Παρασκευή 25 Νοεμβρίου 2011

ΕΝΑΣ ΑΙΩΝΑΣ ΚΥΘΗΡΑ 2004 Α μερος


 Πάνω φωτό: Το Δημοτικό σχολείο Χώρας το 1934,ο γράφων είναι στην πρώτη σειρά όρθιων από κάτω προς τα πάνω και είναι από τα αριστερά προς τα δεξιά 4ος με τα λευκά γιακαδάκια,ήταν τότε στην 4η τάξη.Οι δάσκαλοι είναι ο Γ. Αλβανάκης και η Γυναίκα του η κυρία Άννα.Δίπλα ακριβώς στο δάσκαλο, είναι ο Βύρων Δαπόντε που ήταν τότε στην πρώτη τάξη.

 Κάτω φωτό: Είναι τα αυτοκίνητα της δεκαετίας του'20,
 περιγράφω στο βιβλίο τι γινότανε μ΄αυτά τότε στα σχολεία.




 Όπως το λέει και ο τίτλος, στο βιβλίο έχω αποθανατίσει τα Κύθηρα του 20ου αιώνα, του 1900. Εστιάζω περισσότερο στη Χώρα όπου ζούσα και έχω προσωπικά βιώματα. Από τη σελίδα 29 έως τη σελίδα 87 έχω καταγράψει στοιχεία κατά την περίοδο του Αλβανικού έπους, όπως τα έζησα, της κατοχής, για την Εθνική Αντίσταση στο νησί 1942-1944, για την απελευθέρωση του από το ναζιστικό ζυγό, πρώτο κομμάτι της Πατρίδας μας που απελευθερώθηκε (4 Σεπτέμβρη 1944), το τετραήμερο σφυροκόπημα των κατακτητών από τους αντάρτες του ΕΛΑΣ και πολλά άλλα.

Αμέσως εδώ παραθέτω τον πρόλογο που έγραψε η κυρία Ναυσικά Κασιμάτη.  

  
                                         Με ένα άλμα θα πάμε στη σελίδα 149

        Eξηλεκτρισμός Κυθήρων -ΔΕΗ-Περίοδος 1963 έως 1974



Θα επαναλάβω: Αν τα κείμενα των σελίδων
 δεν διαβάζονται- είναι μικρά- τα γράμματα, βάλτε
τον κέρσορα στο φακό, -κάτω δεξιά- και μεγαλώστε τα
όσο σας βολεύει 125% ή 150% κ.λπ.




Έτσι δουλεύαμε τότε, όλοι στη γραμμή των πρόσω και πάντα πρώτος ο γράφων, ποτέ δεν είχα το «κόμπλεξ» του προϊστάμενου, πάντα πρώτος.
Σήμερα;;; κατ’ αρχή η ΔΕΗ πια τα δίνει όλα στους εργολάβους, ακόμη και τις παροχές. Όσο για κάποιες επισκευές υπογείων δικτύων ιδίως στην Αθήνα, βλέπουμε το τριμελές συνεργείο όπου: ένας σκάβει και δύο «εργοδηγοί» (τρομάρα μας), με τα χέρια στις τσέπες τον παρακολουθούν. Με αυτά οι πολιτικοί και οι προσκείμενοι σ’ αυτούς συνδικαλισταράδες βουλιάξανε το «πλοίο»



------------------------------------------------------------







Εδώ πρόσθεσα κάποιες φωτογραφίες από τότε στις οποίες βλέπουμε καλλίτερα
το αυτοσχέδιο μοτοποδήλατο που περιγράφω, είναι αυτό στο πρώτο πλάνο.


Το άλλο στα δεξιά είναι το BSA του αξέχαστου Βαλεντόγιαννη. Καθόμαστε στον
τοίχο ο γράφων και ο άλλος αξέχαστος ο Μανώλης Βικέτος.
                                         
                                                                      
Εδώ βλέπουμε και τα τρία μηχανάκια, πρώτο πλάνο τώρα είναι τα Bismarck
του  Μανώλη Βικέτου, καθήμενοι εδώ, είμαστε πάλι ο γράφων
 και ο Βαλεντόγιαννης.



            Αυτή η φωτό είναι μπροστά στο υδροηλεκτρικό εργοστάσιο της ΔΕΗ στο Λάδωνα,
               ήτανε το πρώτο της υδροηλεκτρικό τότε και ήτανε αξιοθέατο. Στη φωτό είναι
                  το μηχανάκι μου και όρθιος ο Βαλεντόγιαννης εγώ δε μισοκαθησμένος.

             
                 Οι μονταρισμένες τέσσερις φωτό εδώ αμέσως είναι από σελίδες του  βιβλίου.
          

Τετάρτη 23 Νοεμβρίου 2011

Τα ταξίδια του Κατερίνα (2005)








Το 1978 έγινα συνταξιούχος. Πριν καλά –καλά ολοκληρωθεί η διαδικασία συνταξιοδότησης, παράγγειλα το «Κατερίνα». Ήταν κάτι που «μου το είχα τάξει» από χρόνια. Το διαχειρίστηκα ως πλοίαρχος
και πλοιοκτήτης για 18 ολόκληρα χρόνια, το χόρτασα και το πούλησα το 1996, για να επαναπατριστώ.
 Την ιστορία αυτή και τα ταξίδια μας, έχω καταγράψει στο βιβλίο αυτό εδώ. 
Σύμφωνα με την γνώμη όσων το διάβασαν αξίζει να διαβαστεί, διαβάζοντάς το, θα ταξιδέψετε και σεις μαζί μας και θα απολαύσετε πολλές περιγραφές και φωτό, από ολόκληρη την Ελλάδα.


Tο οπισθόφυλλο



                                                Αφιερωμένο:


                  Στην οικογένειά μου,  


    Στις εγγονές μου: την Κατερίνα μας και την Ευούλα μας και...                                                        
                                                                                
                                                                                          

 και τους εγγονούς  μου: το Μανολάκι και τον Καλλίμαχο. 




 Στη συνέχεια θα προσθέσω κάποιες  σελίδες και φωτογραφίες από το βιβλίο

Πρώτα-πρώτα όμως ας διαβάσoυμε τον πρόλογο του βιβλίου, γραμένο από τον
αγαπητό  μας  Γ. Π. Κασιμάτη - Δρυμωνιάτη


Π Ρ Ο Λ Ο Γ Ο Σ

Μοσχοβολιά εφηβικής φρεσκάδας αποπνέει και των ώριμων ημερών τη σοφία κουβαλεί τούτο το τελευταίο έργο του ογδοντάχρονου Έφηβου των Κυθήρων. "Τα ΤΑΞΙΔΙΑ ΤΟΥ ΚΑΤΕΡΙΝΑ" είναι το τρίτο βιβλίο του Μανόλη Δαπόντε, που πολυχρονεμένος νάναι, και να μας δώσει κι άλλα πολλά. Κι είναι και τούτο γεμάτο από καταθέσεις της ψυχής, της αγέραστης κι ακούραστης ψυχής του, που κατά κεντρά της έχει το Τσιρίγο του, την αγαπημένη του (κι αγαπημένη μου) πατρίδα, την πηγή της έμπνευσής του και τον προορισμό της αγάπης του. Πού το πάει, πού το φέρνει, το ταξιδεύει σ’ όλα τα πελάγη το «ΚΑΤΕΡΙΝΑ» του, μα στο Καλαδί αγκυροβολεί και στο Καψάλι πρυμνοδετεί την καρδιά του.

 Σαν μυθιστόρημα λέει πως το έγραψε, είναι αλήθεια πως αυτή η μικρή ιστορία ενός πλεούμενου, γραμμένη με τον απλό, ανθρώπινο, αφηγηματικό λόγο του καπετάνιου του, που επί 18 ολόκληρα χρόνια είχε γίνει ένα με δαύτο, σε κάνει να ταξιδεύεις κι εσύ, ν’ ακολουθείς τις ρότες του, να ζεις μέσα από το κείμενο τα έργα και τις ημέρες του ήρωά του. Το διαβάζεις χωρίς σταματημό και βρίσκεσαι τη μια να ρίχνεις παραγάδι για ξιφιούς στα νοτιοδυτικά των Κυθήρων, τη άλλη να περνάς ξυστά κάτω από την γέφυρα του Ευρίπου για να σώσεις στη Χαλκιδική και να κουμαντάρεις τους ιστιοπλοϊκούς αγώνες κι ύστερα πάλι βρίσκεσαι να τριγυρνάς όλο το Αιγαίο ή το Ιόνιο για υποβρύχιες έρευνες ή να γλυκοκοιτάζεις τιμονιάροντας τα κάλλη της Πάολα που την πας κρουαζιέρα στις Κυκλάδες. Μια ιστορία ενός μικρού καραβιού, φαινομενικά απλή, μα που μέσα απ’ αυτήν αναβλύζει η δεκάδων αιώνων θαυμαστή θαλασσινή ιστορία των Ελλήνων νησιωτών.

Αυτή η πολύμορφη, πολύπλευρη και γεμάτη δράση ζωή των Ελλήνων ναυτικών είναι αποτυπωμένη και στη μορφή του ήρωα των ταξιδιών του «ΚΑΤΕΡΙΝΑ». Μια ζωή γεμάτη εναλλαγές, πολυτάραχη σαν τη θάλασσα, π’ ανεβοκατεβαίνει σαν τα κύματα του σιρόκου. Από την απόλαυση της ξαστεριάς, της αστροφεγγιάς και της παραδείσιας γαλήνης, στον ξαφνικό χαμό του μπουρινιού και της φουρτούνας κι από την αναζήτηση των μυστικών του βυθού και των ρευμάτων, στην καθημερινότητα του βιοπορισμού, του επαγγελματισμού, της βιοπάλης. Ζωή γεμάτη δράση και αγώνες, που πλάθει όμορφους και δυνατούς ανθρώπους. Όλα αυτά δοσμένα με τη ζεστασιά του αφηγητή, γλαφυρά, με ύφος κατανοητό και γνήσιο, σου οδηγούν τη φαντασία σου μακριά, σε τέρπουν και σε θέλγουν, όπως σ’ έθελγαν οι ιστορίες τσιριγώτικης βεγγέρας, που ήρωές τους είχαν τους παππούδες μας και τα θαυμαστά βιώματα της καθημερινότητάς τους. Σε κάνουν να ζεις κι εσύ τα βιώματα του καπετάν Μανόλη σ’ όλα εκείνα τα ταξίδια του και να ζηλεύεις που δεν έτυχε να είσαι ένας από τους τρεις τούς γιους του. Κι έτσι, όπως τα λόγια είναι πλεγμένα με περίσσια αγάπη για την πατρίδα τη μικρή και στέλνουνε μηνύματα, που είθε να τα λάβει προπαντός η νιότη του νησιού μας, τελειώνοντας το διάβασμα γεμάτος χαρμονή, δεν μπορείς παρά να πεις: Χαλάλι οι κόποι σου, αειθαλή ογδοντάχρονε, Έφηβε των Κυθήρων!


