερφυσικός».


Ναπολέων Ζέρβας Στρατηγός Αρχηγός του ΕΔΕΣ





«αυτός επέβαλε σιδηρά πειθαρχία στα τμήματα του ΕΛΑΣ


(…)ήταν πανταχού παρών, εμπνέων τον θαυμασμό και τον


φόβο, μεταδίδων εμπιστοσύνη και αισιοδοξία στους


αντάρτες του και απογοήτευση στους άλλους.


(…) Ο μαρξισμός δεν είχε γίνει δόγμα γι αυτόν.


Τον βοηθούσε απεναντίας να βλέπει καθαρότερα τα πράγματα».


Κομνηνός Πυρομάγλου Υπαρχηγός του ΕΔΕΣ





«Καλούς έχουμε πολλούς. Ο Άρης ήταν ο ένας που μπορούσε


να αξιοποιήσει την προσφορά των πολλών».


Αρχιμανδρίτης Γερμανός ( πάτερ Ανυπόμονος) *




* Την 1η Ιουνίου 1943 ο Άρης συγκροτεί ένα τμήμα 80 επιλεγμένων ανταρτών της Ρούμελης, με επικεφαλής τον έμπιστο Πελοπίδα, τον Παπούα (Νίκο Διένη) και τον Ωρίωνα (Γιάννη Μιχαλόπουλο). Τη νύχτα της 19ης Ιουνίου οι αντάρτες περνάνε με εφτά βάρκες από το μικρό λιμανάκι του Μαραθιά στην παραλία Λαμπίρι, δυτικά του Αιγίου. Σκοπός τους, η ενίσχυση των δυνάμεων του ΕΛΑΣ στην Πελοπόννησο.

Εκείνες τις μέρες εμφανίζεται και ένας ασυνήθιστος ιερωμένος. Είναι ο αρχιμανδρίτης Γερμανός, κατά κόσμον Γερμανός Δημάκος, ηγούμενος της Μονής Αγάθωνος, κοντά στην Υπάτη, και ταυτόχρονα επόπτης της Μονής Δαδίου και πρόεδρος της ίδιας κοινότητας. Από την αρχή του ένοπλου αγώνα είχε προσφέρει μεγάλη στήριξη στους αντάρτες της περιοχής του, γι’ αυτό τον Απρίλιο είναι πια καταζητούμενος και αναγκάζεται να φύγει στο βουνό. Ο αρχιμανδρίτης Γερμανός όμως προσχώρησε στον μόνιμο ΕΛΑΣ και πιο συγκεκριμένα κατευθείαν στον Άρη. Είναι το πρόσωπο – το τελευταίο – που έρχεται να συμπληρώσει τον κύκλο των στενών συντρόφων του αρχηγού και να γίνει γνωστός ως «ο παπάς του Άρη».

Ο πάτερ Ανυπόμονος θα ακολουθήσει τον αρχηγό παντού όπου πάει, στη Θεσσαλία, στην Ήπειρο, στην Πελοπόννησο. Η επίσημη θέση του είναι Στρατιωτικός Ιερέας του ΓΣ ( Γενικού Στρατηγείου), αλλά στις μάχες βρίσκεται με το όπλο στο χέρι και σταυρωτά φισεκλίκια. Όταν μπαίνουν σε χωριό, ξεζώνεται τα άρματα, φοράει το καλιμαύκι του και ανοίγει την εκκλησία να λειτουργήσει. Αυτός ο απίστευτης ζωντάνιας, ωριμότητας και πατριωτικής φλόγας ιερωμένος πολύ γρήγορα θα κερδίσει

την εκτίμηση και τον θαυμασμό του αρχηγού.
Ο Γιώργος Δημάκος, πέθανε στις 9 Ιουνίου 2004 στην Λαμία, σε ηλικία 92 χρονών. 


Ο Α΄ τόμος του έργου του Δ. Χαριτόπουλου έχει 483 σελίδες


σχήματος 14Χ 24.


 Ο Β΄ 609 σελίδες του ίδιου σχήματος.


Απ’ όλες αυτές τις 1092 σελίδες πήρα ελάχιστα αποσπάσματα,


μόνο 30 σελίδες σχήματος 17Χ 24.


Νομίζω όμως ότι είναι αρκετές για να πάρει, όποιος το


Επιθυμεί, μια ιδέα για την αλήθεια, σχετικά με το έπος


της Εθνικής Αντίστασης 1941-1944 στην Πατρίδα μας.






Αλλά ας πάμε στον τόπο μας, ΣΤΑ ΚΥΘΗΡΑ

Εδώ έχω αντιγράψει κομμάτια από δύο βιβλία Κυθηρίων και  τα βάζω ως εξής: στη μια σελίδα του βιβλίου μου, αριστερά, το γνωστό Τσιριγώτη  συγγραφέα  Γιάννη Κασιμάτη η Ξερό δημοδιδάσκαλο από το Λιβάδι, (συντηρητικός μεν αλλά σωστός και αντικειμενικός άνθρωπος).
Και απέναντι στη κάθε δεξιά σελίδα,  κειμενάκια αποσπάσματα, από το βιβλίο του γνωστού Γ. Χλαμπέα Γ.Γ. του ΕΑΜ Κυθήρων τότε.  Περιγράφουνε  τα ίδια γεγονότα χρονολογικά.
 Όπως θα διαπιστώσετε, αυτοί οι δύο συγγραφείς αλληλοσυμπληρώνονται και αλληλοεπαληθεύονται. 


και πάμε στις σελίδες 34,και 35 του βιβλίου που διαβάζετε:

Αρηστερή σελίδα στο Γιάννη Κασιμάτη:
Από το γνωστό βιβλίο με τίτλο "από την Παλαιά και σύγχρονη Κυθηραϊκή ζωή" Σελίδα 228:

Κατά την 8ην Σεπτεμβρίου εγνώσθη το εσπέρας ενταύθα ότι η Ιταλία εσυνθηκολόγησε με τους συμμάχους άνευ όρων. Χαράς ευαγγέλια!»
Σελίδα 229: (…) «Κατά την 25ην Σεπτεμβρίου 1943, Έλληνες Αντάρται περί τους διακοσίους, ήλθον εκ Νεαπόλεως δια πρώτην φοράν εις Κύθηρα με ένδεκα πλοιάρια, ωπλισμένοι με όπλα τελευταίου συστήματος, αποβιβασθέντες εις Αγίαν Πελαγίαν και εις τους πλησίον όρμους. Εκείθεν κατηυθύνθησαν εις Ποταμόν, έκοψαν τα τηλεγραφικά σύρματα περιώρισαν τον τηλεγραφητήν, τον σταθμάρχην του εκεί Αστυνομικού σταθμού, τον πρόεδρον της Κοινότητος, και, κατόπιν συνεννοήσεως με την υπάρχουσαν εν τη νήσω οργάνωσιν του ΕΑΜ από του έτους ’42, παρέλαβον 150 Ιταλούς στρατιώτας με τον οπλισμόν των και τα πυρομαχικά των, τούς μετέφερον δι’ αυτοκινήτων εις Αγίαν Πελαγίαν, τούς επεβίβασαν εις τα πλοία των και μετ’ αυτών απέπλευσαν εις Νεάπολιν. (…) Εις τον Ποταμόν εκούρευσαν τρείς γυναίκας κακής διαγωγής, φίλας των Ιταλών»
(Σελίδα 230): «Κατά την 30ην Σεπτεμβρίου 1943, αφίχθησαν εις Καψάλι δύο πλοία πετρελαιοκίνητα με Γερμανικό πλήρωμα, ίνα παραλάβουν του Ιταλούς στρατιώτας εκ της νήσου, μετ’ αυτών δε ήλθε και ο διοικητής των Ιταλών τούτων, ευρισκόμενος τότε εις Αθήνας ταγματάρχης Αμπάτι, φασίστας, όστις προσεπάθησε να πείση τούτους να παραδοθούν εις τους Γερμανούς. Τον ηκολούθησαν περί τους 70, (…) Πολλοί όμως άλλοι, από ιδεολογίαν ανήκοντες εις τον πρωθυπουργόν Μπαντόλιο ή φοβούμενοι τας περιπετείας της Γερμανικής προστασίας, εδραπέτευσαν την νύχτα εκ της Χώρας και Καψαλίου προς το εσωτερικόν της νήσου, οι περισσότεροι δια του Καλάμου, με σκοπόν να διαπεραιωθούν δια των λιμένων του βορείου τμήματος της νήσου εις την Νεάπολιν των Βοιών. Κατά την νυκτερινήν πορείαν των ωδηγούντο παρά νέων Κυθηρίων της οργανώσεως του Ε.Α.Μ., οίτινες και τους μετέφεραν εις τους λιμένας όπου υπήρχον πλοία των ανταρτών της Νεαπόλεως, τα οποία τους παρέλαβον».

Δεξιά σελίδα:  Γ. Ι. Χλαμπέας: Το βιβλίο έχει τίτλο: Τα Κύθηρα στην τετραετία 1941-44.

 «Στις 26 Ιουλίου 1943 έπεσε ο Μουσολίνι. Την πτώση του πληροφορήθηκε ο λαός με χαρμόσυνες κωδωνοκρουσίες των εκκλησιών. Οι Ιταλοί δεν έκαναν καμιά ενέργεια ούτε και αντέδρασαν στον πανηγυρισμό του Κυθηραϊκού πληθυσμού. Δέχτηκαν το νέο παθητικά. Αναχώρησε από την περιοχή έξω Δήμου ο διοικητής Ντι Τζόρτζιο. Ποτέ μου δεν είχα ανταλλάξει ούτε μια φράση μαζί του. Μέ πλησίασε στην Πλατεία και μου είπε τα εξής: ( ο Ντι Τζόρτζιο ήξερε ελληνικά)…- Γνώριζα ότι εσύ και ορισμένοι άλλοι είσαστε αριστεροί επαναστάτες, όμως δε σάς έστειλα ομήρους στη Ρώμη….-Και πώς το γνωρίζατε εσείς; τον ρώτησα….-Μας το πληροφόρησαν άνθρωποί μας είχαμε άλλωστε και σχετικές επιστολές…(…) Στις 25 Σεπτεμβρίου 1943 έφτασαν στην Αγία Πελαγία βενζινόπλοια με αντάρτες του ΕΛΑΣ προερχόμενοι από τη Νεάπολη Βοιών. Χωρίς χρονοτριβή ζήτησαν από τους Ιταλούς να παραδώσουν τον οπλισμό τους και να τους ακολουθήσουν. Είχε προηγηθεί μια επαφή με τους υπεύθυνους της οργάνωσης των Κυθήρων τόσο με τους επικεφαλής των Ιταλών όσο και με τους επικεφαλής των ανταρτών στη Νεάπολη. Οι Ιταλοί δεν έφεραν καμιά αντίρρηση. Ανέβηκε τότε στον Ποταμό μια μικρή ομάδα ανταρτών Δυο αντάρτες και εγώ κατευθυνθήκαμε στον καταυλισμό των Ιταλών στους Μύλους, στα σπίτια του Αναστάση Μεγαλοκονόμου, και τους ζητήσαμε (περνάμε .σελίδα 16) να παραδοθούν, πράγμα που έκαναν. Ακολούθησαν τους Αντάρτες στην Αγία Πελαγία. Αξίζει να σημειωθεί ότι πήγαμε στον ιταλικό καταυλισμό άοπλοι, ακριβώς γιατί δεν είχαμε όπλα, (…) Ύστερα από απαίτηση των κατοίκων οι αντάρτες κούρεψαν στην Αγία Πελαγία τρεις γυναίκες, οι οποίες είχαν δημιουργήσει σκάνδαλο με τις σχέσεις που είχαν με τους Ιταλούς. Καθόλο αυτό το διάστημα του αφοπλισμού των Ιταλών στην περιοχή Έξω Δήμου εγώ παρέμενα στον Ποταμό ως εκπρόσωπος της οργάνωσης…(…) Στον αφοπλισμό των Ιταλών βοήθησαν όλες οι αρχές του Ποταμού. Ο αστυνόμος, ο τηλεγραφητής κ.τ.λ, ο καθ’ ένας με τον τρόπο του…Ο αφοπλισμός και η αποχώρηση των Ιταλών, το ότι δηλαδή ήταν έργο των ανταρτών του ΕΛΑΣ απετέλεσε για το νησί ένα συγκλονιστικό γεγονός. Προπάντων ότι οι Ιταλοί απεχώρησαν αφοπλισμένοι και νικημένοι. Η εμφάνιση των ανταρτών στο νησί, για τους οποίους πολλοί είχαν άγνοια, (πάμε σελίδα 17) προκάλεσε μεγάλο ενθουσιασμό ανάμεσα στους κατοίκους. (…) Καθώς περνούσαν οι μέρες αρκετοί Ιταλοί με ενέργειες της οργάνωσης του Μέσα Δήμου έφταναν στον Ποταμό άλλοι άοπλοι και άλλοι με τα όπλα τους και παραδίδονταν στη οργάνωση».
Θα συνεχίσουμε με  τις σελίδες: 36,37,38,39.



Από βιβλίο Ι. Π .Κασιμάτη:


(…) Σελίδα 232: «Η οργάνωσις του ΕΑΜ εν Κυθήροις έχει αναλάβει ήδη και σχετικήν δράσιν. Ούτω ημποδίσθη παρά ταύτης ο διορισμός και η εγκατάστασης επιστατοφυλάκων παρά του Ταμείου Κυθήρων εις τα ελαιουργεία, ίνα κατά την έκθλιψιν των ελαιών εισπράττουν εις είδος τον φόρον της δεκάτης και το 20% του παρακρατήματος και αντί τούτων διώρισεν δικά της όργανα να εισπράττουν εις είδος 5% επί του παραγομένου ελαίου υπέρ της οργανώσεως του ΕΑΜ. (…) …Κατά την 15ην Νοεμβρίου, ήρχισε το πρώτον η λειτουργία λαϊκών δικαστηρίων της οργανώσεως του ΕΑΜ εις τον πρώην Δήμον Ποταμίων».


(…) Σελίδα 233: «Εις το νότιον τμήμα της νήσου ήρχισε να χαλαρούται και να μην εκδηλούται ενεργώς η κίνησης δια τας οργανώσεις του ΕΑΜ. Προ πάντων κατέπεσεν εις την κοινήν συνείδησιν η οργάνωσις αύτη εκ της προκλητικής στάσεως ταύτης και απειλητικής έναντι των άλλων εθνικών δυνάμεων αντιστάσεως κατά των Γερμανών. Επίσης συνετέλεσε εις τούτο ο φόβος των κατοίκων μήπως ελεγχομένης της νήσου μας παρά των ανταρτών, παύσει να εφοδιάζηται αύτη δια δελτίου τροφίμων, στελλομένου παρά του Ερυθρού Σταυρού εκ Πειραιώς και εξ άλλου διότι το νότιον τμήμα της νήσου ευρίσκετο πλησίον των κατασκηνώσεων των Γερμανών στρατιωτών».