Θα ξεκινήσω την παρουσίαση του βιβλίου με κάποιες από τις ομιλίες παρουσιαστών και κάποιες κρητικές πελατών του "Κατερινα"


ομιλίες παρουσιαστών:



α) Η ομιλία της συντονίστριας, εκπροσώπου της συντροφιάς Κυθηρίων Κυριών,
υπο την αιγίδα της οποίας έγινε η παρουσίαση, κυρίας Ελένης Φιλοσοφωφ.






Η εκ των ομιλητών κατά την παρουσίαση καθηγήτρια κυρία Κούλα Κασιμάτη:
                                                                                Γιώργης Π. Κασιμάτης-Δρυμωνιάτης



Και η ομιλία του  ταλαντούχου του γραπτού λόγου φίλτατου
 Γ. Π. Κασιμάτη Δρυμωνιάτη.




   Πάμε τώρα σε κάποιες κριτικές πελατών του "Κατερίνα"
φίλων, του θαλάσσιου τουρισμού:



Εδώ σχολιάζει ο Antrea ένας πανέξυπνος δεκάχρονος γιος του Bubbi Spaletti.

 
 
 
Οι σχολιαστές εδώ είναι δύο Ιταλοί κι αυτοί, οι P.Farinola και  A.Fago.
 
 
Δύο και εδώ πάνω: ο Valentino Comelli και κάτω η δεσποινιδούλα Rosy. 
 
 
 
Και εδώ δύο, πάνω Juliana, Minu Bruno  και κάτω χωρίς όνομα.




Πάμε και σε κάποιο δικό μας τον κ. Δενδρινό:

        Νικ. Δενδρινός.

ΕΠΙ ΤΕΛΟΥΣ , ΠΡΩΤΟΤΑΞΙΔΟΙ

(...)Επι τέλους λοιπόν, όπως και στην «Εισαγωγή» το αναφέρω, ένα μεσημέρι,κάπου στα μέσα του Μάη του 1979, πάνοπλοι, πήραμε απόπλου από το λιμεναρχείο Γλυφάδας για που αλλού, για τα πανέμορφα ΚΥΘΗΡΑ, για το Καψάλι, ημερολόγιο δεν είχαμε ανοίξει, επίσημο, κανονικό, αφού για την κατηγορία μας δεν ήτανε υποχρεωτικό κι έτσι τίποτα κατά το ξεκίνημα.  Αργότερα όμως κάποια αφορμή επέβαλε να ανοίξουμε ημερολόγιο, πράγμα που έγινε στις 18 Ιουλίου του 1979 (θα τα δούμε στην πορεία). Από τις δοκιμές διαπιστώσαμε μία απόκλιση από τα συμφωνηθέντα (δυστυχώς,  προφορικά) με το ναυπηγείο, ως προς την ταχύτητα του σκάφους. Μας είχανε βεβαιώσει ότι το  σκάφος θα είχε μια ταχύτητα υπηρεσιακή, γύρω στα 18 μίλια, και δυστυχώς, (όχι εντελώς  δυστυχώς, όμως ουδέν απόλυτον) η υπηρεσιακή του ταχύτητα βγήκε περί τα 11μίλια.

Το όχι "εντελώς δυστυχώς", γιατί λόγω της χαμηλότερης ταχύτητας  ήτανε και πάρα πολύ οικονομικό σε κατανάλωση καυσίμων και μην ξεχνάμε ότι η πρώτη πετρελαϊκή κρίση είχε αρχίσει να διαφαίνεται στον ορίζοντα τότε.    Και για να το κάνω εδώ λίγο πιο λιανά, εξηγώ ότι με την πραγματική του αυτή   ωριαία ταχύτητα κατανάλωνε 35 λίτρα την ώρα, ενώ αν έβγαζε τα 18 μίλια, η  κατανάλωση θα ήτανε τριπλάσια, χώρια που και η καταπόνηση των μηχανών θα ήτανε πάρα πολύ πιο βαριά, με τα γνωστά επακόλουθα. Προσαρμοστήκαμε  λοιπόν σ' αυτή την ταχύτητα και «ούτε γάτος ούτε ζημιά», παρ' όλο που οι μηχανές    που του βάλαμε ήτανε δυο εξακύλινδρες «ford», 150 ίππων η κάθε μία, συνολικά
       δηλαδή  300 ίπποι.

 Ύστερα απ’ αυτά, στο Καψάλι φτάσαμε περίπου στις δέκα το     βράδυ και αράξαμε κανονικά. Το ταξίδι κράτησε 11 ώρες. Μαζί μου, θυμάμαι, σ' αυτό το πρώτο ταξίδι είχα τον πρώτο μου γιο, το Γιάννη, και φιλική συντροφιά   το γνωστό Τριαρχόγιαννη, που είχε τότε προγραμματίσει ταξίδι για την ιδιαίτερη     πατρίδα μας και με την ευκαιρία ήρθε μαζί μας. Το ταξίδι, εκτός από κάποιο εξάρι  Πονέντε-Μαΐστρο(Β.Δ.), ο οποίος για το «Κατερίνα» δεν ήτανε τίποτα, ήτανε ένα ωραίο ταξίδι, αφού το σκάφος, οι μηχανές, όλα, ήτανε ολοκαίνουργια,     καλοτοποθετημένα όλα, με τον καλύτερο τρόπο, με προσοχή και επιμέλεια όλα, από εμάς τους ίδιους, τα περισσότερα με τα καλύτερα και ακριβότερα υλικά της αγοράς. Για ότι δε δεν είχαμε τοποθετήσει εμείς οι ίδιοι, όπως τις μηχανές, που τις ανέθεσα στο ναυπηγείο, γιατί είχα διαπιστώσει πως κάνανε άριστη δουλειά αλλά και ήμουνα συνέχεια από πάνω, μ' όλο που δεν ήτανε ανάγκη, γιατί την παραγωγή του ναυπηγείου την παρακολουθούσαν τρεις νηογνώμονες κι αυτό γιατί όλα σχεδόν τα μεγάλα σκάφη (από 10 μέτρα και πάνω) προοριζόντουσαν για στρατιωτική ή κρατική χρήση, για περιπολικά, πιλοτίνες, πυροσβεστικά κ.λπ

.Όπως έγραψα στο προηγούμενο βιβλίο μου, το σκάφος, αφού ξεκίνησε σαν ψαράδικο ανοιχτής θαλάσσης, είχε ένα σύγχρονο μεγάλο ηλεκτρικό ψυγείο, χωρητικότητας 8 κυβικών μέτρων, μέσα στο οποίο βάλαμε  και πήραμε μαζί μας  800 κιλά δολώματα. Το μόνο που απέμενε ήτανε να βρω «τσούρμο», -πλήρωμα-. Αλλά μια και φτάσαμε στο «τσούρμο», να περιγράψω αυτά που είχα δει και με είχανε κυριολεκτικά αφήσει άφωνο στο στολίσκο των  ιταλικών (των σιτσιλιάνικων) ψαράδικων, που παρακολούθησα σε πρώτο πλάνο  από ένα απ' αυτά τα σκάφη, στο οποίο βρέθηκα επιβάτης-παρατηρητής το Πάσχα του 1974, όταν με πήρανε μαζί τους σε μια ολονύχτια αλιευτική έξοδο. Κάτι έχω γράψει στο «Ενας αιώνας Κύθηρα», αλλά εδώ θα τα πούμε με λεπτομέρειες και να
αρχίσουμε από…(...)

Τα σιτσιλιάνικα σκάφη

 (...) Tα πλεούμενα, με τα οποία ήρθανε στο νησί το καλοκαίρι του 1968, ήτανε τα πιο πολλά γύρω στα 14 μέτρα (τα πιο μικρά δωδεκάμετρα κα τα πιο μεγάλα 15-16 μέτρα.) Ήτανε όλα ξύλινα και ήτανε όλα  ίδια, με τις δικές μας μηχανότρατες. Είχανε όλα από μία μηχανή γύρω στα 150 άλογα, που τους έδινε μια ταχύτητα  πορείας 10 μίλια. Φυσικά, είχανε κι αυτά όλα το ψυγείο τους, μεγάλο και σύγχρονο    ψυγείο, αφού χωρούσε γύρω στους 10 τόνους ξιφιούς το καθένα.

 Μια κάποια διαφορά από τα δικά μας σκάφη ήτανε το ότι είχανε πολύ πιο επίπεδο κατάστρωμα, έτσι που πάνω σ' αυτό το πλήρωμα δούλευε με πολύ περισσότερη άνεση, απ' όσο οι δικοί μας ψαράδες στα δικά μας ψαράδικα, των οποίων τα καταστρώματα είναι πολύ περισσότερο επικλινή και κουράζουνε πολύ τους ανθρώπους που δουλεύουνε πάνω σ' αυτά. Το καθένα από τα σκάφη των Σιτσιλιάνων είχε εξαμελές πλήρωμα, αποτελούμενο από ένα βετεράνο (παλιό) ψαρά, περίπου 45-50 χρόνων, αυτός ήτανε και ο καπετάνιος τους, τέσσερις παίδαρους ηλικίας 20 ως 30 χρόνων ο καθένας τους, (καλά εδώ μιλάμε για κάτι λεβέντες με κάτι πλάτες ένα μέτρο και κάτι μπράτσα σίδερα) κι έναν πιτσιρικά ηλικίας περίπου 18-22 ετών, μαθητευόμενο πάντα.(...)

 

             Αυτά ήτανε τότε τα σκάφη των Ιταλών


Πώς και πού ψαρεύανε οι Σιτσιλιάνοι
(...)Πρώτα όμως να πω ότι αυτούς, κάθε απόγευμα σχεδόν που βγαίνανε από το Καψάλι να πάνε για δουλειά, τούς παρακολουθούσα από τα παράθυρα του σπιτιού μου και ειλικρινά τους καμάρωνα, τους θαύμαζα και τους ζήλευα καλοπροαίρετα, καθώς τους έβλεπα μέχρι που χανόντουσαν στο βάθος του ορίζοντα, οικτίροντας ταυτόχρονα τους δικούς μας προσκολλημένους στο παρελθόν ψαράδες, οι οποίοι με τα δικά τους βαρκάκια βγαίνανε κι αυτοί την ίδια ώρα για να πάνε γιαλό-γιαλό να δουλέψουνε τις ίδιες σχεδόν ώρες και να φέρουνε μια ψαριά, μικρό-μικρό κλάσμα αυτής των Σιτσιλιάνων.

 Εδώ λοιπόν, όπως είπα πιο πάνω, θα περιγράψω αυτά που παρακολούθησα με πάρα πολλή προσοχή εκείνο το αξέχαστο Πάσχα του 1974, που με πήρανε μαζί τους. Πώς το κατάφερα αυτό το περιγράφω στο «Ένας αιώνας Κύθηρα». Να πούμε όμως ότι αυτοί ψαρεύανε ομαδικά, δηλαδή συνήθως είχανε ομάδα από τρία-τρία σκάφη και σπανιότερα τέσσερα, ή και δύο, συνηθέστερα όμως τρία. Με είχανε ειδοποιήσει από το πρωί να είμαι στις τρεις στο Καψάλι.
(Νομίζω πως είμαι ο μόνος Έλληνας που πήρανε μαζί τους, τουλάχιστον ώς τότε.) Θυμάμαι τότε, όπως και τώρα, ότι το Πάσχα γιορτάζει ο Στρατός, η Αστυνομία κλπ. και με την ιδιότητα του προϊσταμένου της ΔΕΗ, είχα υποχρέωση να παραβρεθώ στη γιορτή. Η γυναίκα μου γκρίνιαζε: «Θα σε παρεξηγήσουν, μη φύγεις». Πού ν' ακούσω εγώ, είχα τόση περιέργεια να παρακολουθήσω αυτό το ψάρεμα, που δεν άκουγα τίποτα. Τελικά πήγα ακριβώς στην ώρα μου στο Καψάλι.