(…)Σελίδα 234: «Γενομένης συγκεντρώσεως εις το εν Ποταμώ ιατρείον του Νικολ. Φατσέα, εις ήν προσήλθον περισσότεροι των 35 εθνικοφρόνων Κυθηρίων, των πλείστων εκ της περιφερείας Ποταμού, διεπιστώθησαν παρ’ αυτών αι κομμουνιστικαί επιδιώξεις της οργανώσεως του ΕΑΜ και εξελέγη τριμελής επιτροπή εκ των Νικ. Φατσέα ιατρού, Κωνστ. Λουράντου δικηγόρου και Δημητρ. Στάθη δημοδιδασκάλου, ίνα μεταβή και διαμαρτυρηθή εις την Κεντρικήν επιτροπήν της Οργανώσεως του ΕΑΜ Ποταμού. Όταν όμως ανεπτύχθησαν αι απόψεις της επιτροπής ταύτης τα παριστάμενα μέλη της ως άνω Κεντρικής Επιτροπής ηπείλησαν, ότι έχουν την δύναμιν να σκοτώσουν εις το κατώφλι της οικίας ένθα συνεδρίαζον τους εκπροσώπους των εθνικοφρόνων πολιτών. Την αυτήν ημέραν προέβησαν εις την έκδοσιν διακηρύξεως δια της οποίας ο Νίκ. Φατσέας και Κωνστ. Λουράντος εκηρύσοντο εχθροί του λαού».


(…) σελίδα 235: «Κατά την 28ην Δεκεμβρίου 1943 αεροπλάνα εβομβάρδισαν τρία πετρελαιοκίνητα πλοία εις Αυλέμονα, εξ ών το ένα μεγέθους 250 τόνων με φορτίον ιματισμού, προοριζόμενον δια τον Γερμανικόν της Κρήτης, εβυθίσθη και επληγώθησαν σοβαρώς είς Έλλην του πληρώματος, και είς Γερμανός. Από της ημέρας της καταβυθίσεως του πλοίου τούτου, το οποίον είχε βυθισθή τρία ή τέσσερα μέτρα υπό την επιφάνειαν της θαλάσσης,( σ.σ. δύο μόνο μέτρα, ήτανε τυχερό να βρεθώ εκεί απο τους κατάπρωτους, τα γράφω στο "ένας αιώνας Κύθηρα") μέχρι και της 9ης Ιανουαρίου 1944 όλον το ενδιαφέρον των Κυθηρίων ήτο η διαρπαγή του φορτίου του πλοίου τούτου.(…) Κατά την 10ην Ιανουαρίου 1944 ήλθεν εκ Κρήτης με πλοία απόσπασμα Γερμανών (…) δια την ανέλκυσιν του φορτίου».


Από το βιβλίο Γ. Ι. Χλαμπέα:


(…) Σελίδα 20: «Όμως μέσα στους πανηγυρισμούς για την πτώση της Ιταλίας έγινε και μια σοβαρή παράλειψη. Δεν έγινε καμιά παλλαϊκή συγκέντρωση σε κάποιο σημείο του νησιού ώστε να συγκεντρωθεί ο λαός ούτε και πραγματοποιήθηκε καμιά σύσκεψη των παραγόντων που συμμετείχαν στο ΕΑΜ, από όλες τις πολιτικές παρατάξεις, για να τονιστεί η ανάγκη της ενότητας, που ήταν αναγκαία ώστε η μελλοντική απελευθέρωση της Ελλάδος να βρει το λαό ενωμένο.(…) Στη μέσα περιοχή (Μέσα Δήμο) η οργάνωση ήταν ανίσχυρη. Σ’ αυτό συνετέλεσε και το ότι η περιοχή ήταν ευπρόσβλητη από τους Γερμανούς και οι κάτοικοι φοβόντουσαν ότι σε περίπτωση σύγκρουσης μεταξύ ανταρτών και Γερμανών οι τελευταίοι θα εφάρμοζαν αντίποινα εις βάρος των ντόπιων». (…) Σελίδα 23: «Το ΕΑΜ το Νοέμβριο του ‘43 απαγόρεψε την είσπραξη του φόρου 32% από την παραγωγή λαδιού που είχε επιβάλει η κυβέρνηση Ράλλη στο νησί (…). Αντί αυτό ζητήθηκε από τους παραγωγούς του νησιού να καταβάλουν 5% από το παραγόμενο λάδι υπέρ της ΕΤΑ (Επιμελητείας των Ανταρτών)»…
(…) «Ένα μήνα μετά την αποχώρηση των Ιταλών δύο στελέχη, της οργάνωσης που εκπροσωπούσαν την παράταξη των φιλελευθέρων στο νησί, αξίωσαν την αντικατάσταση του υπευθύνου του ΕΑΜ στην Επαρχία, με τη δικαιολογία ότι δεν ήταν δημοκρατικού παρελθόντος. Ζήτησαν δε να ανατεθεί σε μένα αυτή η υπεύθυνη θέση. Δέχτηκα και ανέλαβα Γραμματέας του ΕΑΜ Κυθήρων, μετά από την έγκριση βέβαια της επιτροπής του νησιού. Αυτοί που αξίωσαν την αντικατάσταση του υπευθύνου του ΕΑΜ επί θεμάτων καθοδήγησης και την ανάθεσή του σε μένα ήταν οι: Νικ. Φατσέας γιατρός από τον Άγιο Ηλία Καρβουνάδων, και Π. Κατσούλης γιατρός από τον Ποταμό. (…) Ήδη, πριν από την πτώση της Ιταλίας, είχε ιδρυθεί στην Καρβουνάδα γραφείο του ΕΑΜ με γραμματέα του γραφείου τον Ν. Στάθη και μέλη τους Ν. Φατσέα και Κ. Λουράντο». (Σελίδα 24): Μετά από παρέλευση λίγων εβδομάδων ο Ν. Φατσέας αξίωσε από τον Ν. Στάθη να μην κάνει καμιά στρατολόγηση νέων μελών στην οργάνωση, αν τα μέλη αυτά δεν είχαν προηγουμένως και τη δική του έγκριση. Κι αυτό γιατί ήθελε να γράφονται κυρίως, άτομα που ανήκαν στον κύκλο του…Η σύγκρουση της ομάδας του Ν. Φατσέα με το ΕΑΜ οφειλόταν στο ότι ο Φατσέας, πλαισιωμένος με όλα τα δεξιά στοιχεία του νησιού, πίστευε πως είχε τη δύναμη να επιδιώξει και να πετύχει ανεξάρτητη, παράλληλη ή και αντίθετη ως προς την πολιτική του ΕΑΜ πορεία για τα πράγματα του νησιού (…) Αν πριν από την ίδρυση του ΕΑΜ Κυθήρων είχε δημιουργηθεί οργάνωση αντίστασης κατά του κατακτητή, κατευθυνόμενη από τη δεξιά και στηριγμένη στο λαϊκό παράγοντα, ασφαλώς αυτή θα μπορούσε να διεκδικήσει την ηγεσία του κινήματος στο νησί. Απ’ όσα όμως γνωρίζουμε, σε κανένα μέρος της Ελλάδας δεν είχε δημιουργήσει η δεξιά οργανώσεις αντίστασης που να στηρίζονται σε πλατιά λαϊκή βάση». (…) Σελίδα 26: «Έτσι συνέπεια αυτών των διασπαστικών κινήσεων ήταν η διαγραφή των Ν. Φατσέα και Π. Κατσούλη που κατηγορήθηκαν ως διασπαστές της απελευθερωτικής οργάνωσης»…(…)Σελίδα 27: «Στις 28 Δεκεμβρίου 1943 ένα βενζινόπλοιο 250 τόνων, κατάφορτο με ρουχισμό που προοριζόταν για τους Γερμανούς στην Κρήτη, ετορπιλίστηκε στο Αυλέμονα. Η οργάνωση δεν ενδιαφέρθηκε για την τύχη του φορτίου και οι κάτοικοι το λαφυραγώγησαν… Στις 10 Ιανουαρίου του 1944 οι Γερμανοί εγκαταστήσανε ένα φυλάκιο στον Αυλέμωνα και με ένα δύτη Γιουγκοσλάβο άρχισαν την ανέλκυση»(…)


Από βιβλίο Ι. Π .Κασιμάτη:


(…) Σελίδα 237: «Κατά την 17ην Μαρτίου 1944 ομάς ανταρτών του ΕΑΜ εκ 15 ανδρών οπλισμένων μετέβει εις Αυλέμονα, έκαμε επίταξιν εις τα εκεί ευρισκόμενα δύο μικρά πετρελαιοκίνητα πλοία φορτωμένα σιτάρι, φασόλια και άλλα τρόφιμα και τα οδήγησεν εις την ελεγχομένην παρ’ αυτών περιφέρειαν της Πελοποννήσου. Συγχρόνως συνέλαβε και απήγαγε τέσσαρας Γερμανούς, δύο Ιταλούς και ένα Γιουγκοσλαύον δύτην. (…) Κατ’ αρχάς εγεννήθη ο φόβος , μήπως η σύλληψις αυτή των Γερμανών είχε συνεπείας διά τους κατοίκους της νήσου μας». (…) Σελίδα 240: «Κατά την 20ην Μαΐου 1944 η Γερμανική φρουρά Κυθήρων ενισχύθη με νέους άνδρας, υπολογιζομένων τώρα εν όλω περί τους ογδοήκοντα».



(…) Σελίδα 243: «Κατά την νύκτα της 6ης προς 7ην Ιουλίου 1944, τμήμα στρατού του Ε.Λ.Α.Σ., αποτελούμενον εκ δεκαπέντε ανταρτών Λακώνων και δώδεκα τοιούτων της περιφερείας Ποταμού οπλισμένων καλώς, ήρχετο εκ Ποταμού εις τρεις ομάδας προς τας Καρβουνάδας (…) δι εκτέλεσιν κατά την δικαιολογίαν των, εθνικού σκοπού. Τούτο μαθόντες οι κάτοικοι Καρβουνάδων και Κοντολιανίκων και φοβούμενοι, ότι ο σκοπός αυτών ήτο η σύλληψης του ιατρού Νικ. Φατσέα, του δικηγόρου Κων. Λουράντου και άλλων πολιτών, συνεκεντρώθησαν, κατόπιν συνεννοήσεως περί τους πεντήκοντα άνδρες υπό την διοίκησιν των αξιωματικών Δημ. Κυριάκη και Γεωρ. Σαμίου , οπλισθέντες δε με κυνηγετικά όπλα, και ό,τι άλλο πρόχειρον όπλον ηδύναντο να εύρουν, (σελ.244) παρετάχθησαν, (…) ίνα παρεμποδίσουν την προέλασιν των ανταρτών. Επηκολούθησε συμπλοκή (…) αντηλλάγησαν πυροβολισμοί, πολεμικών και κυνηγετικών όπλων, ολίγοι δε πολυβόλων και χειροβομβίδων από της 11+30΄ ώρας μέχρι της 12+30΄ πρωινής, περί τους επτακοσίους. Οι αντάρται προ της απροσδοκήτου ταύτης αντιστάσεως των κατοίκων υπεχώρησαν και έπαυσε το πυρ. Την επομένην οι αντάρται εισήλθον εις Καρβουνάδας και το χωρίον Αγ. Ηλίας, χωρίς να βιοπραγήσουν (…) και παρέμειναν εκεί καθ’ όλην την ημέραν. (…) Ο διοικητής του αποσπάσματος των ανταρτών κρυπτόμενος υπό το ψευδώνυμον Φλώρος, έχων εντολήν από το 8ον σύνταγμα της Κυνουρίας να εξετάση κατά πόσον θα ήτο δυνατή μία αιφνιδιαστική επιθεσις κατά του γερμανικού φυλακίου της Αγίας Ελέσης και κατά πόσον ηδύνατο να επιτύχει αύτη.(…) Ο Φλώρος ενήργησε την νυκτερινήν αυτήν πορείαν δια να κατοπτεύσει τα πέριξ του φυλακίου, και δια τούτο έπρεπε να διέλθη νύκτα τα Χωρία Καρβουνάδας και Κοντολιάνικα και να βάδιση προς τα εκεί». (…)Σελίδα 245: «Μέγας φόβος και ανησυχία επεκράτησε μεταξύ των κατοίκων του Νοτίου τμήματος της Νήσου. Διεκόπη κάθε επικοινωνία μεταξύ των τέως Δήμων της νήσου και ένοπλοι σκοποί και φρουρά εκ των αναμιχθέντων πολιτών παρηκολούθει τας κινήσεις των ανταρτών και εφύλαττε κατά την νύκτα την περιοχήν της Κοινότητος Καρβουνάδων. Κατά την επομένην 7ην του μηνός Ιουλίου 1944, οι φρονιμότεροι και σοβαρώτεροι κάτοικοι της νήσου επεδίωξαν προ της απειλής νέας συρράξεως να καταβληθή προσπάθεια προς συμβιβασμόν».




Από το βιβλίο Γ. Ι. Χλαμπέα:



(Σελίδα 28): «Πέρασε ένα τρίμηνο, οι Γερμανοί δεν έφευγαν από τον Αυλέμονα. (…) Η παραμονή τους εκεί δημιουργούσε δυσάρεστες καταστάσεις για την οργάνωση.(…) Στις 17 Μαρτίου λάβαμε ένα τηλεφώνημα από τον υπεύθυνο της οργάνωσης Μητάτων ότι στον Αυλέμονα είχαν προσορμιστεί δύο μεγάλα μαυραγορίτικα βενζινόπλοια και ότι ήταν κατάλληλη ημέρα για την εξουδετέρωση του γερμανικού φυλακίου... Ειδοποιήθηκαν οι εφεδρικοί του ΕΛΑΣ, όλοι τους από τα Κύθηρα, και συγκεντρώθηκαν στην πλατεία του Ποταμού περίπου 15 ένοπλοι.(…) Αναχωρήσαμε αμέσως για τον Αυλέμονα, οι 15 εφεδρικοί με καπετάνιο τον Ι. Καλογρίδη, καπετάνιο του ΕΛΑΣ, τον Π. Ταμβάκη υπεύθυνο ΕΑΜ Ποταμού, μαζί και ‘γω σαν Γραμματέας του ΕΑΜ Κυθήρων (…) Στην είσοδο του Αυλέμονα μας περίμενε ο σύνδεσμος και» ( Σελίδα 29): «(…) χωριστήκαμε σε ομάδες. (…) Ακούσαμε ένα πυροβολισμό και βγαίνουμε από το φυλάκιο, τρέχοντας προς τα κει. Συναντήσαμε τους υπολοίπους. Είχαν συλλάβει όλους τους Γερμανούς. Οι περισσότεροι αιχμάλωτοι έκλαιγαν»…(…) Σελίδα 30: «Ενέδρα σε άνδρες του εφεδρικού τμήματος του ΕΛΑΣ, στην Καρβουνάδα τη νύχτα της 6ης προς την 7η Ιουλίου στις 11.30΄ μ.μ….Τη νύχτα τις 6ης προς 7η Ιουλίου 1944 και στις 11.30΄ ένοπλοι αντιδραστικοί έστησαν ενέδρα σε διερχόμενους άνδρες του εφεδρικού ΕΛΑΣ από την περιοχή Καρβουνάδων. Τραυματίσανε έναν αντάρτη. Οι αντάρτες είχαν σαν προορισμό τους να ερευνήσουν την περιοχή Αγίας Ελέσας, όπου υπήρχε γερμανικό φυλάκιο, ώστε να λάβουν μέτρα για τη μελλοντική εξουδετέρωσή του.(…) Οι πολέμιοι του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ της περιοχής πληροφορήθηκαν τη διέλευση των ανταρτών και έστησαν τρείς ενέδρες στην περιοχή Καρβουνάδων περιμένοντας να τούς επιτεθούν. Οι ομάδες είχαν συγκροτηθεί από κατοίκους της περιοχής που είχαν οπλιστεί με κυνηγετικά όπλα.(…) Επί κεφαλής των ομάδων οι αξιωματικοί Γ. Σάμιος ή Απελλάς και ο Δημ Κυριάκης». (Σελίδα 31): «Όταν οι αντάρτες πλησίασαν, αυτοί τούς επιτέθηκαν .Ανταλλάχτηκαν αρκετοί πυροβολισμοί και οι αντάρτες οπισθοχώρησαν περιμένοντας να ξημερώσει. Δε δόθηκε όμως συνέχεια στις συγκρούσεις. Την επομένη 7/7/44 οι αντάρτες μπήκαν στο χωριό Άγιος Ηλίας (όπου έμενε ο γιατρός Ν Φατσέας) και στην Καρβουνάδα, χωρίς όμως να προχωρήσουν σε καμιά ενέργεια…. Η Οργάνωση στην περιοχή του Μέσα Δήμου ήταν πάντοτε ανίσχυρη. Πρώτα, γιατί οι Γερμανοί ήταν κοντά και οι κάτοικοι φοβόντουσαν ότι κάποια ενέργεια των ανταρτών θα τούς έβαζε σε κίνδυνο αντιποίνων Ύστερα, γιατί η αποπομπή του Ν. Φατσέα και των γύρω του και η μη λήψη κάποιων ανασταλτικών μέτρων για την εναντίον του ΕΑΜ δράση τους στην περιοχή αυτή τούς είχε αποθρασύνει… Έτσι με τα γεγονότα αυτά του Μέσα Δήμου διαλύθηκε εντελώς η οργάνωση και διακόπηκε η επικοινωνία μεταξύ Μέσα και Έξω Δήμου… Οι οργανωτές της ενέργειας τοποθέτησαν φρουρές, (…) δείγμα ότι, απέβλεπαν στο χωρισμό του Νησιού σε δύο αντιμαχόμενες παρατάξεις»…(…) Σελίδα 33: «Στις 8 Ιουλίου 1944 έλαβα ένα τηλεγράφημα από την περιφερειακή Επιτροπή Λακωνίας .Βρισκόμουν τότε στους Μολάους και δε γνώριζα την κατάσταση που είχε διαμορφωθεί στο νησί. Με το τηλεγράφημα μού γίνονταν γνωστά τα παραπάνω (…) Με διέταζαν ακόμη να φύγω αμέσως για Κύθηρα και να κάνω τις εξής ενέργειες: 1) Να φροντίσω να συλληφθεί ο Δράστης ή οι δράστες της επίθεσης και να τουφεκιστούν… 2) Αν δεν είναι δυνατή η σύλληψη του δράστη να συλληφθούν οι συγγενείς του και σε περίπτωση που δεν παρουσιαστεί να εκτελεστούν οι συλληφθέντες….3) Αν δεν ανακαλυφθούν οι δράστες, να συλληφθούν τοτε οι πιθανοί ύποπτοι δράστες και να τουφεκιστούν. (...)