Φύγαμε σχεδόν στις τέσσερις. Ο καπετάνιος του καϊκιού που με είχε καλέσει στο σκάφος του ήτανε μέλος ενός στολίσκου από τρία συνολικά πλεούμενα. Ξεκινήσαμε όλοι μαζί κοντά-κοντά τα σκάφη, και πήραμε μια πορεία δυτικά. Ταξιδέψαμε με όλη την ταχύτητα, τα 10 περίπου μίλια την ώρα επί δυόμισι ώρες, που θα πει ότι, διανύσαμε μια απόσταση κάπου 25 μιλίων. Το Τσιρίγο το βλέπαμε πίσω μας, όπως περίπου φαίνονται με καλές συνθήκες ορατότητας από μας τα Αντικύθηρα. Εκεί κόψανε ταχύτητα, πλησιάσανε όλα τα σκάφη το ένα με τ' άλλο, ένα από τα τρία είχε ετοιμάσει μια μεγάλη τσαμαδούρα με μακρύ κοντάρι, όπου πάνω σ' αυτό είχε μια μεγάλη μαύρη σημαία και ειδικό αναλάμπον φωτάκι. Απάνω σ' αυτήν δέσανε και τα τρία σκάφη την άκρη του παραγαδιού τους κι αμέσως ξαναξεκίνησαν με όλη τους την ταχύτητα προς διαφορετικές καταυθύνσεις.(...) Αλλά εδώ να πούμε εν συντομία δυο λόγια για ...

Τα σιτσιλιάνικα παραγάδια

Αυτά είχανε γύρω στα 250 αγκίστρια το καθένα. Τα αγκίστρια που χρησιμοποιούσανε αυτοί τότε ήτανε ένα νούμερο κάτω από το μηδέν (το -1), η απόσταση του ενός από το άλλο 50 μέτρα, η «μάνα» του παραγαδιού Νο 150 (αυτό θα πει 1,50 χιλιοστό) και τα παράμαλλα μήκους 4,50 μ. το καθένα, από διπλό 120άρι. Η μάνα κάθε 50 μέτρα έχει μία θηλιά καμωμένη από ειδικό κόμπο, πάνω στον οποίο συνδέεται το παράμαλλο, με πανεύκολο και ταχύτατο τρόπο, έτσι που, αν στο μάζεμα κάποιο παράμαλλο έχει κάποια ζημιά, να αντικαθίσταται πάραυτα κι έτσι το παραγάδι να μαζεύεται μέσα στην κόφα του «νεταρισμένο» και πανέτοιμο για την επόμενη έξοδο.

 Η «κόφα» είναι μία κασόνα 0,80 Χ 0,80 Χ 0'80 του μέτρου. Και τώρα να δούμε πώς ρίχνει το παραγάδι αυτή η αξιοθαύμαστη ομάδα, της οποίας την εργατικότητα και τη μεθοδικότητα θα ζήλευαν ακόμη και οι μέλισσες. Στο πίσω-πίσω μέρος του καϊκιού, που είναι πάντα «καραβόσκαρο» (αυτό θα πει ότι η πρύμη είναι διαμορφωμένη σε σχήμα ανοιχτού ημικύκλιου),




                                               Η σιτσιλιάνικη ομάδα εν δράσει


τοποθετούνε την κόφα με το παραγάδι που θα ρίξουνε. Πάνω στην κουπαστή (αυτή η κουπαστή έχει ένα ύψος περίπου 80 εκ) είναι βιδωμένη σταθερά μία σανίδα πλάτους 25 εκ. και μήκους γύρω στα 80 εκ. Μπροστά σ' αυτή τη σανίδα έχουνε τοποθετήσει το παραγάδι. Δίπλα στο παραγάδι, πάνω σ' ένα ιδικό σκαμπό κάθεται αυτός ο οποίος ελέγχει το παραγάδι που φεύγει μόνο του, αφού η άκρη  του, όπως είπαμε, είναι ήδη στη θάλασσα δεμένη πάνω στην τσαμαδούρα και το σκάφος κινείται προς τα εμπρός μ' όλη του την ταχύτητα. Απλώς, αυτός που ελέγχει το ρίξιμο του παραγαδιού έχει με τον αντίχειρα και το δείχτη του κάθε χεριού φτιάξει από ένα κουλουράκι, μέσα από το οποίο περνάει η μάνα» του παραγαδιού που φεύγει.

Στην απέναντι πλευρά του παραγαδιού στέκεται όρθιος ένας άλλος από τους τέσσερις λεβέντες που περιέγραψα πιο πάνω. Αυτός έχει     δίπλα του το μπουγέλο, (ολόκληρο βαρέλι είναι αυτό) με τα ξεπαγωμένα δολώματα.  Αυτά είναι κατεψυγμένα σκουμπριά, μεγέθους περίπου τέσσερα στο κιλό, δηλαδή 250 γραμ. το καθένα. Είναι αυτός που δολώνει και φροντίζει να έχει διαρκώς δολωμένα τρία-τέσσερα αγκίστρια, με τη σειρά που θα φύγουνε πάνω στη βιδωμένη στην πρύμη σανίδα, έτσι που όταν το παράμαλλο του καθενός περάσει και φύγει από τα χέρια του πρώτου της ομάδας να παρασύρει με πανεύκολο τρόπο και το δολωμένο αγκίστρι και να το πάρει μαζί του στη θάλασσα.

 Δεν το είπαμε, και να το πούμε τώρα, ότι τα παραγάδια αυτά είναι πλωτά. Στην επιφάνεια (όχι ακριβώς) τα κρατάνε κάποιοι πλωτήρες (συνήθως πλαστικά μπιτόνια των δύο λίτρων είναι αυτά), τα οποία έχουνε δεμένο πάνω τους ένα άλλο παράμαλλο, επίσης  4,5 μέτρα. Αυτά που σας είπα έως εδώ, μας λένε, ότι το δολωμένο αγκίστρι βρίσκεται σ' ένα βάθος 9 περίπου μέτρων, (4,5 μέτρα το δικό του παράμαλλο και άλλα τόσα το παράμαλλο του πλωτήρα) ενώ η μάνα του παραγαδιού βρίσκεται σ' ένα βάθος από 4,50 μ. (έως 8 με 10 μ)., κι αυτό αγκίστρι παρά αγκίστρι. Οι πλωτήρες -μπουκάλια- είναι μέσα σε τσουβάλια με τυλιγμένο πάνω τους το σπάγκο πρόσδεσης ή παράμαλλό τους. Δίπλα στο παλικάρι που δολώνει, στέκεται ένας τρίτος λεβέντης. Αυτός έχει πάντα στα χέρια του ένα πλωτήρα με ξετυλιγμένο το παράμαλλο του. 

Ο πρώτος της ομάδας, αυτός που ελέγχει το ρίξιμο του παραγαδιού, σε κάθε δεύτερο αγκίστρι, στο σημείο που είναι προσδεμένο το παράμαλλο ακινητοποιεί το παραγάδι με τα δυο του χέρια και αυτός που δολώνει έχει πάρει εν τω μεταξύ από τα χέρια του τρίτου της ομάδας ένα παράμαλλο πλωτήρα, το οποίο (παράμαλλο) δένει με κινηματογραφική ταχύτητα πάνω στη «μάνα» του παραγαδιού, στο σημείο που πιο πάνω περιέγραψα, ταυτόχρονα ο προηγούμενος πετάει τον πλωτήρα στη θάλασσα.

 Ύστερα απ' αυτά που σας ανέφερα προκύπτει ότι το αγκίστρι, στου οποίου το παράμαλλο δέθηκε πλωτήρας, ψαρεύει στα εννέα μέτρα, ενώ το άλλο δίπλα του, που δεν έχει πλωτήρα, ψαρεύει πιο βαθιά. Τώρα ο τέταρτος παλικαράς της ομάδας φροντίζει ώστε αυτός που ετοιμάζει και δίνει πλωτήρα στον δεύτερο (αυτόν που δολώνει, αλλά και δένει) να έχει πάντα δίπλα του τσουβάλι με πλωτήρες, (τα κουβαλάει από την αποθήκη του σκάφους), αλλά βοηθάει και σε ό,τι άλλο τύχει.

 Ο πιτσιρικάς του πληρώματος, ο μαθητευόμενος, κάνει όλες τις άλλες βοηθητικές δουλειές στο σκάφος, ενώ ο καπετάνιος είναι στο πιλοτήριο και κουμαντάρει την πορεία του σκάφους, ελέγχοντας και παρακολουθώντας τα πάντα. Κάθε περίπου 40-50 πλωτήρες μικρούς βάζουνε μια τσαμαδούρα παρόμοια μ' αυτήν που αφήσανε στο ξεκίνημα, με σημαία και φωτάκι αναλάμπον.

 Τα τρία σκάφη, των οποίων τη δραστηριότητα περιγράφω, φύγανε προς τρεις διαφορετικές κατευθύνσεις, δηλαδή το μεσαίο τράβηξε γραμμή δυτικά, το προς τα αριστερά του πήρε πορεία 45ο νοτιότερα και εμείς με το τρίτο, οι πιο προς τα βόρεια, πήραμε πορεία 45ο βορειότερα από το μεσαίο. Οι τρεις πορείες που ακολουθήσαμε σχημάτισαν μία ορθή γωνία, στα δύο σκέλη της οποίας ταξιδεύανε τα δύο ακριανά σκάφη και στη μέση της, το μεσαίο.

 Ρίξαμε από 500 αγκίστρια το κάθε σκάφος, δηλαδή από 25 χιλιόμετρα παραγάδι το καθένα και λίγο πριν τελειώσουμε δε βλέπαμε πια ο ένας τον άλλον. Την άκρη του παραγαδιού τη δέσανε σ' ένα κουλουρόσκοινο (ένα μακρύ λεπτό μα γερό σκοινί είν' αυτό) μήκους περίπου 100 μέτρων και την άκρη του σκοινιού πάνω στο σκάφος, που βέβαια σταμάτησε, έσβησε τη μηχανή και το αγκυροβολήσανε με μια πλωτή άγκυρα (αλεξίπτωτο) να το παρασύρει αργά το ρεύμα, μαζί με το παραγάδι, γιατί αέρας δε φύσαγε από πουθενά, ήτανε άπνοια.

Περιττό να πω ότι σ' αυτή την περιοχή όπου βρισκόμασταν, δεν βλέπαμε από πουθενά στεριά. από το Καψάλι απ’ όπου είχαμε φύγει, απέχαμε 40 σχεδόν μίλια. Αμέσως ετοιμάσανε φαγητό, μάλλον είχε φροντίσει γι' αυτό από πρωτύτερα το «τζόβενο», (ο μικρός του πληρώματος).

 Με είχανε συνέχεια «μη βρέξει και μη στάξει», προσπαθούσανε να με περιποιηθούνε με τον καλύτερο τρόπο και στη όποια απορία μου και ερώτησή μου απαντούσανε πάντα με προθυμία και ευχαρίστηση. Μόλις τελειώσαμε το φαγητό, η ομάδα των τεσσάρων μαχίμων, με τον καπετάνιο, όρισαν έναν για βάρδια και οι άλλοι τέσσερις πήγανε γραμμή για ύπνο. Ο νεαρότερος ανέλαβε να μαζέψει το τραπέζι και ο καπετάνιος φαγώθηκε να μου παραχωρήσει το κρεβάτι του να πάω να κοιμηθώ. Εγώ, βέβαια, ούτε να τ' ακούσω, αφού, όπως του δήλωσα, εγώ ήρθα να δω τα πάντα, αν ήθελα να κοιμηθώ θα έμενα σπίτι μου.

 Η ώρα πλησίαζε πια 9 μ.μ. Κάτσαμε με το «βαρδιάνο» στην τιμονιέρα και παρακολουθούσαμε τα πάντα γύρω μας. Ήτανε μία ειδυλιακή νύχτα και μέσα σ' αυτή την απεραντοσύνη της ανοιχτής θάλασσας όπου βρισκόμασταν υπήρχε κάτι το απερίγραπτα μαγικό, που μ' έκανε να μην ξέρω τι να πρωτοθαυμάσω. Πριν καλά-καλά περάσει μία ακόμη ώρα, παρατηρήσαμε στο βάθος του ορίζοντα κάποιο φως αμυδρό, υπόνοια στη αρχή, που σιγά-σιγά όμως καταλάβαμε πως ήτανε βαπόρι και σε λίγο ακόμη βεβαιωθήκαμε ότι πράγματι ήταν.

 Από την αρχή φάνηκε ότι η πορεία του ήταν πάνω μας και λίγο αριστερά μας, πράγμα που σήμαινε πως θα περάσει πάνω από τα παραγάδια μας. Κάναμε λίγο ακόμη υπομονή, αλλά όταν η υπόνοια έγινε βεβαιότητα κι αφού ο Ιταλιάνος πέταξε κάμποσες βρισιές, χτύπησε συναγερμό, σηκωθήκανε όλοι και κάνα δυο, ή  περισσότεροι απ' αυτούς, χουφτώσανε το σκοινάκι που μας ένωνε με το παραγάδι. Το βαπόρι πια ήτανε ολοφάνερο πως θα περάσει περί 600-800 μέτρα αριστερά μας, δηλαδή πάνω από το παραγάδι μας. Πέσανε κάποιες ακόμη ξενόγλωσσες βλαστήμιες και ξαφνικά αισθανθήκανε όλοι ταυτόχρονα ότι το παραγάδι μάς το έκοψαν.

 Μαθημένοι αυτοί από τέτοια, αρχίσανε αμέσως να μαζεύουνε το κομμένο κομμάτι και σε λίγο, πιο λίγο από τα δέκα αγκίστρια, καταλάβανε ότι φέρνουνε ψάρι. Αμέσως μειώσανε τους ρυθμούς τους και σε λίγο ακόμη το ψάρι ήτανε δίπλα στο σκάφος, όπου σχεδόν αυτόματα διαπιστώσανε ότι ήτανε δελφίνι. Ένα δελφίνι όπως αυτοί εκτιμήσανε περίπου 100 κιλών. Με μεγάλη μαεστρία, υπομονή και επιμέλεια κατορθώσανε και το ξαγκιστρώσανε και το αφήσανε να φύγει ζωντανό.

Ψάξαμε λίγο και βρήκαμε την κομμένη άκρη του παραγαδιού, για να συνεχίσουμε το μάζεμα. Αλλά όμως εδώ πρέπει να περιγράψω τον απίστευτα μεθοδικό, θεαματικό και γρήγορο τρόπο, με τον οποίο μαζεύουνε παραγάδια, ψάρια όλα...

Μάζεμα λοιπόν.

Ένας από τους τέσσερις παίδαρους αναλαμβάνει το μάζεμα, με τα χέρια, παρακαλώ, και με μια απίστευτη ταχύτητα, που πιστέψτε με, εγώ τότε κι όσες φορές προσπάθησα να μετρήσω τις χεριές
δεν το κατάφερα, μάζευε το παραγάδι μέσα στην κόφα. Ο δεύτερος της παρέας, μόλις ερχότανε παράμαλλο, το παραλάμβανε, το ξεδόλωνε, και το τοποθετούσε κανονικά στη σειρά του, στα χείλη της κόφας, όπως ακριβώς γίνεται και στα μικρά παραγάδια. Ο τρίτος της ομάδας, κάθε δεύτερο αγκίστρι που ερχόταν πλωτήρας, τον έλυνε, τύλιγε πάνω(...)

 Πάμε  σε άλλες σελίδες του βιβλίου΄.



                      Όμως πρώτα να δούμε εδώ τα ψάρια που πιάστηκαν εκείνη τη νύχτα. 


  ΤΑ ΔΥΟ ΠΡΩΤΑ ΜΑΣ ΨΑΡΙΑ


(...)Στην πρώτη κανονική έξοδο-εξόρμηση μας είχα μαζί μου και τους τρεις γιους μου. Δε θα πω ημερομηνίες, αφού, όπως κάπου πιο πάνω ανέφερα, δεν είχα κρατήσει ημερολόγιο. Από τις φωτογραφίες που παραθέτω, όμως βλέπουμε, (ξέρω πότε βγήκανε αυτές και μου θυμίζουν πολύ καλά), ότι τότε σ' αυτό το πρώτο ταξίδι πήραμε μαζί μας και τον γνωστό στους πιο πολλούς από μας
Πανάγα, παιδί μιας από τις παλιότερες οικογένειες επαγγελματιών ψαράδων του Καψαλιού.

 Ήτανε μια πανέμορφη νύχτα. Σ’ αυτές τις πρώτες εξορμήσεις και λόγω του ότι ήμασταν και αρχάριοι, ρίχναμε δυο μικρά παραγάδια των 200 αγκιστριών το καθένα. (Τα είχα φτιάξει επίτηδες). Σ' αυτή λοιπόν την πρώτη έξοδο πιάσαμε τους δύο πρώτους ξιφιούς της καριέρας μας, που και οι δυο μαζί, ζύγισαν 200 κιλά. Ο μεγαλύτερος 110 κιλά και 90 ο άλλος. Είναι αυτοί που βλέπετε στη φωτογραφία. Όλες, μάλλον τις περισσότερες φορές, είχα μαζί μου και επισκέπτες.



                                                               Τα δύο πρώτα μας ψάρια.


ΤΑ ΠΙΟ ΜΕΓΑΛΑ ΨΑΡΙΑ ΤΗΣ ΚΑΡΙΕΡΑΣ ΜΑΣ


(...)Σ' ένα τέτοιο ταξίδι, λίγο αργότερα, που είχα μαζί μου το μακαρίτη τον κουμπάρο μου το Χρίστο Καλοκαιρινό με το γιο του το Βαλέριο κι ακόμη τον Αντώνη τον Πίσση και το Μιχάλη το Μεγαλοκονόμο από τον Κάλαμο, είχαμε βγει αρκετά μακριά. Τότε πιάσαμε τους δυο μεγαλύτερους ξιφιούς που μας έτυχαν, όσο καιρό ασχοληθήκαμε με τη συναρπαστική αυτή δραστηριότητα. Είναι αυτοί της φωτογραφίας, που και οι δυο μαζί, κι ένας ακόμη μικρούλης «του γάλακτος» ζυγίζανε 390 κιλά.

 Σ' αυτό το ταξίδι, είχαμε και την παρακάτω εμπειρία κι αυτό ήτανε κάτι από τα λίγα που δε γνώριζα, δε μου το είχανε πει οι Ιταλοί. Διαβάστε: Έχουμε από αρκετή ώρα αρχίσει το «σαλπάρισμα» (τη διαδικασία του μαζέματος). Όλα εξελίσσονται κανονικά, ώσπου ξαφνικά βαραίνει το παραγάδι και λίγο ακόμη και γίνεται ασήκωτο.

 Εγώ που είμαι στην τιμονιέρα βλέπω την ομάδα που προβληματίστηκε, τα βλέπω όλα, είναι μπροστά μου, τ' αφήνω λοιπόν όλα, έχω κάνει «κράτει» από πιο μπροστά και βγαίνω έξω να δω τι συμβαίνει, δοκιμάζω κι εγώ και πράγματι, διαπιστώνω ότι το παραγάδι έχει «κολλήσει». Ρε αμάν! ΄Ενας της παρέας λέει: «Μας κάνανε σαμποτάζ, μας βάλανε αλυσίδες». Τέλος πάντων, αγάντα και αγάντα και άντε και πάλι, δέκα-δέκα πόντους, σιγά-σιγά με πολύ μεγάλη δυσκολία, αλλά ερχότανε…

 Βοηθούσαμε όλοι εναλλάξ λίγο-λίγο, μπορεί να μας πήρε και μισή ώρα. Τελικά, κάποια στιγμή αλάφρωσε κάπως κι ύστερ' από λίγο ακόμη, εγώ είχα γυρίσει μέσα στη θέση μου κι όπως έχω και το νου μου μπροστά να προσέχω πώς είμαστε ως προς το παραγάδι κ.λπ., ξαφνικά βλέπω και πετάγεται μπροστά στην πλώρη, σε μια απόσταση περίπου τριάντα μέτρων, μια μύτη, σαν ένα μικρό αλμπουράκι μικρού ιστιοφόρου. Τα φώτα ήτανε άπλετα και η αναγνώριση έγινε αυτόματα: πρώτο μπόι ξιφίας.

 Μπήκαμε αμέσως στη γνωστή διαδικασία, τον φέραμε κοντά, πρώτος γάντζος, δεύτερος γάντζος, -εν τω μεταξύ με το σαματά ξυπνήσανε και οι επισκέπτες μας-, τρίτος γάντζος λαβή από τη μύτη, κάργα και κάργα κι όπως ήμασταν όλοι πεσμένοι στην κουπαστή προσπαθώντας, κάπου βοήθησε και μια μικρή θαλασσιά, είχαμε περάσει πια μέσα το κεφάλι και αίφνης μπήκε με ορμή μέσα γλιστρώντας σαν χέλι, έτσι που λίγο ακόμη και θα πηγαίναμε έξω όλοι, μαζί με το ψάρι, από το απέναντι άνοιγμα, γιατί εκείνη την πρώτη χρονιά, ανάμεσα σε άποια άλλα μικροπράγματα, που δεν είχαμε ολοκληρώσει, ήτανε και τα δυο ανοίγματα στις δυο πλευρές του σκάφους, τα οποία είχαμε αφήσει ακριβώς γι’ αυτό τον προορισμό, αλλά δεν τους είχαμε βάλει τις πόρτες, τα είχαμε αφήσει σαν ανοίγματα.(...)


Τα πιο μεγαλα ψάρια που πιάσαμε. 