Τώρα θα πάμε λίγο πιο κάτω, στις σελίδες 43,44,45.


Γ. Ι. Χλαμπέας:


(...)…εντυπωσιάσει και να αυτοπροβληθεί.(…)..Αναχώρησα από την Καρβουνάδα αργά τη νύχτα. Πριν ξεκινήσω συνάντησα το δικηγόρο Κ. Λουράντο και τού τόνισα τις συνέπειες για το νησί, στην περίπτωση που οι συγκρούσεις έπαιρναν έκταση ή υπήρχαν θύματα ή αναμιγνύονταν οι Γερμανοί. Με πληροφόρησε ότι «σε μια σύσκεψη των αντιπάλων του ΕΑΜ ρίχτηκε από ορισμένους η ιδέα να ζητήσουν βοήθεια από τους Γερμανούς. Τούς «το απέκλεισα», μού είπε, «γιατί αυτό θα οδηγούσε σε εμφύλια σύγκρουση»…Σελίδα 37: (…) «Από τις 10 έως τις 24/7/44 μεσολάβησαν 14 μέρες. Στο διάστημα αυτό ήταν αδύνατον να κυκλοφορήσουν στην περιοχή Μέσα Δήμου και ειδικότερα στις περιοχές Καρβουνάδας- Λειβαδίου-Τσικαλαρίας, οπαδοί και στελέχη της πολιτικής οργάνωσης του ΕΑΜ. Οι πολιτικές δυνάμεις των αντιπάλων βρίσκονταν σε συνεχή κινητοποίηση. Ακόμη κι αν ήταν περαστικός από τις περιοχές αυτές κάποιος κάτοικος του Έξω Δήμου, γινόταν ύποπτος εαμισμού, κοροϊδευόταν και προπηλακιζόταν. Κατά τα άλλα, οι Γερμανοί του φυλακίου της Αγίας Ελέσας αλώνιζαν ελεύθεροι. στην περιοχή. Κυκλοφορούσαν φήμες για τον εξοπλισμό των αντιδραστικών με σκοπό την πραγματοποίηση του δευτέρου γύρου τους…Στις 20/7/44 οι αντάρτες του ΕΛΑΣ. Κυθήρων πήραν εντολή να εξουδετερώσουν το φυλάκιο της Αγίας Ελέσας, ή, έστω, να υποχρεώσουν τους άνδρες του φυλακίου να μείνουν κλεισμένοι μέσα .Με τον τρόπο αυτό θα ελευθερωνόταν ολόκληρη η περιοχή Μέσα Δήμου και θα ήταν δυνατόν να λειτουργήσουν και πάλι οι τοπικές οργανώσεις. Στις 24/7 μια ισχυρή ομάδα ανταρτών έφτασε στην Καρβουνάδα, - Λειβάδι, σκοπεύοντας να ερευνήσει ορισμένα σπίτια της περιοχής (των ηγετικών στελεχών της αντίδρασης), μήπως και υπήρχαν κρυμμένα πολεμικά όπλα. Στο Λειβάδι βρέθηκαν αντιμέτωποι με λίγους Γερμανούς , ακολούθησε ολιγόωρη μάχη, που σαν αποτέλεσμα είχε την σύλληψη δύο Γερμανών. Τον τρίτο Γερμανό τον έκρυψαν ντόπιοι, φιλικά διακείμενοι , και τον φυγάδεψαν προς το φυλάκιό του. Την ίδια μέρα, σε έρευνα στο σπίτι του αξιωματικού Γ. Σάμιου ή Απελλά ( που ήταν ένας από τους αρχηγούς της ένοπλης επίθεσης στις 6/7/44) βρέθηκε σημείωμα (σελίδα 38)και σχέδιο δράσης κατά της οργάνωσης του ΕΑΜ στο νησί...


Είναι ο αντάρτης Δημήτρης Καμηνός ή Τσιγκλής από τον Ποταμό ο οποίος συνέλαβε τότε τους δυο Γερμανούς στο Λιβάδι.

ήταν ένα φύλλο χαρτί από τετράδιο, γραμμένο και στις δυο σελίδες. Δεν υπήρχαν υπογραφές. Στη μια πλευρά ήταν η απόφαση μιας υποθετικής επιτροπής που είχε συνέλθει για να συζητήσει και να αποφασίσει για τον τρόπο μεταφοράς και παραλαβής- διανομής του αλευριού του Ερυθρού Σταυρού στο νησί. Σύμφωνα με το σημείωμα είχε αποφασιστεί, όταν θα έφθανε το αλεύρι στο νησί να το φυλάξουν σε κάποια αποθήκη στη Χώρα και από κει να το παραλαμβάνουν οι πρόεδροι των κοινοτήτων και να το μοιράζουν σε επιτροπές του πληθυσμού... Στη δεύτερη σελίδα, χωρίς υπογραφές υπήρχε σαν θέμα: Ενέργειες κατά της αλητοτρομοκρατίας στο νησί. Είχε ληφθεί απόφαση να παρθούν μέτρα για την εξόντωση της αλητοτρομοκρατίας στα Κύθηρα (έτσι αποκαλούσαν την απελευθερωτική οργάνωση του ΕΑΜ). Με το σκοπό αυτό: Θα εξοπλισθώμεν, θα οργανωθώμεν, θα ζητήσωμεν όπλα από την Εθνικήν Κυβέρνησιν των Αθηνών και από τους Γερμανούς, θα κινηθώμεν εναντίον του Έξω Δήμου για να εξοντώσωμεν την αλητοτρομοκρατίαν και τους εις αυτήν συμπαθούντας.


Ι. Π .Κασιμάτης:


Οι αντάρται εφρόντισαν να γίνει αποβίβασις ημέραν, ώστε οι συλληφθεντες,να υποστούν την λοιδωρίαν, τα σκώμματα και τους χλευασμούς του συγκεντρωμένου πλήθους. Ο χαρακτηρισμός προδότης ήτο ο επιεικέστερος χλευασμός. Μετά μικράν προφυλάκισην τούτων εκεί απηλευθερώθησαν ένδεκα άτομα, τα δε έξ προεφυλακίσθησαν (…) Οι προφυλακισθέντες ούτοι επτά Κυθήριοι μετεφέροντο εις διάφορα τμήματα προφυλακίσεως εντός της περιοχής του Πάρνωνος (…) τέλος κατά την 8ην Οκτωβρίου 1944(…) αφέθησαν ελεύθεροι. Ο Κ. Στάθης την σωτηρίαν του αποδίδει μόνον εις θαύμα Θεού. Κατά την γνώμην του Κωνστ. Λουράντου δικηγόρου ανήκοντος εις την ομάδα των συλληφθέντων, οι ανωτέρω Κυθήριοι δεν συνελήφθησαν δια να εκτελεστούν, αλλά προς εκφοβισμόν των κατοίκων και ίνα περιορίσουν την αντίδραστικήν μεταξύ των κατοίκων
 (σελίδα 251)  ενέργειαν τούτων κατά της οργανώσεως του ΕΑΜ.


Κατά την πρωίαν της 25ης Ιουλίου 1944, περί την 5ην πρωϊνήν ώραν κατέφθασαν εις το Νέον κέντρον Λιβαδίου περί τους είκοσι Γερμανοί στρατιώται καλώς οπλισμένοι με όπλα, πολυβόλα και όλμους και προέβησαν πρώτον εις την έρευναν των οικιών του Νέου Κέντρου μέχρι του συνοικισμού Κοτσυφιάνικα, θέλοντας να ανακαλύψουν τυχόν κρυπτομένους αντάρτας, αλλά δεν εύρον κανένα. Μέγαν κίνδυνον διέτρεξε τότε ο συνοικισμός του Νέου Κέντρου λόγω της εκεί συλλήψεως των δύο Γερμανών. Υπήρχε φόβος εις αντίποινα να συλληφθούν κάτοικοι τούτου, αλλ’ ευτυχώς δεν προέβησαν εις τοιάυτην ενέργειαν, γνωρίζοντες, ότι οι κάτοικοι του Λιβαδίου αντεπάθουν τους αντάρτας, μάλιστα δε υπέδειξαν εις τον σωθέντα Γερμανόν τον δρόμον να μεταβή ασφαλώς εις την Αγίαν Ελέσαν. Οι Γερμανοί μετά την έρευναν προχώρησαν εις τάξιν πορείας και έφθασαν εις το χωρίον Κοντολιάνικα, αναπτυχθέντες εις τάξιν μάχης κατά την βορείαν πλευράν του υψώματος , του βλέποντος προς τα χωρία Καρβουνάδες και Άγιον Ηλίαν. Οι αντάρται ήσαν περί τους εξήκοντα και παρετάχθησαν εντός του χωρίου Άγιος Ηλίας και εις τα πέριξ υψώματα. Ήρχισεν η μάχη διαρκέσασα από της 6ης πρωϊνής μέχρι της 8ης πρωϊνής ότε οι αντάρται ήρχησαν να υποχωρούν προς την Μαύρην Λίμνην, οι δε Γερμανοί επροχώρησαν μέχρι τινός, αλλά βλέποντες εις τους πέριξ λόφους περιέργους παρατηρητάς και νομίσαντες ότι πιθανόν να ήσαν ούτοι αντάρται και φοβηθέντες κύκλωσιν συνεπτύχθησαν και έφυγον προς τον Τράχηλα. Διερχόμενοι εκ του Λιβαδίου είπον ότι έφυγαν διότι ήσαν πολλοί «παρτιζάνοι». Εις την μάχην αυτήν ουδείς εφονεύθη, επληγώθησαν μόνον ελαφρώς τρείς Γερμανοί, εκ δε των ανταρτών ουδείς. Η μάχη αυτή απέδειξεν ότι οι Γερμανοί δεν είχον δύναμιν να εκδιώξουν τους αντάρτας και ότι κύριοι της καταστάσεως εν τη νήσω ήσαν οι αντάρται.(…)Σελίδα 252: Κατά την 26ην Ιουλίου 1944 το απόγευμα, εγένετο παρά των ανταρτών ο εμπρησμός των οικιών των ιατρού Γεωργ. Λευθέρη εις Λιβάδι, του Ανδρέου Δημ. Φατσέα ή Γκενεράλε εις Φατσάδικα των Κοντολιανίκων και του ιατρού Νικ. Φατσέα εις Άγιον Ηλίαν Καρβουνάδων, θεωρηθέντων τούτων ως των κυρίων προσώπων της αντιδράσεως των τριών Κοινοτήτων .Η συμμετοχή των ιατρού Γεωργ. Λευθέρη και Ανδρ. Φατσέα εις την συμπλοκήν των Καρβουνάδων της 6ης Ιουλίου δεν ήτο πραγματική, αλλ’ ηθέλησαν δια του εμπρησμού των οικιών των να τρομοκρατήσουν τους κατοίκους των τριών ανωτέρω Κοινοτήτων, θεωρουμένων ως των μάλλον αντιδραστικών….(…)Το θέαμα του καπνού και των φλογών των καιομένων οικιών ήτο απάισιον και θλιβερόν δια τα ήμερα και ευγενή Κυθηραϊκά ήθη. ¨Ητο ημέρα παγκοίνου λαϊκού πένθους και θα μείνη εις την λαϊκήν παράδοσιν μία εκ των θλιβερωτέρων περιπετειών της νήσου».








Γ. Ι. Χλαμπέας:


Το χαρακτηριστικό είναι ότι δεν είχε ημερομηνία. Λόγω της φύσεως των θεμάτων που συζητήθηκαν εκεί, φαίνεται καθαρά ότι στη σύσκεψη πήραν μέρος ανώτατα στελέχη, κατ’ αρχήν της υπαλληλικής ιεραρχίας του νησιού και άλλοι παράγοντες.(…)


Όταν ο επικεφαλής αξιωματικός του ΕΛΑΣ έμαθε το περιεχόμενο του σημειώματος σκέφθηκε πως υπάρχει οργανωμένο σχέδιο εμφύλιας σύρραξης στο νησί. Διέταξε τη σύλληψη των θεωρουμένων βασικών οργανωτών της αντίδρασης στην περιοχή (ορισμένοι κρύφτηκαν όπως ο γιατρός Ν. Φατσέας και ο αξιωματικός Γ.Σάμιος). Όσοι συνελήφθηκαν μεταφέρθηκαν στον Ποταμό και στάλθηκαν στην Πελοπόννησο. Άλλοι γύρισαν αμέσως στα σπίτια τους, άλλοι κρατήθηκαν (σελίδα 39) ως τη μέρα που έφτασε στην Ελλάδα η κυβέρνηση του Γ. Παπανδρέου και, επέστρεψαν σώοι στο νησί… Την επομένη 25/7/44. δύναμη Γερμανών, που προερχόταν από τον Τράχηλα, ενήργησε επιδρομή εναντίον των ανταρτών της περιοχής Λειβάδι – Καρβουνάδας – Αγίου Ηλία. Ερεύνησαν τα χωριά Λειβάδι κ.τ.λ. και αναπτύχθηκαν βαδίζοντας προς την Καρβουνάδα και τον Άγιο Ηλία. Διεξάχθηκε μάχη μεταξύ των ανταρτών και των Γερμανών, που κράτησε δύο ώρες (6-8 π.μ.). Τελικά οι Γερμανοί αποχώρησαν παίρνοντας μαζί τους τρεις τραυματίες τους. Από τότε δεν τόλμησαν να παρουσιαστούν στην περιοχή, ως την ήττα της Γερμανίας, οπότε έφυγαν από το Καψάλι….Η εξόρμηση των Γερμανών , στις 25.7.44, από το φυλάκιό τους στον Τράχηλα, ήταν μια πρόκληση για τον ΕΛΑΣ, που σκοπό είχε να του αμφισβητήσει τη δυνατότητα δράσης του σ’ όλο το νησί, αλλά ήταν και μια προσπάθεια συμπαράστασης προς τους αντιδραστικούς της περιοχής ,οι οποίοι , απογυμνωμένοι από οποιαδήποτε ένοπλη δύναμη (ούτε ένας ένοπλος ντόπιος δεν υπήρχε για να τους υπερασπίσει, ενώ εκείνοι υποστήριζαν πως τους ακολουθούσαν χιλιάδες.) ίσως και να ζήτησαν τη συμπαράσταση των κατακτητών για τη σωτηρία τους. Η μάχη αυτή της 25ης Ιουλίου του 1944, που έληξε με νίκη των ανταρτών, απέδειξε ότι οι Γερμανοί δεν είχαν τη δύναμη να εκδιώξουν τους αντάρτας και ότι κύριοι της καταστάσεως εν τη νήσω ήσαν οι αντάρτες (Ι. Π .Κασιμάτης Τα κατά την υποδούλωσιν εις Γερμανοϊταλούς, σελ. 245-264 έκδοση 1957) …


(σ. αντιγραφέα).οι αρίθμηση στην οποία αναφέρομαι σ’ όλο το κείμενο είναι από την Τρίτη έκδοση του βιβλίου του Ι. Π. Κασιμάτη, ο Χλαμπέας αναφέρεται στην αρίθμηση της Α΄ Εκδόσεως. – Υπάρχει μια μικρή διαφορά 2-3ων σελίδων ).


Κάτω από την επίδραση αυτών των γεγονότων ο επικεφαλής των ανταρτών αξιωματικός διέταξε, στις 26.7.44, τον εμπρησμό δυο σπιτιών στην περιοχή, που ανήκαν στους θεωρούμενους εμπνευστές και αρχηγούς των περιστατικών, που είχαν σα στόχο τους την απελευθερωτική οργάνωση. Όταν μάθαμε τα γεγονότα στον Ποταμό, ζητήσαμε από τον επικεφαλής του ΕΛΑΣ αξιωματικό (ονόματι Λαδά). να μη σχηματίσει δικογραφία για τα όσα συνέβησαν στα Κύθηρα και προ πάντων, να μη λάβουν γνώση τα ανώτατα κλιμάκια του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, σ’ ό,τι αφορά την ανακάλυψη σχεδίου δράσης εναντίον της οργάνωσης στο νησί. Γιατί με το ψυχολογικό κλίμα που επικρατούσε τις μέρες εκείνες ίσως να επιβάλ- (σελίδα 40) λονταν κυρώσεις εναντίον αυτών που είχαν συλληφθεί στις 24.7.44.Ο Λαδάς δέχθηκε ευχαρίστως, δεδομένου ότι ο σκοπός για τον οποίο στάλθηκε στα Κύθηρα είχε πετύχει . Δηλ. η επιβολή του ΕΛΑΣ σ’ όλη την περιοχή και η αποτροπή εμφύλιας διαμάχης σ’ όλη την επαρχία».


Συνέχεια με τις σελ. 48,50,51.


Ι. Π .Κασιμάτης: Από εδώ και μετά όλα είναι από το βιβλίο του.


. Κατά την 16-20 Αυγούστου 1944, Γερμανικαί τορπιλάκατοι περιπολούν εις τα βόρεια ύδατα των Κυθήρων, ίνα διακόψουν (σελίδα 255) την θαλάσσιαν επικοινωνίαν των Κυθήρων μετά της Νεαπόλεως.. Λέγεται ότι κανονιοβόλησαν την Νεάπολιν , την Αγίαν Πελαγίαν και τον Αυλέμονα, αλλά τα δύο τελευταία μέρη άνευ σημαντικών ζημιών. ..Κατά την 21ην Αυγούστου 1944, Γερμανοί στρατιώται περί τους 15 μετέβησαν εξ αγίας Ελέσης εις Δρυμώνα ίνα παραλάβουν αγγαρείαν εκ των εκεί κατοίκων. Ειδοποιηθέντες δε οι αντάρτες οι διαμένοντες εις Καρβουνάδας έσπευσαν εις την θέσιν Κουμάροι και ήρχισαν επίθεσιν. Οι Γερμανοί απήντησαν και αυτοί δια πυροβολισμών, αλλ’ ήρχισαν και να υποχωρούν. Οι αντάρται τούς κατεδίωξαν μέχρι της θέσεως Μελισσοβούνι, οι δε Γερμανοί απεσύρθησαν εις το βουνό της Αγίας Ελέσης. Ουδείς τραυματισμός ή φόνος εγένετο». (…) Σελίδα 256: «Κατά την 31ην Αυγούστου 1944 κατά την 5ην απογευματινήν ώραν οι κάτοικοι της νήσου οι ευρισκόμενοι έναντι της Β.Α. πλευράς του βουνού της Αγίας Ελέσης ήρχισαν να βλέπουν εις το Γερμανικόν φυλάκιον του βουνού τούτου καπνούς, φλόγας και να ακούουν ισχυρούς κρότους εκρήξεων. Τούτο διήρκεσε επί δύο ώρας. Πάντες αντελήφθημεν τότε, ότι οι Γερμανοί καταστρέφοντες τα πυρομαχικά των και το συγκρότημα του φυλακίου των, ετοιμάζονται δι’ αναχώρησιν. Με ενθουσιασμόν έβλεπον το φαινόμενον (σελίδα 257) τούτο οι Κυθήριοι και ηύχοντο: “έτσι να πάνε και τα μυαλά τους” (…) Καπνοί φλόγες και ισχυροί κρότοι ανήγγειλαν εις τον λαόν της νήσου, ότι οι Γερμανοί, κατάστρέφοντες τα οχυρά των, ετοιμάζoνται δι’ αναχώρησην εκ της νήσου. Χαρά και ενθουσιασμός κατέλαβε του κατοίκους της νήσου δια το χαρμόσυνον τούτο γεγονός. (…)Σελίδα 258) Κατά την αυτήν εσπέραν, 31 Αυγούστου 1944, ο φρούραρχος Κυθήρων μετά 35 ανδρών ανταρτών της νήσου εκινήθη εκ Ποταμού και Καρβουνάδων και εγκατέστησε το φρουραρχείον του εις το Λιβάδι εκείθεν δε οι αντάρτες εβάδισαν εις τα πέριξ του Καψαλίου βουνά και εις το Κάστρον, ίνα εμποδίσουν την επιβίβασιν των Γερμανών εις πλοία. Περί τα συρρυπώματα ερρίφθησαν εκατέρωθεν πολλοί πυροβολισμοί άνευ θυμάτων,(…) Κατά την 1ην Σεπτεμβρίου 1944 οι αντάρται είχον καταλάβει το Κάστρον, τα υψώματα του Αγίου Ιωάννου εις τον Γκρημνόν και τον Πόρον της Κάπαινας με σκοπόν να πυροβολούν τους Γερμανούς, εις την βάσιν του Καψαλίου. Κατά την αυτήν ημέραν περί την δύσιν του ηλίου, κατόπιν σχετικής ειδοποιήσεως ήλθον εξ καταδιωκτικά αεροπλάνα εκ της αρμοδίας βάσεως και έβαλον με τα πολυβόλα των, εναντίον των θέσεων των ανταρτών και ιδίως του Κάστρου αλλά δεν επέφερον ουδεμίαν βλάβην. Λέγεται ότι την ημέραν αυτήν οι Γερμανοί είχον μερικούς τραυματίας.(…) Κατά την 3ην Σεπτεμβρίου 1944 περί το απόγευμα ο φρούραρχος των ανταρτών μετέβη εις το Κάστρον της Χώρας μαζί με ένα αιχμάλωτο Γερμανό στρατιώτην, όστις εδραπέτευσε εκ Καψαλίου και συνελήφθη εις Γερακιάνικα αιχμάλωτος, καθώς και με τον Σοφοκλή Καλούτσην ως διερμηνέα και με τηλεβόαν εφώναξεν ο Γερμανός στρατιώτης εις τους άλλους Γερμανούς του Καψαλίου και τους παρεκίνει να παραδοθούν . Ούτοι δεν έδωκαν ουδεμίαν απάντησιν, μάλλον δε ούτε ήκουσαν τίποτε. Μετά τούτο ήρχισε παρά των ανταρτών συνεχής πυροβολισμός εκ των θέσεων του Κάστρου, της Αγίας Άννης του υψώματος Αγ. Ιωάννου και του (σελίδα 259) Πόρου της Κάπενας κατά των Γερμανών του συρματοπλέγματος.(…) Κατά την 4ην Σεπτεμβρίου 1944 το Πρωί ήραξε εις τον μώλο του Καψαλίου ένα καΐκι συνοδευόμενο υπό τορπιλακάτου. Οι αντάρται μετά την άφιξιν τούτων ήρχισαν να βάλλουν πύρ εναντίον και των δύο πλοίων


σελ. 50.   Ι. Κασιμάτης


Η τορπιλλάκατος απομακρυνθείσα ολίγον έρριψε μερικάς βολάς κατά των θέσεων των ανταρτών άνευ αποτελέσματος, συγχρόνως όμως κατέφθασαν στο Καψάλι τρία αεροπλάνα προερχόμενα ως λέγεται εκ Κρήτης, δια να υποστηρίξουν την επιβίβασιν των Γερμανών και ήρχισαν να πυροβολούν με τα μυδραλιοβόλα τους εναντίον των θέσεων των ανταρτών . Έρριψαν δε και μερικάς βόμβας, εκ των οποίων η μία έπεσεν εις το Κάστρον πλησίον της οικίας Στάη, χωρίς να προκαλέση βλάβην και δύο άλλαι εις την λαγκαδιάν του Αγίου Μηνά κα αυτή χωρίς βλάβην. Εν τούτω τω μεταξύ οι Γερμανοί τρομοκρατημένοι έτρεχον ένας- ένας εις τον μώλον ή και μερικοί κολυμβώντας και επεβιβάζοντο εις το καΐκι. Κατά την ώραν αυτήν οι αντάρται του Κάστρου παρ’ όλα τα πυρά των αεροπλάνων και τας βόμβας εξηκολούθουν να βάλουν κατά του καϊκιού και όταν τούτο απέπλευσε και εγένετο ορατόν, έβαλον κατ’ αυτού και οι αντάρται των άλλων θέσεων Λέγεται ότι αι σφαίραι έπιπτον κατά του καϊκιού βροχηδόν και υποτίθεται ότι υπήρξαν θύματα. Γεγονός είναι ότι κατά τους πυροβολισμούς εναντίον του συρματοπλέγματος εφονεύθη είς Γερμανός στρατιώτης, υπηρετών ως μάγειρας και ετάφη εκεί.
Οι Γερμανοί εγκατέλειψαν το Κυθηραϊκόν έδαφος κατά την δεκάτην και ημίσεος π.μ. της 4ης Σεπτεμβρίου 1944, υπό τας αράς και την αγανάκτησiν των κατοίκων της νήσου. Ούτω ανέπνευσεν το νησί μας τον ζωογόνον αέρα της ελευθερίας και απεσπάσθη από τα στήθη αυτού ο εφιάλτης , ο βραχνάς της δουλείας, ο οποίος επίεζεν αυτά επί τρία έτη και τέσσαρας μήνας.
(…) Οι Γερμανοί έφυγον εκ της νήσου μας κακήν κακώς. Πράγματι δεν έπρεπε να φύγουν ατιμωρητί. Εις τούτο συνετέλεσεν η δράσις των ανταρτών του ΕΛΑΣ και θα εδικαιούντο ούτοι της ευγνωμοσύνης των κατοίκων της νήσου μας, εάν εις τούτo ωθούντο από καθαρώς πατριωτικά ελατήρια. Αλλ’ όπισθεν της φαινομενικής ταύτης δράσεώς των, υπήρχον ελατήρια αντεθνικά, ίνα δια της αρπαγής περισσοτέρων Γερμανικών όπλων ενισχυθούν εις τον εξοπλισμόν των προς επιβολήν του κομμουνιστικού καθεστώτος εις την χώραν μας. Τώρα ευρισκόμεθα υπό πλήρη Εαμικήν κυριαρχίαν, αλλά δεν εσημειώθησαν νεώτερα έκτροπα και επεισόδια».


(…)Σελίδα 261: «Κατά την 11ην Σεπτεμβρίου και κατά την 1.30’ μεταμεσονύκτιον ώραν ηκούσθη περί τον λόφον Κουμάροι ισχυρός βόμβος αεροπλάνων, όστις εξύπνησε πολλούς των πλησίον κατοίκων. Ταύτα διέγραψαν μερικούς κύκλους και περί την 2αν μεταμεσονύκτιον ώραν έρριψαν 8 αλεξιπτωτιστάς, εξ ών δύο αξιωματικούς και έξ στρατιώτας Άγγλους εις νοτιοανατολικήν πλευράν του χωρίου Δρυμώνα»  


(…) Σελίδα 262: «Κατά την 15ην Σεπτεμβρίου 1944,την 5ην απογευματινήν εθεάθησαν προς την νοτίαν θάλασσαν των Κυθήρων πολεμικά πλοία και βοηθητικά πλησιάζοντα τα Κύθηρα. Ήσαν Αγγλικός στόλος προερχόμενος εκ Τάραντος της Ιταλίας, μετέφερον συνάμα εν σύνταγμα στρατού πεζικού εκγεγυμνασμένου ως «κομάντος» δια δράσιν εις τα νότια παράλια της Πελοποννήσου ή εις την Κρήτην…»


(…) Σελίδα 263: «Τα Κύθηρα είχον την τιμήν να είναι το πρώτον τμήμα της Ελλάδος ,το οποίον είχεν απελευθερωθεί και εις το οποίον επάτησεν πρώτον ο Αγγλικός στρατός και προσωρμίσθη ο Αγγλικός στόλος».


Η τορπιλλάκατος απομακρυνθείσα ολίγον έρριψε μερικάς βολάς κατά των θέσεων των ανταρτών άνευ αποτελέσματος, συγχρόνως όμως κατέφθασαν στο Καψάλι τρία αεροπλάνα προερχόμενα ως λέγεται εκ Κρήτης, δια να υποστηρίξουν την επιβίβασιν των Γερμανών και ήρχισαν να πυροβολούν με τα μυδραλιοβόλα τους εναντίον των θέσεων των ανταρτών . Έρριψαν δε και μερικάς βόμβας, εκ των οποίων η μία έπεσεν εις το Κάστρον πλησίον της οικίας Στάη, χωρίς να προκαλέση βλάβην και δύο άλλαι εις την λαγκαδιάν του Αγίου Μηνά κα αυτή χωρίς βλάβην. Εν τούτω τω μεταξύ οι Γερμανοί τρομοκρατημένοι έτρεχον ένας- ένας εις τον μώλον ή και μερικοί κολυμβώντας και επεβιβάζοντο εις το καΐκι. Κατά την ώραν αυτήν οι αντάρται του Κάστρου παρ’ όλα τα πυρά των αεροπλάνων και τας βόμβας εξηκολούθουν να βάλουν κατά του καϊκιού και όταν τούτο απέπλευσε και εγένετο ορατόν, έβαλον κατ’ αυτού και οι αντάρται των άλλων θέσεων Λέγεται ότι αι σφαίραι έπιπτον κατά του καϊκιού βροχηδόν και υποτίθεται ότι υπήρξαν θύματα. Γεγονός είναι ότι κατά τους πυροβολισμούς εναντίον του συρματοπλέγματος εφονεύθη είς Γερμανός στρατιώτης, υπηρετών ως μάγειρας και ετάφη εκεί.