(...)Ήτανε η εποχή κατά την οποία η Σοβιετική Ένωση τότε είχε αγκυροβολημένα έξω απ' το νησί μας μόνιμα γύρω στα δέκα βαπόρια, πολεμικά κ.ά., από τα οποία είχαμε αφήσει τα παραγάδια μας σε μία αρκετά μεγάλη απόσταση ασφαλείας, που τώρα είχε μειωθεί στο μισό. Και εν τω μεταξύ το ρεύμα ήτανε το ίδιο και η κατεύθυνσή του μας πήγαινε γραμμή πάνω στους Ρώσους. Το μόνο που μας έμενε να κάνουμε ήτανε να βάλουμε τα όσο «πιο γρήγορά μας» μπορούσαμε κι αυτό κάναμε, ελέγχοντας και εκτιμώντας διαρκώς τα πάντα. Συνεχίζαμε κι όσο προχωρούσαμε, όλο και πιο πολύ βλέπαμε πως πάμε γραμμή πάνω τους. Εν τω μεταξύ μας χώριζε πια και λίγος χρόνος από το ξημέρωμα. Άρχισε κάποια στιγμή να «χαράζει», όταν αρχίσαμε να βλέπουμε πια ότι οι πλωτήρες μας ήτανε μπροστά σ' ένα μεγάλο πολεμικό πλοίο κάπως περίεργης και αλλιώτικης κατασκευής. Πέρασε ακόμη λίγη ώρα, είχε πια φύγει το σκοτάδι, βλέπαμε πια καλύτερα και εκτιμούσαμε τώρα με ακρίβεια ότι θα περάσουμε μαζεύοντας ακόμη παραγάδι) λιγότερο από 200 μέτρα από την πλώρη τους.

Αρχίσαμε σιγά - σιγά να βλέπουμε και τον κόσμο, που είχε πάνω του αυτό το «θεριό» το οποίο ήτανε πια τόσο πολύ κοντά μας. Διακρίναμε ότι αρκετοί απ' αυτούς ήτανε σε υπηρεσία-σκοπιά με τα όπλα τους σε πλήρη ετοιμότητα, ενώ άλλοι ξυπνούσανε και βγαίνανε έξω ένας-ένας ή και πιο πολλοί μαζί, ώσπου κάποια στιγμή γέμισε το βαπόρι κόσμο. Και τότε και ενώ εμείς μαζεύοντας πάντα το παραγάδι μας ήμασταν πιο λίγο από 150 μ. από την πλώρη τους έγινε το πιο εντυπωσιακό της όλης ιστορίας. Ποιο; Προσέξτε: Ξαφνικά αρχίσανε όλα τα μεγάφωνα του καραβιού να παίζουνε στη διαπασών μια ρυθμική μουσική, ακριβώς αυτήν που ακούγεται στους χώρους που γίνεται το γνωστό «αερόμπικ».
Ταυτόχρονα όλος ο κόσμος πάνω στο καράβι συντονίστηκε στο ρυθμό κι άρχισε μια ξέφρενη αεροβική γυμναστική, που σ' έκανε να νομίζεις ότι βλέπεις ένα πολυάνθρωπο καλογυμνασμένο μπαλέτο καλών επαγγελματιών χορευτών. βέβαια μην ξεχνάμε ότι τα πληρώματα σ' αυτά τα πλοία ήτανε πάντα μικτά, αποτελούμενα από άνδρες και γυναίκες, σε ποσοστό 50-50%.(Αυτή την ενδιαφέρουσα διαπίστωση, είχα την ευκαιρία να την κάνω κάποια χρόνια πρωτύτερα, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία και για να μην αφήνουμε εκκρεμότητες μόλις τελειώσω αυτό το κεφάλαιο θα σας την περιγράψω).

Εμείς συνεχίζαμε τη δουλειά μας δήθεν αδιάφοροι(;;;), ενώ στην πλώρη του βαποριού είχανε μαζευτεί δύο» τριμελείς ομάδες σκοπών, με αυτόματα, τα οποία προσπαθούσανε να μη δείχνουνε ότι ήτανε στραμμένα προς εμάς. Λίγο ακόμα και η αγωνία μας λιγόστεψε, γιατί φάνηκε καθαρά ότι ξεπεράσαμε επιτέλους τον κίνδυνο να μπλεχτούμε πάνω τους, αφού περάσαμε πια την πλώρη τους, αλλά σε μια απόσταση, που σ' αυτή την τελευταία φάση ήτανε δεν ήτανε πενήντα μέτρα. Ev’ τω μεταξύ ο κόσμος πάνω στο καράβι με τη μουσική στη διαπασών συνέχιζε το καταπληκτικό αερόμπικ. Εκτιμήσαμε τώρα ότι μας έμεναν πια περίπου 80-100 αγκίστρια, τα οποία μαζέψαμε εν τέλει ήρεμοι, σιγά-σιγά αφού ο κίνδυνος της εμπλοκής πάνω τους είχε φύγει. Σ' αυτή την εξόρμηση,
θυμάμαι πολύ καλά, ότι είχαμε πιάσει μόνο ένα ξιφία 45 κιλών. (...)




                   Εδώ δύο μέλη του πληρώματος ο Γιάννης και ο Ζαφείρης και το ψάρη.



ΤΑ ΣΚΥΛΟΨΑΡΑ

(...)Σε ένα άλλο ταξίδι, θυμάμαι εκτός από τους γιους μου, τους δύο αυτή τη φορά, είχα μαζί το Μανόλη Καλλίγερο Βρανά από τον Κάλαμο (επαγγελματίας ψαράς κι αυτός) και τον Αντώνη τον Πίσση (Φιλιππαντώνη) από τη Χώρα. Το διαφορετικό σ' αυτή την εξόρμηση ήτανε που πιάσαμε δύο σκυλόψαρα σε δυο κοντινά αγκίστρια, απόσταση το πολύ 200 μ. το ένα από το άλλο και δύο ξιφιούς. Αλλά η μάχη που δώσαμε με τα σκυλόψαρα ήτανε το άκρως εντυπωσιακό και διαβάστε πάρα κάτω:

Είπαμε εκεί στην περιγραφή του ταξιδιού με τους Ιταλούς, που μας έτυχαν, τέτοια τέρατα τι κάνανε! Εδώ όμως όταν φέραμε κοντά το πρώτο, είδαμε ότι ήτανε ένα ψάρι γύρω στα 100 κιλά κι ακόμη μπορέσαμε κι εκτιμήσαμε ότι έπρεπε να ήτανε «κατάλληλο προς βρώσιν», -από τα καλά όπως λέμε-, έπρεπε λοιπόν να συνεχίσουμε τη μάχη μέχρι τελικής πτώσεως (του ψαριού, βέβαια). Συνεχίσαμε να παλεύουμε με τον ολοζώντανο σατανά που μας έτυχε και να προσπαθούμε ολοένα να τον φέρνουμε και πιο κοντά μας. Στη «πρώτη γραμμή», στο μάζεμα ήτανε ο Μανόλης ο Βρανάς, δίπλα του, οι άλλοι

 

                           Τα σκυλόψαρα -ευτυχώς με το κεφάλι-και οι ξιφίες εκείνης της μέρας.
                            Στη φωτογραφία, ο Μάκης Φοντάν που παραλαμβάνει το αλίευμα.

της ομάδας. Άντε και άντε λοιπόν, αγάντα στο αγάντα, το φέρανε δύο, ίσως τρεις φορές δίπλα στο σκάφος, αλλά πριν καταφέρουνε να το καρφώσουνε με γάντζο, αυτό έκανε μια απότομη στροφή 180 μοιρών και ξανάφευγε και πάλι, και φτου κι απ' την αρχή… Τέλος πάντων, κάποια στιγμή καταφέρανε να του περάσουνε τον πρώτο γάντζο, σε λίγο το δεύτερο, τον τρίτο και μία ακόμη προσπάθεια και το μπάσαμε μέσα. Είπα, το μπάσαμε, γιατί σ' αυτή τη φάση που το σκάφος παραμένει σε απόλυτη ακινησία, είμαστε όλοι εκεί.

Τι να πρωτοπώ; Ήτανε τόσο εντυπωσιακά όμορφο και ζωηρό που κάποιοι από μας αρχίσαμε να αναρωτιόμαστε, αν κάναμε καλά που το πιάσαμε. Πριν όμως προλάβουμε να συνειδητοποιήσουμε τι είχαμε κάνει, έτρεξε ο Μανόλης, άρπαξε ένα ειδικό φονικό ψαραμάχαιρο, που είχαμε σε κάποια πολύ προσιτή θέση κι ώσπου να προλάβουμε να καταλάβουμε τι γίνεται, άρχισε να του ρίχνει απανωτές μαχαιριές γύρω από το πίσω μέρος του κεφαλιού μετά μανίας, ενώ οι υπόλοιποι το τραβούσαμε με τη βοήθεια των γάντζων και το πήγαμε ανάμεσα υπερκατασκευής και παραπέτου, στο διάδρομο και το αφήσαμε εκεί όπου ήτανε το ασφαλέστερο μέρος . Ήτανε ένας γαλάζιος καρχαρίας όπως διαπιστώσαμε και είναι (απ' όσα διαβάσαμε κατόπιν) το πιο γρήγορο, ευέλικτο και επικίνδυνο καρχαριοειδές. Στη Μεσόγειο δε συχνάζει πολύ, πιο πολύ βρίσκεται στον Ατλαντικό.

Μεγάλη εντύπωση μας προξένησε το ότι κάθε τόσο έδινε ένα δυνατό χτύπημα με την ουρά του, που τράνταζε η τιμονιέρα σε βαθμό που μας τρόμαζε, οπότε τα παράταγε ο Μανόλης από το πόστο του, ξανάπαιρνε το μαχαίρι και το ξαναμαχαίρωνε κι αυτό έγινε δύο- τρεις ίσως και τέσσερεις φορές, ώσπου τελικά το ψάρι απόκανε και... «παρέδωσε το πνεύμα». Πριν όμως εμείς καλά-καλά ξεπεράσουμε το σοκ και ηρεμήσουμε, σε πέντε-έξι αγκίστρια πιο πίσω, νάτα μας, πάλι τα ίδια… Ξανά απ' την αρχή εμείς τα αυτά, αλλά ευτυχώς φάνηκε γρήγορα ότι ο αντίπαλος αυτή τη δεύτερη φορά ήτανε λιγότερο δυνατός από τον πρώτο.

Μην επαναλάβουμε όσα πιο πάνω είπαμε, το φέραμε πάντως πιο εύκολα κοντά, το μπάσαμε μέσα και είδαμε πως ήτανε ένα ίδιο ψάρι, της ίδιας ποικιλίας με το πρώτο, αλλά μικρότερο. Αυτό καθαρισμένο βγήκε 45 κιλά. Δεν ξέρω γιατί δε μας «έκοψε» να τα φωτογραφίσουμε αμέσως, ίσως δεν είχαμε μαζί φωτογραφική μηχανή. Τα φωτογραφίσαμε, δυστυχώς, πολύ αργότερα καθαρισμένα, και με κομμένες ουρές και πτερύγια, πράγμα που τα αδικεί και τα μειώνει αφάνταστα, αλλά «παρά ολότελα, καλή κι η Παναγιώταινα», που 'λεγε και η μακαρίτισσα η νόνα μου.(...)


ΚΑΙ….. ΝΑΥΑΓΟΣΩΣΤΕΣ!!!