(…)Σελίδα 261: «Κατά την 11ην Σεπτεμβρίου και κατά την 1.30’ μεταμεσονύκτιον ώραν ηκούσθη περί τον λόφον Κουμάροι ισχυρός βόμβος αεροπλάνων, όστις εξύπνησε πολλούς των πλησίον κατοίκων. Ταύτα διέγραψαν μερικούς κύκλους και περί την 2αν μεταμεσονύκτιον ώραν έρριψαν 8 αλεξιπτωτιστάς, εξ ών δύο αξιωματικούς και έξ στρατιώτας Άγγλους εις νοτιοανατολικήν πλευράν του χωρίου Δρυμώνα»(...)


 Σημείωση Μαν Δαπόντε:  οι αλεξιπτωτιστές ήταν ένδεκα, δέκα  υπαξιωματικοί και ένας υπολοχαγός, ο  Thomson, Τα γνωρίζω από πρώτο χέρι, μου ανετέθει τότε ο ρόλος του συνδέσμου  και τους συνόδευα όσο έμειναν στο νησί και ώσπου έφυγαν. Τριγυρίσαμε όλο το νότιο τμήμα του  νησιού, για να επιλέξουν το καταλληλότερο σημείο που θα έπιαναν τα βαπόρια, ο στόλος, για τον οποίο γνώριζαν ότι θα ακολουθούσε  σε λίγες μέρες. Λεπτομερώς τα γράφω στο βιβλίο μου με τίτλο « Ένας αιώνας Κύθηρα σαν παραμύθι» στις σελίδες από 78, κεφάλαιο ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ έως τις σελίδες 82-83-84 όπου έχω λεπτομερή περιγραφή των γεγονότων. Τους υπολοίπους 8, αλεξιπτωτιστές, τους τριγύριζαν και τους περιποιούντο στο νησί και έτσι πέρασε το ότι ήταν 8. 

Συνεχίζω λίγες γραμμές ακόμη απο το Γάννη Κασιμάτη:


(…) Σελίδα 262: «Κατά την 15ην Σεπτεμβρίου 1944,την 5ην απογευματινήν εθεάθησαν προς την νοτίαν θάλασσαν των Κυθήρων πολεμικά πλοία και βοηθητικά πλησιάζοντα τα Κύθηρα. Ήσαν Αγγλικός στόλος προερχόμενος εκ Τάραντος της Ιταλίας, μετέφερον συνάμα εν σύνταγμα στρατού πεζικού εκγεγυμνασμένου ως «κομάντος» δια δράσιν εις τα νότια παράλια της Πελοποννήσου ή εις την Κρήτην…»
(…) Σελίδα 263: «Τα Κύθηρα είχον την τιμήν να είναι το πρώτον τμήμα της Ελλάδος ,το οποίον είχεν απελευθερωθεί και εις το οποίον επάτησεν πρώτον ο Αγγλικός στρατός και προσωρμίσθη ο Αγγλικός στόλος».
Πριν περάσω σε αποσπάσματα από τα δικά μου βιώματα θα αντιγράψω δυο λόγια από βιβλία δύο ακόμη Κυθηρίων συγγραφέων:





Α) Από το βιβλίο του κ. Ιωάννου Γ. Κασιμάτη Επιτ. Ανώτατ. Υπαλ. ΟΤΕ Βιβλίο του με τίτλο «Φύλλα ημερολογίου Κατοχής».


Σελίδα 93: «Εντωμεταξύ ειδοποιηθέντες οι αντάρτες ακροβολίστηκαν την ίδια νύχτα στον λόφο του Αγίου Ιωάννη (Γκρεμνού) και από κει άρχισαν να βάλουν (μάλλον προς εκφοβισμό αφού υπήρχε σκοτάδι) εναντίον των συγκεντρωθέντων στο Καψάλη κατακτητών που τώρα εγκατέλειπαν για πάντα τα Κύθηρα σαν κυνηγημένα σκυλιά»…

(…) Σελίδα 95: «Πρωί της Δευτέρας 4ης Σεπτεμβρίου 1944: Επί τέλους η πολυπόθητη ημέρα της Ελευθερίας ανέτειλε. Ένα μικρό επίτακτο βαποράκι και μια γερμανική τορπιλάκατος , είχαν ελλιμενισθεί από τα χαράματα στον όρμο του Καψαλίου, σε πολύ μικρή απόσταση από το μουράγιο. Είχαν αποσταλεί για να παραλάβουν τη φρουρά των Κυθήρων. Το κλιμάκιο των Γερμανών στρατιωτών επιβιβάστηκε με σχετική άνεση σε σύντομο χρόνο, χωρίς παρενοχλήσεις εκ μέρους των ανταρτών, γιατί κατά την ώρα εκείνη υπερίπταντο του όρμου τρία υδροπλάνα τα οποία είχαν ως αποστολή την κάλυψη της επι-χειρήσεως». (σελίδα 96) «Πολυβολούσαν συνεχώς τις θέσεις των ανταρτών, μέχρις ότου ολοκληρώθηκε η επιβίβαση των ανδρών και η φόρτωση του προς μεταφοράν υλικού. Τε-λευταίοι παρέμειναν επί του εδάφους δύο στρατιώτες, οι οποίοι είχαν εντολή να ανα-τινάξουν ό,τι δεν χρειαζόταν να μεταφερθεί για διαφόρους λόγους. Αφού λοιπόν έληξε η αποστολή τους βούτηξαν στη θάλασσα και έφθασαν κολυμπώντας ως το πλοίο που τους περίμενε με τις άγκυρες σηκωμένες…(…) Τη νύχτα 10ης προς την 11η Σεπτεμβρίου 1944 (Κυριακής προς Δευτέρα) γύρω στις 1.15μετά τα μεσάνυχτα, ακούσαμε μέσα στον ύπνο μας ένα δυνατό βόμβο αεροπλάνου, που έδειχνε ότι πετούσε πολύ χαμηλά. Σηκωθήκαμε κάπως ταραγμένοι και βγήκαμε έξω από το σπίτι» (…)Σελίδα 97: «Μια χαρμόσυνη είδηση που διαδόθηκε αστραπιαία σ’ ολόκληρο το νησί, πληροφορούσε τους κατοίκους, ότι το αεροπλάνο που πετούσε ήταν αγγλικό και ότι στο χωριό Δρυμώνας είχε ρίξει οκτώ Άγγλους αλεξιπτωτιστές.»




Και θα αντιγράψω κάποια αποσπάσματα από το βιβλίο του όχι και πολύ τυχερού Κωνστ. Εμ. Στάθη [είχε την ατυχία να μπλεχτεί στα γεγονότα της Καρβουνάδας, να συλληφθεί και να εκτοπιστεί στο Πάρνωνα, όπου έμεινε συνολικά 76 μέρες. (Ι. Π. Κασιμάτης σελίδα 250 τρίτης έκδοσης)]. 
Κ. Στάθης, σελίδα 47: Επίσημα έγγραφα Γερμανοϊταλικά.(…)Σελίδα 48: Ελληνική Πολιτεία. Εν Κυθήροις 21 Φεβρουαρίου 1942. Προς τους κ.κ. Προέδρους Κοινοτήτων. Έχομεν την τιμήν να παρακαλέσωμεν όπως εντός πενθήμερου συγκεντρώσητε πεντακοσίας οκάδας ελαίου έκαστος από παραγωγούς περιφερείας σας προοριζομένου δια τας καθημερινάς ανάγκας των ενταύθα διαμενόντων Ιταλών στρατιωτών και μη παραγωγών εις ούς χορηγείται μία οκά κατ’ άτομον τον μήνα κατόπιν διαταγής του κ. Διοικητού Στρατού Κατοχής. Ο Σταθμάρχης ΠΑΠΑΔΟΓΙΑΝΝΗΣ»…(…)Σελίδα 63, «2ον Εαμοκομμουνιστικά έγγραφα: (…)Σελίδα 70 :26.8.44 (…)


Ορκωμοσία Διοικητικής επιτροπής Πελοποννήσου.


Η Διοικητική επιτροπή Πελοποννήσου (Δ.Ε.Π.)που διορίστηκε από την ΠΕΕΑ και αποτελέστηκε από τους Σεβασμιώτατον Μητροπολίτην Ηλείας Αντώνιον, Πρόεδρο, Γιάννη Βουρνιά δικηγόρο, Εθνικό Σύμβουλο Μεσσήνης, και Πιέρο Πετροπουλάκη συνταγματάρχη, Εθνικό Συμβούλιο Λακωνίας , ωρκίσθηκε και ανέλαβε τα καθήκοντά της» .


(…) Σελίδα 135: 19.10.43. «Σε όλα τα κεντρικά μέρη το πρωί ευρέθησαν επιγραφαί “Κάτω οι φόροι” και “κανείς να μη δώσει λάδι ως φόρο”. Αυτά ήσαν συνθήματα του ΕΑΜ. Η Αστυνομία μετά κόπου κατόρθωσε να τα σβύση. Αποτέλεσμα ήτο να ανασταλεί η φορολογία του λαδιού».(…) Σελίδα 138: 30.1.44. «Ο Χλαμπόγιωργης με μια συναγωνίστρια φέρουσα πιστόλι ευρίσκωνται στην Καρβουνάδα. Με καλούν στου υπεύθυνου Ν. Στάθη το σπίτι και μου λέγουν ότι θα μου αναθέσουν να οργανώσω την αλληλεγγύην του ΕΑΜ εις τον μέσα Δήμο. Τους είπον ότι είμαι ακατάλληλος και γέρον και να βρούν άλλον πειό κατάλληλον».(…) Σελίδα 140 15.4.44.: «Ο ιατρός κ. Γεώργιος Λευθέρης εκ Λειβαδίου διεφώνησε με το ΕΑΜ». (…)Σελίδα 141: «4.5.44. Μοναδική ευκαιρία στη Χώρα να αποκτήση δρόμους φαρδιούς, αλλά δεν την εκμεταλεύθησαν. Οι Γερμανοί ζήτησαν να κατεδαφίσουν μερικά σπίτια, για να περάσει ένα μεγάλο μηχάνημα ασυρμάτου ως έλεγον δια τον Τράχηλα, αλλά υπήρξε αντίδρασις». (…) Σελ. 143: .(…) «Οι Γερμανοί δεν βγαίνουν έξω. Έχουν διαδοθεί φήμαι ότι ευρίσκονται πολλοί αντάρται στο Τσιρίγο και φοβούνται».(…) Σελίδα 146: «3.9.44. Οι αντάρτες μετέφεραν στο Κάστρο το Γερμανό αιχμάλωτο που έπιασαν στο Πούρκο και τον έβαλαν και φώναζε στους Γερμανούς που ήσαν στο Καψάλι να παραδοθούν και εκείνοι απήντησαν ότι υπακούουν μόνο στον Χίτλερ. Μετά την άρνησιν να παραδοθούν που ήτο ως τελεσίγραφον ηνοίχθη σφοδρόν πύρ εκατέρωθεν διάρκεσαν όλην την νύκτα».(…) Σελίδα 147: «6.9.44 Στην Καρβουνάδα στεφανώνουν τον συμμορίτη Μπέχο τον τρομερόν εμπριστήν τον τρομοκράτην του Τσιρίγου, έξω από το Κατάστημα του Περικλή Κασιμάτη οδοντιάτρου… Αγγλικόν αεροπλάνο περνά χαμηλά από τον Τράχηλα και επί τη ελευθερώσει έρριψεν χαιρετιστήριον ρυπήν πολύβόλου».


Αυτά ο καλοκάγαθος μπάρμπα Κώστας, που όμως ήτανε πάνω απ’ τα ΄όρια καλοκάγαθος.


Στη συνέχεια θα περάσω λίγες ακόμη σελίδες από το δικό μου βιβλίο το Παρεξήγηση:
Να πω λοιπόν και εγω τα δικά μου, στα περισσότερα των οποίων είμουνα παρών, αυτόπτης μάρτυρας. Αυτά τα οποία έχω καταγράψει με περισσότερες λεπτομέρειες, στο δεύτερο βιβλίο μου, το «ένας αιώνας Κύθηρα»

Θα παρακαλέσω, όμως, να προσπαθήσετε να μπείτε στην ψυχολογία της ηλικίας που βρέθηκα τότε  εγω, στην ψυχολογία ενός εφήβου 16 χρονών που ήμουνα, όταν οι Ιταλοί μας επιτέθηκαν στην Αλβανία. Εγώ τότε βρέθηκα στην Αθήνα, σπούδαζα, και την ημέρα που από τις 6 το πρωί μας ξύπνησαν οι σειρήνες, την 28η Οκτωβρίου του ’40 και παρ’ όλο που μάθαμε αμέσως τα όχι ευχάριστα νέα, ξεκινήσαμε κανονικά, όλα τα παιδιά και πήγαμε στα σχολεία μας.. Αλλά θα ήθελα ακόμη -κι αυτό για τους νεώτερους- να λάβετε υπ’ όψη σας ότι τα χρόνια εκείνα μας κάνανε κανονική πλύση εγκεφάλου για ό,τι είχε σχέση με την Πατρίδα, την ελεύθερη Πατρίδα, για τους αγώνες του έθνους, για τη λευτεριά του κ.τ.λ. Μάς είχανε σφυρηλατήσει μια εντελώς εθνικιστική συνείδηση.

Άρχισε λοιπόν ο πόλεμος με τους Ιταλούς στην Αλβανία και δεν αργήσανε ν’ αρχίσουνε και οι πρώτες επιτυχίες του στρατού μας, οι πρώτες νίκες. Προσπαθήστε να φανταστείτε τον ενθουσιασμό μας, τα πανηγύρια που ακολουθούσανε την κάθε νίκη.

(σ.σ. Λίγο πριν γράψω αυτά, -είναι πρωί 22/5/2005/- ζήσαμε το θρίαμβο της πραγματικά αξιοθαύμαστης, της μοναδικής, Έλενας Παπαρρίζου στη Γιουροβίζιον και πανηγυρίσαμε όλοι για το θρίαμβό της.

Με τον ίδιο τρόπο και πολύ πιο δυνατά  πανηγυρίζαμε τότε για τις νίκες του στρατού μας.,  αυτοί  είμαστε  εμείς οι  Έλληνες ).

Αυτό κράτησε κοντά 6 μήνες, όπου ξαφνικά μάς επιτέθηκαν οι Γερμανοί με το σιδερόφραχτο στρατό τους.
Ήτανε τρομερά τώρα άνισος ο αγώνας, οπότε το μέτωπο δεν άντεξε και σε τρεις βδομάδες περίπου οι Γερμανοί μπήκανε στην Αθήνα.(γράφω κάποιες περισσότερες λεπτομέρειες στο βιβλίο μου που προαναφέρω)…
Ύστερα απ’ αυτά, το πρώτο που σκεφθήκαμε τότε ήτανε το ότι έπρεπε με κάθε τρόπο να αντισταθούμε στους κατακτητές και να βρούμε τον τρόπο, ώστε η αντίστασή μας να είναι καθολική, να είναι οργανωμένη, να είναι εντελώς αποτελεσματική.
Όπως στο πιο πάνω βιβλίο γράφω, μέχρι το τέλος της σχολικής χρονιάς του 1941-‘42 ήμουνα σπουδαστής στην Αθήνα. Εκεί, όπως αναφέρω, είχα γνωριστεί με κάποιο νεαρό φοιτητή, ο οποίος ήτανε από τους πρώτους που είχανε ανακατευτεί στη Αντίσταση και ο οποίος κάποια στιγμή μού εμπιστεύτηκε μια αντιστασιακή πράξη.

Το καλοκαίρι του 1942 τελείωσα τη Σχολή μου και κατέβηκα στο νησί. Λίγο μετά συνδέθηκα με τους πρώτους ανήσυχους, με τους οποίους λίγο πιο ύστερα, που άρχισε τη δράση της η οργάνωση του ΕΑΜ, γίναμε όλοι μέλη της.

Μέχρι τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας η δραστηριότητα της οργάνωσης είναι αυτή που καταγράφουν στα βιβλία τους, τα οποία παρέθεσα αποσπασματικά πιο πάνω και ο αξέχαστος Ι. Π. Κασιμάτης και ο άλλος αξέχαστος, ο Γ. Ι Χλαμπέας.

Ακόμη τα ίδια πράγματα λένε, -και επιβεβαιώνουν τους πιο πάνω- και τα αποσπάσματα των βιβλίων των άλλων δύο συγγραφέων, που παρέθεσα, των κ.κ. Ι. Γ. Κασιμάτη και του άλλου αξέχαστου Κ. Ε. Στάθη.

Ύστερα απ’ αυτά, εγώ, θα περιοριστώ σε κάποια προσωπικά μου βιώματα, τα οποία έχουν δημοσιεύσει τα περιοδικά δύο Αντιστασιακών οργανώσεων α) της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Αντιστασιακών Οργανώσεων (Π. Ο. Α. Ο.) και β) της Πανελλήνιας Ένωσης Αγωνιστών Εαμικής Εθνικής Αντίστασης (Π.Ε.Α.Ε.Ε.Α). Και παραθέτω μόνο το κομμάτι που αφορά άγνωστα γεγονότα: 

"Η Εθνική Αντίσταση στα Κύθηρα, η τετραήμερη
μάχη στο Καψάλι από 31/8/ έως 4/9/44
και η απελευθέρωση του νησιού μας.

(…)Απ’ εδώ και μετά ό,τι περιγράψω είναι πράγματα που τα έζησα εγώ ο ίδιος, πράγματα των οποίων υπήρξα αυτόπτης μάρτυρας.

Όπως είναι γνωστό, η επικοινωνία τότε μέσα στο νησί και παντού στην επαρχία ήτανε πολύ δύσκολη και γινόταν πεζή, η με κάποια γαϊδουράκια. για τους πιο ηλικιωμένους. Τηλέφωνα δεν υπήρχανε, η μετάδοση της όποιας πληροφορίας είχε κι αυτή μεγάλες δυσκολίες, αλλά και κίνδυνο από στόμα σε στόμα, αλλοίωσης κ.λ.π.

Στη Χώρα από όπου κατάγομαι- και στο κοντινό της επίνειο, το Καψάλη, πριν τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας υπήρχαν περίπου 400 Ιταλοί. Ακόμη στο σε απόσταση περί τα 1500 μέτρα φυλάκιο στον Τράχηλα περίπου 65 Γερμανοί και άλλοι 15 στο άλλο φυλάκιο, στην Αγία Ελέσα, σε μια άλλη τόση ευθεία απόσταση. Τέλος, 5-6 ακόμη γερμανοί μένανε μόνιμα στο Καψάλη. Η χώρα είχε πολύ λίγους αντιστασιακούς. Ο λόγος κυρίως ήτανε ότι εκεί βρισκόντουσαν οι κατακτητές και ο κόσμος, εκτός του ότι ήτανε συντηρητικός, είχε λόγους και να φοβάται. Εγώ, ο γράφων, με τον κατά τρία χρόνια μικρότερο αδελφό μου Βύρωνα και ένα ακόμη παιδί, τον Τάκη Κουσουρή, τον τελευταίο αυτό καιρό ήμασταν οι τρεις ενεργοί ΕΠΟΝίτες – Σύνδεσμοι στη Χώρα.

 Λίγους μήνες πιο μπροστά ήτανε και δύο ακόμη παιδιά, ο Μανόλης Κασιμάτης ή Κατσούλης και ο μακαρίτης ο Στέφανος Θ. Ανδρόνικος, που όμως έφυγαν λίγο μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας στο βουνό. Αυτή λοιπόν την τελευταία περίοδο της κατοχής στα Κύθηρα, σε ‘μας τους τρεις και πιο πολύ στον γράφοντα, που ήτανε και ο μεγαλύτερος της ομάδας, (το 1924 γεννημένος εγώ, το ’26 ο Τάκης και το ’27 ο Βύρων, είχε αναθέσει η οργάνωση την κατά πόδα παρακολούθηση των κατακτητών. (Ήμασταν οι «σύνδεσμοι» των οποίων τον ορισμό έχει δώσει ολόσωστα ο Δ. Χαριτόπουλος και γράφω σχετικά στη σελίδα 21 του βιβλίου που κρατάτε, ήμασταν τα μάτια της οργάνωσης του ΕΑΜ στην κατεχόμενη πρωτεύουσα του νησιού τότε). Παράλληλα τότε στη Χώρα, ήτανε και μια μικρή ομάδα πιο μεγάλων σε ηλικία συναγωνιστών, οι οποίοι ήτανε και η ηγετική ομάδα της Χώρας. Με τον μικρότερο απ’ αυτούς το μακαρίτη πια Ανδρέα Βαρυπάτη πηγαίναμε δύο με τρεις φορές τη βδομάδα στον Ποταμό ( 20+20 χιλιόμετρα η απόσταση), όπου έδρευε η ηγεσία της οργανώσεως του νησιού, για να διατηρείται μια στενή επαφή, να μεταφέρουμε ό,τι είχαμε μάθει, να ανταλλάσσουμε πληροφορίες κ.λ.π. (Μια απ’ αυτές τις φορές που βρέθηκα στον Ποταμό, μου έδωσαν την εντολή να φύγω αμέσως για την ανταρτοκρατούμενη Ν.Δ. Πελοπόννησο και ειδικά για τα Νιάτα Λακωνίας, όπου είχε διοργανωθεί η πρώτη περιφερειακή συνδιάσκεψη της ΕΠΟΝ και θα ‘πρεπε να την παρακολουθήσω. Βέβαια, πήγα και την παρακολούθησα, ως εκπρόσωπος του νησιού. Αυτά την άνοιξη του ’44. Όταν τελείωσε η συνδιάσκεψη και πριν φύγουμε από ‘κεί πήραμε σχεδόν όλοι την εντολή, μόλις επιστρέψουμε στην περιοχή μας, να πρωτοστατήσομε για να οργανωθεί η ΕΠΟΝ. Αλλά αυτή είναι μια άλλη ιστορία)

Μ΄ αυτά και μ’ αυτά φτάσαμε στις 31 Αυγούστου του ’44. Όλο αυτό τον τελευταίο καιρό, που ξέραμε πως οι Γερμανοί παντού πια παθαίνανε πανωλεθρίες και υποχωρούσανε σ’ όλα τα μέτωπα, είχαμε την εντολή να είμαστε πιο προσεχτικοί και να παρακολουθούμε το λιγότερο δυο φορές την ημέρα την κάθε τους κίνηση. Γι αυτό εμείς πηγαίναμε δυο φορές τη μέρα στο Κάστρο, απ’ όπου υπάρχει άριστη ορατότητα προς το γερμανικό φυλάκιο κι έτσι, βλέπαμε την κάθε λεπτομέρεια.

Στις 31/8/44, κατά την πρωινή παρατήρηση, δεν επισημάναμε τίποτα το ιδιαίτερο. Στην απογευματινή όμως, γύρω στις 15.00, παρατηρήσαμε πράγματα που μάς άφησαν άφωνους. Οι Γερμανοί είχανε βάλει φωτιές και καίγανε κάποιες αποθήκες, βγαίνανε καπνοί και ακουγόντουσαν εκρήξεις από διάφορα σημεία και, τέλος, είχανε σχηματίσει μια ανθρώπινη αλυσίδα από το χώρο των εγκαταστάσεων, ως την από κάτω ακτή, με την οποία πάσα-πάσα, κατεβάζανε πράγματα, τα οποία φόρτωναν σε κάποιο μικρό καϊκάκι, που είχανε φέρει γι αυτό. Σε λίγο παρατηρούμε ακόμη, ότι και ένα άλλο μικρό καΐκι κατάφορτο πλέει προς το μόλο του Καψαλιού. Δεν μας έμενε πια καμιά αμφιβολία, πως οι Γερμανοί μετακινούνται προς Καψάλι για σύμπτυξη. Έπρεπε να ειδοποιήσουμε κατεπειγόντως τους δικούς μας.

Εκείνο τον τελευταίο καιρό μια ομάδα Ανταρτών, περίπου 45, είχανε εγκατασταθεί στο κέντρο του νησιού, στο χωριό Καρβουνάδες. Η απόσταση από ‘μας, κάπου 9 χλμ. Για να επιλέξουμε ποιος θα πάει να ειδοποιήσει βάλαμε κλήρο, ο οποίος έτυχε στο Βύρωνα. Κανονίσαμε σημείο συνάντησης το βραδινό στις 18.30΄, στο χωριό Λιβάδι. Έφυγε ο Βύρων κι εμείς μείναμε εκεί για συνέχιση της κατάσκοπείας.

Σε λίγη ώρα ρίξαμε μια ματιά προς το άλλο τους φυλάκιο στην Αγία Ελέσα και είδαμε και ‘κει τα ίδια, δηλαδή καπνούς και φωτιές. Μείναμε στο Κάστρο όσο εκτιμήσαμε ότι χρειαζότανε για να πάρουμε μια πλήρη εικόνα του τί γίνεται και την κατάλληλη ώρα φύγαμε για το ραντεβού μας. Πράγματι, στις 18.30΄ βρεθήκαμε στο προκαθορισμένο σημείο, όπου σε λίγο παρουσιάστηκε η ομάδα των Καρβουνάδων, με οδηγό το Βύρωνα. Ανταλλάξαμε κάποια λόγια με τους επί κεφαλής και αμέσως ξεκινήσαμε, μέσω του χωριού Κάλαμος, με κατεύθυνση το πάνω από το Καψάλι ύψωμα του Αγίου Ιωάννου Γκρεμνού, που σε ευθεία απόσταση από το Καψάλι είναι γύρω στα 500 μέτρα και έχει ένα υψόμετρο γύρω στα 120μ. Επί κεφαλής της ομάδας εκείνο το βράδυ ήτανε ένας καπετάνιος του ΕΛΑΣ με το ψευδώνυμο Μπέχον. Μόλις φτάσαμε στο σημείο όπου η θέση δεσπόζει του Καψαλιού, ο Μπέχον (έτσι μας τον είχαν συστήσει και τον λέγαμε εμείς στην οργάνωση, «Ο Μπέχον του Μπέχον») βγήκε στην άκρη του βράχου για να δει τι γίνεται από κάτω. Και από ‘μας αρκετοί, όπως κι ‘γω, ακολουθήσαμε τον Καπετάνιο. Εγώ δεν είδα κάτι που δε φανταζόμουνα, καθότι ντόπιος. Ακόμη δεν είχε σκοτεινιάσει εντελώς και διακρίναμε κάπως ακόμη τις κινήσεις. Οι Γερμανοί είχανε σχεδόν ολοκληρώσει τη σύμπτυξη. Αυτοί, όπως ξέραμε, στα φυλάκια τους, είχανε μεταξύ των άλλων και αξιόλογο αριθμό αντιαεροπορικών ταχυβόλων, αρκετά των οποίων ήτανε των 38 mm. κα΄άλλα των 20 mm. Όλα αυτά τα όπλα τα είχανε εγκαταστήσει σε επιλεγμένες θέσεις και σκοπεύανε όλα τα γύρω υψώματα. Σε πάρα πολύ λίγο χρόνο, ίσως ούτε ένα λεπτό, σηκώνει ο Μπέχον το αυτόματο που κρατούσε, σκοπεύει προς τους συγκεντρωμένους κατακτητές και πατάει σκανδάλη. Σε λίγα δευτερόλεπτα ακολούθησε καταιγισμός πυρός από τους Γερμανούς.

Στο Καψάλι οι Γερμανοί, που ήτανε ένας καλά εκπαιδευμένος στρατός, περιμένανε μάλλον πως θα τούς χτυπήσουμε και ήταν πανέτοιμοι. Εμείς, με ένα βήμα πίσω, βάλαμε ασπίδα τον απόρθητο βράχο που είχαμε μπροστά μας και τι να μας κάνουνε οι Γερμανοί; Όταν σε λίγο σταματήσανε, ξαναπήγαμε στις θέσεις μας, φτιάξαμε όλοι μας από ένα καλό μετερίζι, κι από ‘κει πια αρχίσαμε να σφυροκοπούμε τους εχθρούς ασταμάτητα. Ήτανε τόσο ανελέητο το σφυροκόπημα, ώστε αναγκαστήκανε και τρυπήσανε τους τοίχους των σπιτιών για να περνούνε από το ένα στο άλλο, αφού ήτανε αδύνατον να βγούνε έξω.

Την άλλη μέρα το πρωί μοιραστήκαμε σε τρεις ομάδες. Η μία με οδηγό το Βύρωνα και επί κεφαλής το φρούραρχο Πολυμενάκο πήγε στο Κάστρο, η δεύτερη με οδηγό τον γράφοντα και επί κεφαλής έναν υπολοχαγό του ΕΛΑΣ Μαχαίρα μετακινήθηκε ανατολικότερα και εγκαταστάθηκε στη θέση «πόρος Κάπαινας» ή «Φουρνί» και η τρίτη με τον Τάκη και τον Μπέχον έμεινε εκεί που πρωτοπήγαμε δηλαδή στον Άγιο Γιάννη.

Το ανελέητο χτύπημα με κάποιες μικρές διακοπές, κράτησε μέχρι το πρωί τις 4ης Σεπτεμβρίου. Κάποιες φορές ήρθανε κάτι μικρά γερμανικά αεροπλάνα από την Κρήτη, που μάς πολυβολούσαν και μάς έριχναν και κάποιες ρουκέτες, οπότε εμείς κάθε φορά πηγαίναμε πίσω και κάπου καλυπτόμασταν.