(...)Κάπου εδώ πρέπει να καταγράψω κι αυτή την εμπειρία, που ήτανε τυχερό ν' αποκτήσουμε και που ήτανε και η αφορμή που «ανοίξαμε» ημερολόγιο, αλλά διαβάστε: Απόγευμα της 22ας Ιούλιου του 1979: Είμαστε πλαγιοδεμένοι στο μόλο στο Καψάλι, ημέρα που αναμενόταν προσέγγιση πλοίου γραμμής. Πάνω που ήρθε το καράβι και βρισκότανε στη διαδικασία της πρυμνοδετήσης και εγώ, οπως άλλωστε συνήθιζα, είμαι μέσα στο «Κατερίνα» καθισμένος σε μια από τις πολυθρονίτσες του, ρομαντζάροντας, περνάει από μπροστά μου ένας λιμενοφύλακας βιαστικός και μου λέει: «Μη φύγεις, σε θέλουμε». Αναρωτήθηκα τι άραγε θέλει και βγήκα αμέσως έξω, τον πρόλαβα και τον ρώτησα.

 Μου είπε ότι κινδυνεύουν δυο πλοία, (επί λέξει αυτό) και θα θέλανε να πάμε για βοήθεια. Αυτός όμως πήγε να ασχοληθεί με τα του βαποριού κι εγώ πού υπομονή για «περίμενε»! Τρέχω, βρίσκω στα γρήγορα δύο από τους γιους μου, (δεν βρέθηκε ο τρίτος) και χωρίς πολλά-πολλά βάζουμε εμπρός, «λύνουμε» και ανοιγόμαστε, για να εξασφαλίσουμε καλύτερη επαφή, με το «V.H.F.». Πράγματι, μόλις βγήκαμε λίγο έξω, πιάσαμε αμέσως στο γνωστό «Κανάλι 16» το θάλαμο επιχειρήσεων του Υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας (Υ.Ε.Ν.), ο οποίος έλεγε ότι ανατολικά των Κυθήρων, σε απόσταση περίπου 7-8 μιλίων, κινδυνεύουν δύο τουριστικά πλοία και καλούσε τα παραπλέοντα σκάφη να σπεύσουν για βοήθεια. Απαντήσαμε, μας ρώτησαν τι πλοίο είμαστε, τους δώσαμε τα στοιχεία του «Κατερίνα», ακόμη μας ρώτησαν αν μπορούμε να πάμε, απαντήσαμε πως μπορούμε και βάλαμε αμέσως πλώρη για Κάβο Καπέλο.

 Απ' εδώ και πέρα μέσω του «V.H.F.» ήμασταν σε συνεχή επαφή με το θάλαμο επιχειρήσεων του Υ.Ε.Ν. Αέρα είχε Δυτικό-βορειοδυτικό (πονέντε-μαΐστρο) δύναμη 6-7. Το «Κατερίνα» το ταρακουνούσε αρκετά, όχι όμως και επικίνδυνα. Μόλις πιάσαμε Κάβο Καπέλο, αμέσως, στο στίγμα που μας είχε δώσει ο θάλαμος επιχειρήσεων, διακρίναμε στόχο στο ραντάρ, το οποίο εξυπακούεται ότι είχαμε βάλει σε λειτουργία αμέσως μόλις ξεκινήσαμε. Ενημερώσαμε το θάλαμο επιχειρήσεων, ο οποίος μας είπε να κινηθούμε προς το στόχο. Προχωρήσαμε και δεν αργήσαμε να διακρίνουμε, πάντα στο ραντάρ, ότι οι στόχοι ήτανε δύο.

 Δεν υπήρχε πια αμφιβολία ότι ήτανε τα σκάφη που ψάχναμε. Ακόμη λίγο και αρχίσαμε και με γυμνό μάτι να βλέπουμε τα αναζητούμενα σκάφη, με το ένα εκ των οποίων ήδη είχαμε κατ' ευθείαν ραδιοτηλεφωνική επαφή. Το σκάφος αυτό ήτανε ένα επαγγελματικό τουριστικό δωδεκάμετρο, ιστιοφόρο, ναυλωμένο από μία πενταμελή οικογένεια Γάλλων και είχε και αδειούχο σκίπερ (καπετάνιο). Λόγω του δυνατού ανέμου είχε κατεβάσει τα πανιά και προχωρούσε με τη βοηθητική μηχανή, που κι αυτή είχε πάθει βλάβη και δούλευε με τον έναν εκ των δύο κυλίνδρων. Πάντως εξακολουθούσε να το ελέγχει ο καπετάνιος του, παρά τη δύσκολη κατάστασή του.

 Το άλλο όμως ήτανε εντελώς ακυβέρνητο, γιατί το διμελές πλήρωμά του το ταξίδευε μόνο με τη μηχανή, η οποία είχε σταματήσει. Από πανιά δεν είχανε ιδέα, πέραν του δυνατού καιρού που δυσκόλευε πολύ τη χρήση τους, ακόμα και από έμπειρους καπεταναίους. Το σκαφάκι αυτό ήτανε και μικρότερο, -δέκα μέτρα-, παλιό, ξύλινο και βρισκότανε κάτω από συνθήκες κινδύνου, αφού δεν ήτανε ολόκληρο κουβερτιασμένο και είχε πάρει πολλά νερά.Σε λίγο ακόμη ήμασταν πολύ κοντά τους, πετάξαμε «κάβο» στο μικρό, αρχίσαμε μία πολύ αργή ρυμούλκηση, ουσιαστικά ορθοπλώρισμα, για να ολοκληρώσουμε και τη συνεννόηση με το «Δικαία 3» (αυτό ήτανε το όνομα του μεγαλύτερου,) το οποίο τελικά μας δήλωσε ότι δεν ήθελε να το δέσουμε, αλλά μόνο να τον παρακολουθούμε, λόγω του προβλήματος που είχε στη μηχανή και ήτανε ενδεχόμενο ανά πάσα στιγμή να μείνει κι αυτό ακυβέρνητο.

 Περιττό να πω ότι όλες οι συνομιλίες γινόντουσαν μέσω «V.H.F.», γιατί και λόγω του δυνατού καιρού και του θορύβου των μηχανών και της θάλασσας η συνεννόηση διά ζώσης ήτανε αδύνατη, ακόμη ότι ύστερ' απ' αυτά ο θάλαμος επιχειρήσεων ήτανε διαρκώς ενήμερος, άκουγε τα πάντα και καμιά φορά παρενέβαινε. Αρχίσαμε αργά-αργά να τραβάμε το «Καλυψώ», αυτό ήτανε το όνομα του μικρού και βάλαμε πλώρη για Αβλέμονα, γιατί και πιο κοντά ήτανε, αλλά και γιατί μόνο έτσι θα μπορούσαμε να είμαστε σε καλύτερη επαφή με το άλλο. Εν τω μεταξύ και δεδομένου ότι όλ' αυτά αρχίσανε αργά το απόγευμα, περίπου στη μία τη νύχτα, μπάσαμε το «Καλυψώ» στον Αβλέμονα και πάνω που αγκυροβόλησε και προτού καλά- καλά λύσουμε και μαζέψουμε τον κάβο μας, εκπέμπει επείγον σήμα το «Δικαία 3», για να πάμε να το «δέσουμε» κι αυτό, γιατί σταμάτησε κι αυτουνού η μηχανή του και φοβότανε πολύ, όπως μας είπε, μην το πάει και το ρίξει ο καιρός στις Δραγωνάρες. γκαζώσαμε, το είδαμε στο ραντάρ αμέσως μόλις βγήκαμε απ' το λιμάνι, δεν ήτανε μακριά και βάλαμε πλώρη πάνω του, δεν αργήσαμε πολύ να πάμε κοντά του, όπου το δέσαμε και γραμμή και μ' αυτόν για Αβλέμονα. Φτάσαμε, μπήκαμε στο λιμάνι, το αγκυροβολήσαμε και φύγαμε για Καψάλι, όπου φτάσαμε 3:30 με 4:00 τη νύχτα. (...)


ΜΙΑ ΑΠΟΡΙΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΞΗΓΗΘΗΚΕ ΠΟΤΕ. ΜΗΠΩΣ U.F.O. (;)

(...)Σ' ένα άλλο τέτοιο ταξίδι-εξόρμηση είχα μαζί, όπως θυμάμαι, τον πρώτο μου γιο, το Γιάννη, το μαστρο-Νίκο το Μυλωνά από το Καψάλι και κάποιους ακόμη, που δεν τους θυμάμαι και λυπάμαι, γιατί δεν τους έχω γράψει ούτε και στο ημερολόγιο. Οι διάφορες επικρατούσες συνθήκες συνηγορούσαν να τραβήξουμε πάλι Δυτικά-Νοτιοδυτικά. Έτσι είχαμε βρεθεί πάλι κάπου 25 μίλια Νοτιοδυτικά του νησιού. Είχαμε ρίξει τα παραγάδια κανονικά, σε μια θάλασσα κάλμα και μια νύχτα σκέτο όνειρο, μ' έναν ξάστερο ειδυλλιακό ουρανό, που παρακαλούσες το Θεό να σταματούσε εκεί τη ζωή και ποτέ να μην ξημέρωνε. Είχαμε τελειώσει το δείπνο και έστειλα όλο το τσούρμο για ύπνο.

 Εγώ σ' αυτές όλες τις περιπτώσεις ποτέ δεν πήγαινα σε κρεβάτι, έμενα πάντα για βάρδια και απόλαυση της επικρατούσης μαγείας. Το παραγάδι δεν το είχαμε δέσει πάνω μας, δεν το κρίναμε αναγκαίο. Τα ρεύματα ήτανε τέτοια, που σκάφος και παραγάδια δε συνταξιδεύανε απόλυτα κι έτσι ύστερα από κάνα δυο ώρες το σκάφος είχε απομακρυνθεί από την τερματική τσαμαδούρα με το φαναράκι κ.τ.ά περί τα χίλια μέτρα, πάντως το φαναράκι ήτανε ορατό. Εγώ ρομαντζάρω και επιτηρώ στο άνετο πλωριό κατάστρωμα στην αναπαυτική πολυθρονίτσα μου, προσέχοντας τα πάντα και εκτός από το φαναράκι του παραγαδιού και το πέλαγος γύρω, μην παρουσιαστεί κάποιο βαπόρι με κατεύθυνση πάνω μας. Προσέχω και θαυμάζω τα πάντα, μα πάνω απ' όλα τον πανέμορφο ξάστερο ουρανό, τη μαγεία της πανέμορφης νύχτας.

 Κάποια στιγμή, στο βάθος του ορίζοντα, μου αποσπά την προσοχή ένα κόκκινο αναλάμπον φως, ένα κόκκινο «φλας» που έρχεται με μεγάλη ταχύτητα προς τα πάνω μας, περνάει λιγότερο από 100 μέτρα πάνω από το σκάφος, προχωρεί στην ίδια πορεία περίπου δυο-τρία χιλιόμετρα και κάνει ξαφνικά μια στροφή, γυρίζει πάλι προς τα πάνω μας, περνάει ξανά στο ίδιο ύψος πάνω από το σκάφος και προχωρεί, για να χαθεί σχεδόν στο βάθος από εκεί που παρουσιάστηκε. Το εντελώς όμως εντυπωσιακό είναι ότι όλα αυτά δεν τα συνόδευσε κανένας μα κανένας θόρυβος. Ώσπου να συνειδητοποιήσω καλά-καλά τι έγινε, νάτο πάλι, παρουσιάζεται στο ίδιο σημείο που πρωτοφάνηκε.

 Εγώ, αυτή τη φορά, με το που το βλέπω ξανά, χτυπάω συναγερμό, ξυπνάνε αυτόματα όλοι και τους λέω «Ελάτε πάνω γρήγορα». Ήρθανε αμέσως και σχεδόν την ίδια στιγμή, ο άγνωστος επισκέπτης, στο ίδιο χαμηλό ύψος και εντελώς πάλι αθόρυβα, πέρασε ξανά, πήγε μακριά όσο την προηγούμενη φορά και ξαναγύρισε για να επαναλάβει ακριβώς τα ίδια μία ακόμη φορά και να μας αφήσει πια όλους απορημένους και εντυπωσιασμένους.

 Πέρασε δηλαδή συνολικά έξι φορές, τρεις φορές πήγε και γύρισε. Αρχίσαμε τις συζητήσεις και τις διατυπώσεις απόψεων, άλλος έλεγε το ένα, άλλος το άλλο και σε λίγα μόλις λεπτά, στο βάθος, προς τη γνωστή πια κατεύθυνση, που την προσέχαμε όλοι πια περισσότερο να, πάλι ένα φως, αυτή τη φορά λευκό, σταθερό, όχι όμως πολύ ζωηρό, που κι αυτό μας πλησίαζε γρήγορα, ερχότανε προς εμάς.

 Αναγνωρίσαμε γρήγορα, μέσα στην έντονη αστροφεγγιά, πως ήτανε σιλουέτα μεγάλου πολεμικού σκάφους και εκτιμήσαμε πως η πορεία του ήτανε τέτοια που θα περνούσε ίσως πάνω από τα παραγάδια και γι’ αυτό έτρεξα κι έβαλα εμπρός τις μηχανές και κινήθηκα αμέσως προς το φαναράκι του παραγαδιού για να καταλάβει ο όποιος «μουσαφίρης» ότι τα δυο φώτα που έβλεπε, του σκάφους μας και του παραγαδιού, είχανε σχέση μεταξύ τους, «ήτανε το ένα».

Δεν πρόλαβα να φτάσω στο παραγάδι και πέρασε ο καινούργιος «διάολος» πενήντα μόλις μέτρα δίπλα μας, με τουλάχιστον τετραπλάσια ταχύτητα από τη δική μας και κει όπου υπολογίζαμε ότι θα μας βουλιάξει με τα απόνερά του, άλλη κατάπληξη και άλλες απορίες, αφού πέρασε τέτοιο πράμα δίπλα μας στα 50 μέτρα κι ούτε απόνερα ούτε κανένας θόρυβος πάλι.

Εδώ τελείωσε αυτή η ανεξήγητη ιστορία, την οποία ούτε εκείνη τη νύχτα μπορέσαμε να εξηγήσουμε, ούτε μέχρι σήμερα μπορούμε να αποδεχτούμε σαν πιο πραγματική κάποια από τις τρεις πιθανότητες, γύρω από τις οποίες περιστρέψαμε τις υποθέσεις μας.      Ποιες; Να σας πω: Η μία είναι μήπως ήταν κάποια άγνωστα μέχρι σήμερα υπερσύγχρονα περιπολικά ρωσικά, που επιτηρούσαν την περιοχή για λόγους ασφαλείας των αγκυροβολημένων βορειότερα ρώσικων πλοίων. Η δεύτερη, μήπως ήτανε κάποια παρόμοια αμερικανικά κατασκοπευτικά. Και η τρίτη και ίσως πιο έξαλλη και ακόμη πιο απίθανη, για πολλούς όμως εξ ίσου πιθανή, μήπως ήτανε Α.Τ.Ι.Α. (αγνώστου ταυτότητας ιπτάμενα αντικείμενα.(...)




Η φωτό αυτή είναι από μια επεισοδιακή εκδρομή στα Αντικύθηρα με 25 περίπου φίλους την οποία περιγράφω στη σελίδα 46 του βιβλίου. Καλοί μου φίλοι, δεν είναι δυνατόν να αναρτήσω όλες τις σελίδες του βιβλίου το οποίο όπως ξαναείπα αξίζει να το διαβάσετε, στα Κύθηρα, το έχουν όλα τα βιβλιοπωλεία, όμως μπορείτε να τα ζητήσετε και από τον υποφαινόμενο. Δεν είναι καθόλου ακριβό.   


ΤΟ ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΩΣ ΠΛΟΙΟ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΑΓΩΝΩΝ


(...) Όταν γυρίσαμε στη βάση μας, που τότε ήτανε κάποια από τις μαρίνες του Σαρωνικού, σχεδόν αμέσως μας ζήτησε η Ιστιοπλοϊκή Ομοσπονδία να της παραχωρούμε το σκάφος για πλοίο επιτροπής αγώνων, γιατί το είχανε δει οι τεχνικοί της Ομοσπονδίας και το θεωρήσανε το ό,τι πρέπει γι' αυτή τη δουλειά.

Με την Ομοσπονδία συνεργάστηκα κάποια χρόνια και κάναμε συνολικά 53 πρωταθλήματα, (που αυτό θα πει πάνω από τετρακόσιες συνολικά μέρες αγώνων). Τα πιο πολλά απ' αυτά στο Σαρωνικό, αλλά και στον Παγασητικό και στη Χαλκιδική στο Πόρτο Καρράς και στην Κέρκυρα και στο Αιγαίο. Θα σάς περιγράψω κάποια από τα εντυπωσιακότερα περιστατικά αλλά και ταξίδια απ' αυτή την πεντάχρονη περίπου εμπειρία μας. Όμως δυο πάρα πάνω λόγια πρώτα για το πώς μας ανακάλυψε η Ομοσπονδία. Είναι γνωστό ότι είμαι ο ιδρυτής και για 18 χρόνια ο πρόεδρος του Ναυτικού Ομίλου Κυθήρων, αλλά και για όλα αυτά τα χρόνια ο προπονητής του (άμισθος-εθελοντής) των δύο θρυλικών τμημάτων του, του θαλασσίου σκι και της ιστιοπλοΐας. Με παραίτηση έφυγα το 1986, γιατί δε διέθετα πια το χρόνο που ήθελα και πίστευα ότι όφειλα να αφιερώνω στον Όμιλο και ιδιαίτερα στα παιδιά.

Από το 1975, που με μετάθεση πήγα στην Αθήνα λόγω σπουδών των παιδιών μου, δημιούργησα αμέσως μια ομάδα ιστιοπλόων και μία σκιέρ από Τσιριγωτάκια της Αττικής παροικίας, που κατέβαιναν όμως κάθε καλοκαίρι στο νησί, γιατί εκεί ολοκληρώναμε το προπονητηκό μας πρόγραμμα, μαζί και με τα παιδιά του Ομίλου, που μένανε μόνιμα στα Κύθηρα. Από τα παιδιά αυτά είχαμε επιλέξει τις ομάδες με τις οποίες ο Όμιλος έπαιρνε μέρος σε όλους τους αγώνες, που οι Ομοσπονδίες διοργάνωναν σε όλη την Ελλάδα. Αυτό θα πει ότι είχα πια γίνει πάρα πολύ γνωστός σε ολόκληρο το χώρο και των δυο Ομοσπονδιών (Θαλασσίου Σκι, και Ιστιοπλοΐας).

 Ύστερα απ' αυτά είχανε μάθει για το «Κατερίνα» όλα τα καθέκαστα και τι σκάφος είναι. Παράγοντες εξάλλου και τεχνικοί της Ελληνικής Ιστιοπλοϊκής Ομοσπονδίας (Ε.Ι.Ο.) παρευρέθηκαν και στην καθέλκυση και στον πρώτο απόπλου του σκάφους για τα Κύθηρα. Αυτοί όλοι ομόφωνα, από την πρώτη στιγμή, είχανε επισημάνει ότι το σκάφος ήτανε ιδανικό για πλοίο επιτροπής των αγώνων ιστιοπλοΐας.

 Έτσι ξεκινήσαμε κάποια στιγμή με ένα πρωτάθλημα στο κέντρο, από τις αρχές του 1981 αυτά και συνεχίσαμε τη συνεργασία 1982-83 έως 1986. (Αυτή την περίοδο με ανακαλύψανε και κάποιοι άλλοι συνεργάτες, αλλά γι αυτούς κάπου πιο κάτω).

 Σε κάθε πρωτάθλημα ιστιοπλοΐας γίνονται επτά κούρσες αγωνιστικές, μία κάθε μέρα, πολλές φορές όμως συμβαίνει κάποια να ακυρωθεί, οπότε το πρωτάθλημα μπορεί να κρατήσει και 8 και 9 και 10 καμιά φορά μέρες. Εκτός αυτού, πολλές φορές συμβαίνει να γίνουνε και δύο αγώνες-κούρσες σε μια μέρα. Αυτό συνήθως, όταν για διαφόρους λόγους, έχουμε ακυρώσεις, οπότε πιέζουνε τα χρονικά όρια.

Διαβάζοντας το ημερολόγιο του «Κατερίνα» βλέπω ότι ο πρώτος αγώνας που κάναμε με την Ε.Ι.Ο. σαν πλοίο επιτροπής ξεκίνησε στις 24 Μαΐου 1981 και ήτανε ένα περιφερειακό πρωτάθλημα Όπτιμιστ, το οποίο τελείωσε την 1η Ιουνίου. Είχε μία ματαίωση λόγω άπνοιας κι ακόμα ένα δοκιμαστικό αγώνα την πρώτη μέρα.

 Από 19 έως και 21 Ιουνίου κάναμε ένα μικρό διασυλλογικό αγώνα Όπτιμιστ στο Ναυτικό Όμιλο Αίγινας, στον οποίο «τρέξανε» και τα παιδιά του Ναυτικού Ομίλου Κυθήρων, που τα είχα μαζί μου, και την πρώτη Ιουλίου φύγαμε για Κύθηρα. Από Κύθηρα επιστρέψαμε στις 19 Αυγούστου, γιατί ξεκινούσανε πανελλήνιοι «LASER», στους οποίους πάλι «τρέχανε» και δικά μας παιδιά (του Ν.Ο.Κ.). Τελειώσαμε στις 26 Αυγούστου.

 Στις 30 Αυγούστου 1981 άρχισε το Βαλκανικό πρωτάθλημα Ιστιοπλοΐας. Στους Βαλκανικούς τρέχουνε» πολλές κατηγορίες, όπως «4,20» «4,70» «FIN» «ΟΠΤΙΜΙΣΤ» κ.ά. και γι’ αυτό υπάρχει πιο πολύ ενδιαφέρον. Τελειώσαμε στις 6 Σεπτεμβρίου. Διοργανωτής Όμιλος ήτανε ο Ελληνικός Ναυτικός Όμιλος Αιγυπτιωτών (Ε.Ν.Ο.Α). Κλείσαμε αυτή τη χρονιά με ένα πανελλήνιο «SURF» και διοργανωτή όμιλο τον Αθλητικό Ναυτικό Όμιλο Γλυφάδας (Α.Ν.Ο.Γ.).