Το πρωί της 3ης μέρας 3 /9/44, ήρθανε δυο βαποράκια, αλλά ήτανε αδύνατον να πλησιάσουνε και να κάνουνε την παραμικρή πράξη, γιατί τα χτυπούσαμε αδιάκοπα. Το πρωί της επομένης, 4/9/44, κατά τις 10.00΄ ήρθανε πάλι τρία αεροπλάνα, τα οποία αμέσως αρχίσανε να μάς πολυβολούν και εμείς ξανά υποχωρήσαμε και καλυφθήκαμε. Τα αεροπλάνα μάς κράτησαν πίσω περίπου για 20΄ και μόλις φύγανε τρέξαμε αμέσως στις θέσεις μας. Εγώ εκείνες τις μέρες είχα γνωριστεί μ’ ένα συναγωνιστή της ηλικίας μου από τη Σπάρτη, ονόματι Δημήτρη Βεκράκο. Μ΄ αυτό το παιδί γίναμε φίλοι και ήμασταν διαρκώς δίπλα –δίπλα. Μόλις φτάσαμε στη θέση μας και φάνηκε το Καψάλι, βλέπουμε κατάπληκτοι να καίγεται το σπίτι το οποίο οι μόνιμοι Γερμανοί του Καψαλιού χρησιμοποιούσανε για να στεγάζονται κι΄ ακόμη τα δυο βαποράκια που ήταν καθηλωμένα, ως λίγο πιο μπροστά στο όρμο του Καψαλιού, να έχουν μετακινηθεί. Γυρίζω και λέω στο Βεκράκο: «οι Γερμανοί καίγονται, πάμε κάτω». Η ηλικία μου και η ψυχολογική μου κατάσταση εκείνη την κρίσιμη στιγμή, αυτό μού υπαγόρευσε. Φύγαμε ολοταχώς κατ’ ευθείαν, μέσω της βουνοπλαγιάς που ήτανε μπροστά μας και μας χώριζε από το σημείο που ήταν οι Γερμανοί, σε ευθεία γραμμή περί τα 800 μέτρα. Όταν φτάσαμε περίπου στα μισά της απόστασης συνειδητοποιήσαμε τί κάνουμε και αναρωτηθήκαμε «κι αν οι Γερμανοί δεν έχουνε φύγει;;» Σταματήσαμε για λίγο, αλλά σε λίγο ακόμη ξανααποφασίσαμε «εμπρός».

Μη λέμε πολλά, παρουσιάστηκε σα φτάσαμε πιο κάτω ένας συνομήλικος μου και φίλος μου «Καψαλιώτης» ο Νίκος ο Σωτήρχος, στον οποίο υπέδειξα να βρει αμέσως μια σημαία και να τη φέρει για να την υψώσουμε στο βράχο του Αι Γιώργη, πράγμα που έγινε. Ήτανε η πρώτη ελληνική σημαία που υψώθηκε, στα μόλις εκείνη τη στιγμή απελευθερωθέντα Κύθηρα, πρώτο κομμάτι της πατρίδας, που ήτανε γραφτό να απελευθερωθεί από το βάρβαρο ναζιστικό ζυγό.

(Όλα τα πιο πάνω, με περισσότερες λεπτομέρειες και κάποια ντοκουμέντα, τα έχω καταγράψει στο βιβλίο που εξέδωσα στις αρχές του 2004 σε σχήμα Α/4 220 περίπου σελίδων με τίτλο: «Ένας Αιώνας Κύθηρα σαν παραμύθι». Μέσα σ’ αυτό, παραθέτω κεφάλαια για τον Πόλεμο, την Κατοχή, την Εθνική Αντίσταση και την απελευθέρωση στα Κύθηρα. Το βιβλίο, όποιος θέλει να το αποκτήσει, μπορεί να απευθυνθεί στον ΠΣΑΕΕΑ. ή και στην ΠΟΑΟ)

(σημ. περιοδικού): Ο συναγωνιστής Μανόλης Δαπόντες, στο επόμενο τεύχος, θα μας περιγράψει τα γεγονότα που έζησε τον υπόλοιπο Ιστορικό Σεπτέμβρη του 1944 στα Κύθηρα).


«Η Εθνική Αντίσταση στα Κύθηρα, η τετραήμερη

μάχη στο Καψάλι από 28/8/ έως 4/9/44» και η

απελευθέρωση του νησιού μας.

Μέρος Β΄: Ό υπόλοιπος Σεπτέμβρης του ’44 στα Κύθηρα

Αλλά να πούμε ακόμη δυο λόγια για την ιστορική εκείνη μέρα την 4/9/44. Μόλις, λοιπόν, κατεβήκαμε στην παραλία του (όπως τον λέμε στα Κύθηρα) Πίσω Γιαλού και από το σημείο στο οποίο βρεθήκαμε μάς χωρίζανε πια πιο λίγο από 100 μέτρα από το συρματόπλεγμα των Γερμανών. Το πρώτο πράγμα που σκεφθήκαμε ήτανε πώς θα το περνούσαμε και ρωτήσαμε το Νίκο Σωτήρχο, που ήτανε ήδη κοντά μας, (Καψαλιώτης αυτός και γνώριζε τα πράγματα). Μάς είπε λοιπόν, ότι δεν ήτανε δύσκολο, γιατί σε κάποιο σημείο μπροστά μας, οι Γερμανοί είχανε κάποιο μικρό κομμάτι κινητό, κάτι σαν πόρτα, προς το οποίο ο Νίκος μάς οδήγησε. Πράγματι εύκολα το παραμερίσαμε και περάσαμε μέσα. Μας απασχολούσε διαρκώς το αν είχανε φύγει οι Γερμανοί ή όχι, αν είχανε φύγει όλοι ή κάμποσοι κ.ά. Όμως προχωρήσαμε τρέχοντας και όταν είχαμε διανύσει άλλα 80 περίπου μέτρα, φτάσαμε στο σημείο πίσω από την τότε αποθήκη του Τελωνείου, το οποίο, ήτανε αυτό από το οποίο θα περνούσαμε στον «Εμπρός Γιαλό». Το σημείο αυτό, είναι και το πρώτο ορατό από το Κάστρο σημείο, εντός του συρματοπλέγματος των Γερμανών, όπου βρεθήκαμε.(Στο βιβλίο «ένας Αιώνας Κύθηρα» έχω φωτογραφία της εποχής εκείνης, στην οποία δείχνω από που περάσαμε).

Στο Κάστρο, όπως έχουμε πει στο πρώτο μέρος της περιγραφής, είναι η μία από τις άλλες δύο ομάδες των δικών μας, που σφυροκοπούσανε κι αυτοί όλες αυτές τις μέρες τους Γερμανούς. Ήμουνα μπροστά, αμέσως πίσω μου ήτανε ο Βεκράκος, αμέσως μετά ο Νίκος Στρατηγός- Λαλιώτης- από το Μυλοπόταμο και ο επόμενος ήτανε ο Νίκος ο Σωτήρχος με τη Σημαία. Με το που σκάμε λοιπόν μύτη, οι δυο πρώτοι στη γωνία, κάποιος δικός μας, από το Καστρο,που είχε φαίνεται το βλέμμα του εκεί και μάς είδε, μάς αρχίζει στο τουφεκίδι. Κάναμε δυο βήματα πίσω ξανα-καλυφθήκαμε πίσω από την αποθήκη του Τελωνείου και βγάλαμε από τη γωνία τη σημαία κουνώντας την, οπότε καταλάβανε οι δικοί μας και σταματήσανε τα πυρά. Τα επόμενα βήματα ήτανε γεμάτα αγωνία, γιατί δεν ξέραμε τί θα συναντήσουμε. Σε μένα εκείνη τη μέρα είχανε δώσει μια ιταλικιά αραβίδα, της οποίας μάλιστα ήτανε καμένο ένα μέρος από το κοντάκι. Είχα και ένα παλιό περίστροφο. Με την αραβίδα επί σκοπόν στο δεξί και με το περίστροφο στο αριστερό φτάνω δυο μέτρα μετά τη γωνία της αποθήκης στην πόρτα της, που ήτανε κλεισμένα και τα δυο της φύλλα, αλλά όχι εντελώς. Τής δίνω μια δυνατή κλωτσιά, ξεφωνίζοντας μ’ όλη μου τη δύναμη ένα ουρλιαχτό «ΑΛΤ»,….. καμία απάντηση…, ευτυχώς η αποθήκη ήτανε άδεια. Οι επόμενες τρεις πόρτες στη σειρά, στις οποίες επαναλήφθηκαν τα ίδια, ήτανε πόρτες μικρών καφενείων της εποχής, τα οποία κι αυτά, για καλή μας τύχη ήτανε άδεια. (κι αλίμονό μας, αν δεν ήτανε) Στου τρίτου καφενείου το τζάκι, (Τζάκι είχανε τότε τα καφενεία) υπήρχε μια μεγάλη σιδεροστιά, πάνω στην οποία είχανε οι Γερμανοί εγκαταλείψει ένα μεγάλο καζάνι σχεδόν γεμάτο με αφέψημα φλισκούνι. (αργότερα μάθαμε ότι οι Γερμανοί πίνανε αφεψήματα ή οινοπνεύματα και σπανίως νερό). Αυτό το πολύ μεγάλο καζάνι αρπάξαμε με το Βεκράκο, τρέξαμε και το ρίξαμε στο φλεγόμενο σπίτι, που μέχρι προ ολίγου ήτανε το σπίτι που χρησιμοποιούσανε οι Γερμανοί της φρουράς του Καψαλιού για στρατώνα τους και στο οποίο τώρα μέσα, εκτός της φωτιάς, επικρατούσε και κόλαση από εκρήξεις, γιατί εκεί μέσα είχανε και τα πολεμοφόδιά τους οι Γερμανοί, στα οποία πριν εγκαταλείψουνε τον τόπο βάλανε φωτιά..

Τρέξαμε στη συνέχεια και ξαναγεμίσαμε το καζάνι, αυτή τη φορά με θάλασσα και το ξαναφέραμε και ξανά και ξανά, και σε λίγο ακόμη φτάσανε και οι πρώτοι δικοί μας από το Κάστρο, με επί κεφαλής τον αδελφό μου το Βύρωνα, που και γι αυτόν έχω αναφέρει πιο πάνω, αλλά και αμέσως μετά ή και ταυτόχρονα και άλλοι συναγωνιστές, οπότε ενισχυθήκαμε, βρήκανε όλοι μπουγέλα και όλοι πια μαζί δαμάσαμε τη φωτιά, που προς στιγμή απείλησε άμεσα και άλλα σπίτια, αφού, όπως είπα πιο μπροστά, τα είχανε τρυπήσει για να κυκλοφορούνε από το ένα στο άλλο, μιας και ήτανε αδύνατον να βγαίνουνε έξω.
Τελειώσαμε λοιπόν κάποια στιγμή με τη φωτιά και  για λίγο όλοι μας, όπως κι εγώ, μείναμε αμήχανοι.
Σκεφτείτε, πριν μόλις 5 λεπτά μια ακραία, υψηλή εγρήγορση, 
αγωνία   και ξαφνικά τελειωμένα όλα,… σκέτη αμηχανία…. Θυμάμαι όμως καλά ότι κάποια στιγμή, αμέσως σχεδόν, πήρε το μάτι μου κάποιους συναγωνιστές που είχανε βρει κάποιο λάφυρο, κάτι σαν ενθύμιο, ο καθένας τους από όλη αυτή την πάρα πολύ σοβαρή ιστορία, που μόλις είχε τελειώσει και έτσι κι εγώ, που αυτόματα αυτό το θεώρησα σωστό, έτρεξα και πρόλαβα μια γερμανική ζωστήρα με μπαλάσκες, την οποία «μάζεψα», τη ζώστηκα και τώρα καμάρωνα διπλάν.

Μείναμε εκεί για κάμποση ώρα συζητώντας σε πηγαδάκια, για όλα αυτά τα ιστορικά γεγονότα, που μόλις τελείωσαν και που όλοι από μας είχαμε ο καθένας από το δικό του μετερίζι ζήσει αυτό το τετραήμερο. Κάποια στιγμή αφού πέρασαν αυτές οι πρώτες αντιδράσεις, ξεκινήσαμε ομάδες –ομάδες συζητώντας πάντα για το ίδιο θέμα με πρώτο προορισμό τη Χώρα, που έτσι κι αλλιώς ήτανε πρώτη στο δρόμο μας.

Σαν φτάσαμε στη Χώρα ακολούθησα κάποιο περιφερειακό μονοπάτι για να πάω πιο γρήγορα σπίτι μου. Οι άλλοι, οι πολλοί, ακολουθήσανε τον κεντρικό δρόμο, όπου, όπως μου είπανε αργότερα, καθώς περνούσανε έξω από το μαγαζί του «Αντζόλου», αυτός ήταν εκεί και τούς σταμάτησε να τούς προσφέρει νεράκι με λουκούμι. Πήγα στο σπίτι και βρήκα τη μακαρίτισσα τη μάνα μου να κάθεται μόνη της στο καθιστικό και να κεντάει κάποιο εργόχειρο, δε θυμάμαι καλά τις αντιδράσεις της όταν με είδε, ύστερα από αυτές τις τέσσερεις μέρες που με είχε χαμένο, πιάσαμε πάντως την κουβέντα και ύστερα από κάμποση ώρα ακούσαμε βόμβο αεροπλάνου. Δεν θα επαναλάβω όλες τις λεπτομέρειες που αναφέρω στο δεύτερο βιβλίο μου, θα πω μόνο ότι οι Γερμανοί ήρθανε να βομβαρδίσουνε το Γυμνάσιο, το οποίο νομίζανε ότι χρησιμοποιούμε για στρατώνα. Ρίξανε συνολικά 12 μικρές βόμβες-ρουκέτες. Μία από αυτές έπεσε μόλις 50 μέτρα από το σπίτι μου, έσπασε τα περισσότερα τζάμια της γειτονιάς και σήκωσε σύννεφο σκόνης. Δύο πέσανε στο Γυμνάσιο και κάνανε αρκετές ζημιές στο κτίριο, οι άλλες πέσανε σε διάφορα σημεία τριγύρω, χωρίς να προξενήσουνε καμιά ζημιά.

Έτσι τελείωσε η κατοχή στα Κύθηρα, γεγονός για το οποίο ο αείμνηστος δημοδιδάσκαλος Γιάννης Π. Κασιμάτης στο βιβλίο του με τίτλο «από την παλαιά και σύγχρονη Κυθηραϊκή ζωή», που εξέδωσε το 1957, γράφει χαρακτηριστικά στη σελίδα 259: «Κατά την 4ην Σεπτεμβρίου το πρωί (…) Εν τούτω τω μεταξύ οι Γερμανοί τρομοκρατημένοι έτρεχον ένας-ένας εις τον μόλον ή και μερικοί κολυμβώντες και επιβιβάζοντο εις το καΐκι». Στη σελίδα 260: «Οι γερμανοί εγκατέλειψαν το Κυθηραϊκόν έδαφος περί την δεκάτην και ημίσειαν ώραν της τετάρτης Σεπτεμβρίου 1944 υπό τας αράς και την αγανάκτησην των κατοίκων της νήσου»….. στην ίδια σελίδα πιο κάτω αναφέρει: «Οι γερμανοί έφυγον εκ της νήσου μας κακήν κακώς, πράγματι δεν έπρεπε να φύγουν ατιμωρητί Εις τούτο συνετέλεσε η δράσις των ανταρτών του Ε.Λ.Α.Σ.»


Στο νησί τις επόμενες μέρες επικράτησε ησυχία και σάς μεταφέρω τι αναφέρει ο ίδιος Κυθήριος συγγραφέας στο τέλος της πιο πάνω σελίδας: «Τώρα ευρισκόμεθα πλέον υπό πλήρη Εαμικήν κυριαρχίαν».

Το σημαντικότερο που είχαμε να κάνουμε εμείς οι αντιστασιακοί αυτές τις πρώτες μέρες στα μόλις απελευθερωθέντα Κύθηρα ήτανε να φυλάμε το μεγαλύτερο φυλάκιο των Γερμανών, αυτό κοντά στη Χώρα, στην τοποθεσία «Τράχηλας». Το φυλάγαμε σε 24ωρο βάση, γιατί είχε μείνει άκαυτο πολεμικό υλικό και υπήρχε κίνδυνος για σοβαρά ατυχήματα.