Είναι πολύ εντυπωσιακή η παρακολούθηση ιστιοπλοϊκού αγώνα από τόσο κοντά και είναι πολύ ενδιαφέρουσα η φάση της εκκίνησης κυρίως, τη στιγμή όπου γίνεται πραγματικός χαμός πάνω στην προσπάθεια του κάθε αθλητή να επιτύχει μία καλή εκκίνηση, γιατί γνωρίζει καλά, ότι όποιος το καταφέρει, έχει ήδη εξασφαλίσει περίπου το 40% της τελικής επιτυχίας. Και όλ' αυτά είναι τόσο πιο εντυπωσιακά, όσο περισσότερα είναι τα διαγωνιζόμενα σκάφη.(...)



                                           Το Κατερίνα εξοπλισμένο ως πλοίο επιτρπής.



               ΠΑΝΕΥΡΩΠΑΙΚΟ ΚΑΙ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ «SURF»  
                 ΣΤΗ  ΧΑΛΚΙΔΙΚΗ,  ΣΤΟ ΠΟΡΤΟ ΚΑΡΡΑΣ
                                                                 
(...)Το 1983, 14 Σεπτέμβριου έως 4 Οκτωβρίου, η Ε.Ι.Ο. είχε αναλάβει τη διοργάνωση του Πανευρωπαϊκού και του Παγκόσμιου πρωταθλήματος «SURF» και τόπος διεξαγωγής είχε οριστεί ο ναυτικός όμιλος του Πόρτο Καρράς. Πρώτη κίνηση για τους αρμοδίους της Ε.Ι.Ο. ήτανε να με ειδοποιήσουνε πολύ έγκαιρα και να μου ζητήσουνε να είμαι εκεί με το «Κατερίνα». Φυσικά, δεν μου ήτανε δυνατόν να πω όχι.

Τα δυο αυτά πρωταθλήματα θα γίνονταν ξεχωριστά. Θα γινότανε πρώτο το Πανευρωπαϊκό κι όταν θα τελείωνε, θα ακολουθούσε το Παγκόσμιο. Αυτό σημαίνει ότι η διάρκεια των αγώνων θα ήτανε το λιγότερο 16 μέρες και η διάρκεια του ταξιδιού πάνω από 20. Η απόσταση για το Πόρτο Καρράς είναι περίπου 235 μίλια. Κάποια στιγμή ήρθε η ώρα να φύγουμε. (...)


     (...) Για το συγκεκριμένο ταξίδι στη Χαλκιδική είχαμε προγραμματίσει, όπως ανέφερα, να φύγουμε έγκαιρα, ώστε να φτάσουμε το βράδυ στη Χαλκίδα, όπου είχαμε αποφασίσει και να διανυκτερεύσουμε. Αυτό εξ άλλου είναι και υποχρεωτικό, όταν έχεις επιλέξει να περάσεις από μέσα, όπως λέμε, από την Εύβοια, πράγμα που είχαμε προγραμματίσει.

 Η γέφυρα του Ευρίπου άνοιγε τότε κάποια στιγμή γύρω στα μεσάνυχτα μόνο, περνούσαν όσα σκάφη ήταν εκεί και έκλεινε, οπότε, αν δεν την προλάβαινες, έπρεπε να περιμένεις ένα ολόκληρο 24ωρο. (...) Τελικά, κάποια στιγμή φτάσαμε στη Χαλκίδα και εδώ για λίγα δευτερόλεπτα όλοι μαζί ψάχναμε για τη γέφυρα, που την υπολογίζαμε ακριβώς μπροστά μας κι όμως ήτανε τόσο πολύ στα δεξιά μας, που κανείς μας δεν το είχε φανταστεί και πώς να το φανταστεί, αφού όλοι μας στη Χαλκίδα διά θαλάσσης και νύχτα πηγαίναμε για πρώτη φορά.

 Εν τέλει, στην πλοήγηση όλοι μας πήραμε τον καλύτερο βαθμό, δυστυχώς όμως τη γέφυρα δεν την προλάβαμε ανοιχτή. Δέκα λεπτά πριν φτάσουμε είχε κλείσει και παρά το ότι πήγα στο γραφείο τους αμέσως και άρχισα τα παρακάλια και τα επιχειρήματα, «πάμε για σοβαρούς αγώνες» και τέτοια, τους έδειξα και χαρτιά, το ναυλοσύμφωνο κ.ά., τίποτα! Ευτυχώς, είχα λογαριάσει και φύγαμε μια μέρα πιο μπροστά κι έτσι δεν κινδυνεύαμε άμεσα να φτάσουμε αργοπορημένοι.

Δεν υπήρχε άλλη επιλογή, παρά να πάμε για ύπνο και το πρωί θα βλέπαμε πώς θα περνούσαμε την επόμενη μέρα μας στη Χαλκίδα. Από το σύνολο της διαδρομής. (...) των 235 μιλίων είχαμε διανύσει τα 100. Μας έμεναν άλλα 135 μίλια, από τα οποία τα 75 ήτανε μέσα σε στενά και τα υπόλοιπα 60 σε ανοιχτή θάλασσα.

 Δεν αργήσαμε καθόλου να φύγουμε το πρωί, ταξιδέψαμε με μπονάτσα τον ωραίο Βόρειο Ευβοϊκό και περάσαμε κάτι πανέμορφα κομμάτια, το ομορφότερο των οποίων είναι ένας πυκνοφυτεμένος πευκώνας στους παραλιακούς πρόποδες του εντυπωσιακού όρους Κανδήλι, μέσα στον οποίο έχουνε εγκαταστήσει ένα πολύβουο κάμπινγκ. Περάσαμε δίπλα, πολύ κοντά και δε σταματούσαμε να ανταποδίδουμε χαιρετισμούς στους εκατοντάδες τουρίστες και τουρίστριες, που μας χαιρετούσανε όλοι αδιάκοπα.

Σαν τελειώσαμε το διάπλου του Β. Ευβοϊκού στρίψαμε δεξιά, για να μπούμε και να περάσουμε το γραφικό στενό των Ωρεών και να συνεχίσουμε αμέσως μετά μέσα από το στενό που σχηματίζει η νοτιοανατολική άκρη του νομού Μαγνησίας, με την ειδυλλιακή και πευκόφυτη Σκιάθο, για να το περάσουμε κι αυτό σχετικά γρήγορα και να βγούμε πια στην ανοιχτή θάλασσα, στο Βόρειο Αιγαίο.

 Τελείωσαν λοιπόν κάποια στιγμή τα στενά και χαράξαμε πορεία προς τον προορισμό μας, δηλαδή το μεσαίο «πόδι» της Χαλκιδικής, την πανέμορφη Σιθωνία, στα μισά του οποίου και αρκετά κοντά στο Νέο Μαρμαρά βρίσκονται οι υπερσύγχρονες εγκαταστάσεις των επιχειρήσεων του εφοπλιστή Ι. Καρρά, επίκεντρο των οποίων είναι το πανέμορφο Πόρτο Καρράς με τα δυο πολυτελή μεγάλα ξενοδοχεία, το «Μελίτων» και το «Σιθωνία», με εκατοντάδες κρεβάτια το καθένα, αλλά και το μικρότερο «Village Inn», καθώς και πληθώρα βοηθητικών εγκαταστάσεων, αποκορύφωμα των οποίων η ευρωπαϊκών προδιαγραφών μαρίνα, στην οποία μας είχανε κανονίσει θέση για να δέσουμε και, βέβαια ξέρανε πότε θα φθάσουμε και μας περιμένανε.

 Το κομμάτι του Β. Αιγαίου που είχαμε να διασχίσουμε ήτανε στεριά με στεριά γύρω στα 60 μίλια. Αυτό θα πει ότι δε βλέπαμε τις στεριές προς τις οποίες κατευθυνόμασταν καλά-καλά ούτε στο ραντάρ, αφού αυτό ήτανε 40 μιλίων. Εντούτοις και όπως ξέρουνε οι ασχολούμενοι, αυτό είναι το λιγότερο, γιατί υπάρχουν τρόποι που ξεπερνιέται. Πάντως για μιάμιση με δύο ώρες και όταν βρισκόμασταν γύρω από τα μισά της διαδρομής, βλέπαμε μόνο ουρανό και θάλασσα.

Ταξιδεύαμε πάντως σχεδόν με κάλμα κι αυτό ήτανε κάτι, που έκανε το ταξίδι μας πάρα πολύ ευχάριστο. Και ενώ όλα πηγαίνανε μια χαρά, ξαφνικά στα καλά του καθουμένου, όπως έλεγε η θεία Μαρία, μας πετάει ένα Μαϊστράλι (Βορειοδυτικό) ακριβώς στη αριστερή μας πλευρά (η πορεία μας ήτανε 45ο ταξιδεύαμε προς Βορειοανατολικά), που σε 3-4 λεπτά ζωήρεψε σε βαθμό που έπιασε τα 6 προς 7 μποφόρ. Ευτυχώς, δεν ενισχύθηκε περισσότερο. Μ' αυτή τη δύναμη διατηρήθηκε το πολύ ένα τέταρτο και πριν σηκώσει ουσιαστικά τον ανάλογο κυματισμό, κόπηκε πάλι εντελώς απότομα, όπως είχε σηκωθεί και ξανάγινε κάλμα. Μας τρόμαξε για λίγο, για να λέω την αλήθεια, γιατί δεν μπορούσαμε να φανταστούμε την εξέλιξη και γιατί δεν είχαμε χρόνο για ποδίσματα και τέτοια. Πάντως, χωρίς καμία άλλη



Μία εκκίνηση του πανευρωπαϊκού Serf στη Χαλκιδική.
Στο βάθος αριστερά το «Μελίτων» και δεξιά το «Σιθωνία».

έκπληξη, φτάσαμε το σούρουπο με αναμμένα τα φανάρια πια, στη φιλόξενη
μαρίνα του προορισμού μας, στην οποία μας περίμενε όλος ο γνωστός μας κόσμος της Ε.Ι.Ο.: τεχνικοί, παράγοντες, προπονητές, αθλητές, συνοδοί, όλοι τους γνωστοί και φίλοι. Εκεί, ανάμεσα στους άλλους που τρέξανε να μας βοηθήσουνε να δέσουμε κ.λπ., ήτανε και κάποιος άγνωστος, ο οποίος μόλις ησυχάσανε τα πράγματα, με πλησίασε να με ρωτήσει διάφορα για το σκάφος και κυρίως που το βρήκα κ.ά. Και κάποια στιγμή μου πρόσθεσε ότι είναι ιδανικό για…«game fishing»


Με τον άνθρωπο αυτό γνωριστήκαμε και γίναμε φίλοι, ήτανε χρόνια μετανάστης στη Νότια Αφρική, καλά αποκατεστημένος και παθιασμένος με το πιο πάνω σπορ, που δεν είναι τίποτ' άλλο, από το αγωνιστικό-αθλητικό ψάρεμα με συρτές, αυτό που βλέπουμε σε ξένες ταινίες, κυρίως αμερικάνικες. Ο Τάκης ο Τραγάκης, αυτό ήτανε το όνομά του, που μου έπιασε την κουβέντα και δε μ' άφηνε να