Έτσι φτάσαμε στις 10 του Σεπτέμβρη. Είμαι σκοπός –βάρδια στον Τράχηλα, (στο φυλάκιο των Γερμανών).Η βάρδια μου άρχισε τα μεσάνυχτα 12.00΄ της 10ης /9, και θα τελείωνε 04.00΄ της 11ης του μήνα. Είναι μια νύχτα σκέτη μαγεία, απόλυτη άπνοια, με ένα κατακάθαρο ουρανό και ένα φεγγάρι, που μόλις συμπλήρωσε το πρώτο του τέταρτο και έχει περάσει τα μεσοούρανα. Η ώρα έχει φτάσει 02.00΄. Ξαφνικά μού φαίνεται πως ακούγεται βόμβος αεροπλάνου. «Τέντωσα» τα αυτιά μου και σε λίγο ακόμη βεβαιώθηκα ότι όντως ήτανε αεροπλάνο. Ο βόμβος σε λίγο έγινε πιο, έντονος και κράτησε περίπου ένα τέταρτο της ώρας. Ύστερα, σιγά-σιγά άρχισε ν’ απομακρύνεται από λίγο- λίγο κι ακόμα λίγο μετά χάθηκε.

Δεν μπορώ να σάς περιγράψω την περιέργειά μου. Τι να ήτανε ο νυχτερινός επισκέπτης;; τέτοιο περιστατικό εκείνη την περίοδο δεν ήτανε καθόλου συνηθισμένο. Δεν έβλεπα την ώρα να τελειώσει η βάρδια μου να πάω στη Χώρα να μάθω τι έγινε, τι συνέβη τη νύχτα.. Τέλος πάντων, κάποια στιγμή ήρθε η ώρα και μαζί της και ο αντικαταστάτης μου, ο οποίος δεν είχε πάρει χαμπάρι τίποτα, γιατί απλώς κοιμότανε. Έφυγα ολοταχώς, δεν ξέρω γιατί αυτή η τόση περιέργεια, κάποια προαίσθηση;;… Ίσως… Πήγα στο σπίτι μας, το οποίο ήτανε ένα πάρα πολύ μεγάλο σπίτι, ουσιαστικά ήτανε δύο διπλανά συνεχόμενα σπίτια, εκ των οποίων οι γονείς μου είχανε μετατρέψει το ένα σε ξενοδοχείο από το 1934 και το οποίο ήτανε και το μόνο ξενοδοχείο τότε, τουλάχιστο στο νότιο νησί. Βρήκα μια ασυνήθιστη αναστάτωση, ήτανε όλοι στο πόδι. Τι είχε συμβεί;;…. Από το αεροπλάνο είχανε πέσει 11 κομάντος αλεξιπτωτιστές, Βρετανοί. Δέκα υπαξιωματικοί, με επί κεφαλής ένα υπολοχαγό ονόματι Thomson…(πρέπει εδώ να κάνω μία διευκρίνιση κι αυτό, γιατί όλοι οι άλλοι συγγραφείς μιλάνε για 8 αλεξιπτωτιστές, λοιπόν, οι αλεξιπτωτιστές ήτανε 11, απλά, τους τρεις, όπως εξηγώ αμέσως πιο κάτω, με τους οποίους εγώ έτρεχα όσο χρόνο μείναμε στο νησί, δεν τους έβλεπαν και δεν τους προσμετρούσε κανείς κι έτσι έμεινε η εντύπωση για 8). Μόλις λοιπόν τούς τακτοποίησαν στα δωμάτια, πήγα κ’ ‘γω στο δικό μου και αμφιβάλλω αν από τις εντυπώσεις και την αγωνία έκλεισα μάτι.. Πάντως το πρωί που κυκλοφόρησα και πήγα στους «δικούς μας», μού είπανε ότι με ψάχνουνε οι ιθύνοντες. Πήγα, τούς βρήκα και μού ανήγγειλαν ότι ο Thomson, ζήτησε ένα δικό μας, από την οργάνωση, για οδηγό και σύνδεσμο. Ο σύνδεσμος έπρεπε να μιλάει Αγγλικά ή Ιταλικά. Μιλούσα Ιταλικά από παιδί, που κατόρθωσε να μού μάθει η μακαρίτισσα η μάνα μου, που ήτανε από τη Σμύρνη και είχε τελειώσει το Ομήρειο διδακτήριο, εκεί, εκτός από άψογα Ελληνικά, είχε διδαχθεί και Γαλλικά αλλά και Ιταλικά. Τα Γαλλικά δεν τα αποδέχτηκα, όμως μπόρεσε και μου έμαθε Ιταλικά, με τα οποία με καλοδέχτηκε ο Thomson, γιατί μ’ αυτά μπορούσαμε να συνεννοούμαστε πάρα πολύ ικανοποιητικά..

Μετά από λίγο φύγαμε με τον Thomson και δύο ακόμη δικούς του, προς κάποιους προορισμούς που αυτός υπεδείκνυε. Για δύο και μισή μέρες τριγυρίσαμε όλο το νότιο μισό του νησιού. Κυριολεκτικά με ξεποδαριάσανε. Το τελευταίο απόγευμα μού λέει κάποια στιγμή: «Τώρα θα πάμε στην Αγία Πελαγία»!!!! Ορίστε;;; (αυτό το ’πα από μέσα μου). Πάντως δε χάρηκα καθόλου και τού είπα ότι η Αγία Πελαγία απέχει 25χλμ. Με καθησύχασε λέγοντας μου: Όχι σ΄ αυτή, σε μια άλλη, που δεν πρέπει να είναι πιο μακριά από μία ώρα. Συνήλθα, γιατί θυμήθηκα την πράγματι κοντινή μας Αγία Πελαγία στη Φελλωτή προς την οποία φύγαμε αμέσως. Και εδώ συνεχίστηκε το ξεποδάριασμα, γιατί ψάξαμε όλη την ευρύτερη παραλιακή ζώνη και το σούρουπο μάς οδήγησε στο παραλιακό σημείο, που αυτός είχε επιλέξει, λέγοντας μας «εδώ θα κάτσουμε». Είχε πια σχεδόν νυχτώσει, η κάλμα που επικρατούσε τη νύχτα της 10ης προς 11η του μήνα συνεχιζότανε, το σημείο που είχε επιλέξει για να καθίσουμε είχε μέτωπο προς την ανατολή και το φεγγάρι αυτή τη μέρα ήτανε κατά τρεις μέρες πιο γεμάτο και ακριβώς απέναντί μας.. Ακριβώς μπροστά μας ήτανε μια λουρίδα θάλασσα, στην πραγματικότητα ένας υγρός καθρέφτης, τον οποίο το απέναντι φεγγάρι τον έβαφε χρυσοκόκκινο. Καθόμασταν αμίλητοι και απολαμβάναμε αυτή την ανεπανάληπτη, θεσπέσια  εικόνα που είχαμε μπροστά μας, ο Thomson, δεν ήτανε καθόλου ομιλητικός και έτσι την απόλυτη ησυχία δεν την διατάρασσε τίποτα.

Κάποια στιγμή, σε μισή ώρα περίπου απ’ όταν είχαμε καθίσει εκεί, ξαφνικά, ένα μακρύ κανό με ένα επιβάτη και ένα μόνο κουπί παρουσιάστηκε μπροστά μας και διατάραξε την απόλυτη ηρεμία του χρυσοκόκκινου καθρέφτη, που δε χορταίναμε να παρατηρούμε. Αμέσως ο υπολοχαγός έβγαλε ένα φακό από το σακίδιό του και μ’ αυτόν έκανε κάποια σινιάλα προς το κανό, απ’ όπου αμέσως πήρε απάντηση. Στη συνέχεια σηκώθηκε και τράβηξε προς την κοντινή μας αμμουδιά, που ήτανε λίγο πιο πέρα και προς την οποία πήγαινε και το κανό. Αντάλλαξε κάποιες κουβέντες με το μουσαφίρη και επέστρεψε σε μας, να μάς πει να πάμε μαζί του στην παραλία, γιατί θα ερχότανε βάρκα να μας πάρει…Είχε έλθει τορπιλάκατος και όπως αργότερα, που ο Thomson έγινε κάπως πιο ομιλητικός μού εξήγησε, αυτά τα σκάφη, όταν προσέγγιζαν περιοχές, από άγνωστες ως επικίνδυνες, έσβηναν τις θορυβώδεις ντιζελομηχανές και συνέχιζαν κινούμενα από ηλεκτροκινητήρα, τον οποίο τροφοδοτούσαν μπαταρίες. Έτσι η κίνηση ήτανε εντελώς αθόρυβη. Τα φώτα εν τω μεταξύ, λόγω πολέμου, σβηστά- (black out), οπότε η τορπιλάκατος ήτανε στα 500 μέτρα και δεν είχαμε πάρει χαμπάρι τίποτα.

Εμείς από την οργάνωση είχαμε ειδοποιηθεί ότι τώρα πια κάποια στιγμή θα έλθουνε οι δικοί μας απ’ «έξω». Μάς είχανε εξηγήσει ότι θα πρέπει να τούς υποδεχτούμε με εγκαρδιότητα και αγάπη, γιατί κι αυτοί είχανε πολεμήσει για τους ίδιους σκοπούς που πολεμήσαμε και μεις, ενάντια στον ίδιο εχθρό κ.τ.λ. Ακόμη ότι θα πρέπει να τούς υποδεχτούμε με αγκαλιές και φιλιά κ.ά. Εμείς αυτά τα είχαμε εντελώς συνειδητοποιήσει κι έτσι μόλις εγώ μπήκα στο καραβάκι όλους τούς αγκάλιαζα και τούς φιλούσα και σας βεβαιώνω με απόλυτη ειλικρίνεια, ότι και όλοι οι ναύτες και οι αξιωματικοί του καραβιού με υποδέχτηκαν με τα ίδια αισθήματα, εγώ τουλάχιστον δεν εντόπισα καμία υποκρισία. Με τον Υπολοχαγό προσπαθήσαμε να πείσομε τον κυβερνήτη να πάμε στο Καψάλι, αφού δεν υπήρχε κανένας κίνδυνος. Αυτός στην αρχή ήτανε κάπως δισταχτικός, αλλά τελικά επείσθη και ξεκινήσαμε κάποια στιγμή για το μικρό αυτό ταξίδι όχι περισσότερο από 4 μίλια. Φτάσαμε γρήγορα, φουντάραμε τούς χαιρετίσαμε και ρίξανε τη βάρκα για να μάς βγάλουνε έξω.

Ανεβαίνοντας προς τη Χώρα πήρα θάρρος και ρώτησα τον Υπολοχαγό κάποια πράγματα που με είχαν εντυπωσιάσει κι αυτός, επί τέλους, απαντούσε. Κάποια στιγμή μου είπε να πάω μαζί τους την επομένη, που θα φεύγανε για Ιταλία και σε δυο-τρεις μέρες θα επιστρέφαμε. Δεν δέχτηκα την πρόσκληση, αφού, εμείς όπως νόμιζα, ουσιαστικά το σκοπό μας τον είχαμε εκπληρώσει.

Τη άλλη μέρα φύγανε.

Οι επόμενες μέρες κυλήσανε ήρεμα και φτάσαμε στο απόγευμα της 15ης του μηνός. Με κάποιους φίλους ήμασταν στην Πλατεία. της Χώρας. Ξαφνικά κάποιος από την παρέα παρατηρεί κάτι στο βάθος της προς τη δύση θάλασσας, προς την οποία είχαμε απεριόριστη ορατότητα. Μάς το είπε και στρέψαμε όλοι την προσοχή μας προς τα κει, όπου δεν αργήσαμε να αναγνωρίσουμε ότι διαγράφονταν σιλουέτες βαποριών, τα οποία είχαν κατεύθυνση προς το νησί. Σε λίγο ακόμη τα βαπόρια φάνηκαν καλύτερα, φάνηκε ότι ήταν πολλά και διαρκώς στο βάθος παρου-σιαζόντουσαν κι άλλα. Σταθήκαμε παρατηρώντας για κάμποση ώρα και όταν ύστερα από λίγο υποπτευθήκαμε ότι τα βαπόρια κρατούνε πορεία προς το Καψάλι, ξαμοληθήκαμε όλοι και άλλοι πήραν κατεύθυνση προς το Κάστρο, άλλοι προς το Καψάλι και άλλοι προς διάφορα σημεία με πολλή καλή ορατότητα. Πολλά από τα βαπόρια μπήκαν στο όρμο του Καψαλιού και όσα απ’ αυτά ήταν αποβατικά πλησιάσανε έξω κι έξω στην αμμουδιά, όπου βγάλανε αμέσως αυτοκίνητα, κυρίως τζιπάκια κ.ά.. ελαφρά οχήματα.

Εγώ ήμουνα μ’ αυτούς που πήγαμε στο Καψάλι. Βέβαια η ατμόσφαιρα έγινε αμέσως πανηγυρική, εορταστική, χαρούμενη. Σε 2-3 μέρες με άλλα βαπόρια, που διαρκώς πήγαιναν και ερχόντουσαν, ήρθανε και οι πρώτοι δικοί μας, Έλληνες, οι οποίοι αυτοί οι πρώτοι ήτανε Ιερολοχίτες. Εμείς μέρες πριν, που άρχισε να διαφαίνεται ότι κάποια στιγμή θα έλθουν οι σύμμαχοι, οι δικοί μας, είχαμε γεμίσει τους τοίχους με συνθήματα, όπως:
«Καλώς ήρθατε, αγαπημένα μας αδέλφια»   ΕΑΜ.
«Καλώς ήρθατε, ηρωικοί μας σύμμαχοι»     ΕΑΜ.
 Δεν μπορώ να σάς περιγράψω την απογοήτευση και πικρία μας, όταν είδαμε κάποιους Ιερολοχίτες να πηγαίνουν τελείως εν ψυχρώ να κλωτσάνε με μανία το σημείο του τοίχου που έγραφε ΕΑΜ, για να το γκρεμίσουνε και να εξαλειφθεί το ΕΑΜ.
Πολλοί από μας, όπως κι εγώ ψιθυρίσαμε: «Παναγιά μου τι μας περιμένει».

Αυτή η κίνηση κράτησε η ίδια μέχρι τις 26 του Σεπτέμβρη, όπου εκείνη τη μέρα το απόγεμα ήρθε στο Καψάλι κάποιο Αγγλικό αντιτορπιλικό προερχόμενο από το Μπάρι, το οποίο μετέφερε τον τότε Υπουργό της Κυβέρνησης εξωτερικού Παναγιώτη Κανελλόπουλο μαζί με κάποιους αξιωματικούς Έλληνες και κάποιους στρατιώτες συνοδούς. Στον Κανελλόπουλο έγινε υποδοχή και δεξίωση, έμεινε το βράδυ στα Κύθηρα και την επομένη έφυγε για την Καλαμάτα. Την ίδια μέρα, 27/9/44, το πρωί στις 10 έπιασε στο Καψάλι το Ελληνικό Αντιτορπιλικό «Θεμιστοκλής», το οποίο, μαζί με δύο ακόμη Αγγλικά αντιτορπιλικά, φέρανε μια μοίρα του Ιερού Λόχου, 550 περίπου άνδρες. Γίνανε υποδοχές, τελετές και άλλες εκδηλώσεις, μέχρι και τις 5 Οκτωβρίου, όπου έφυγαν και τα τελευταία συμμαχικά καράβια.
Στο νησί από κει ΄και μετά και μέχρι τις 18 Ιανουαρίου του 1945 παρέμεινε η πολιτοφυλακή του ΕΑΜ, η οποία ήταν και το μόνο όργανο τάξης στο νησί. Αργότερα οι εξελίξεις ήταν αυτές που ίσχυσαν και στην υπόλοιπη Ελλάδα. και λίγο πολύ τις γνωρίζουμε όλοι.

                                                                Μανόλης Δαπόντε
















                 



.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου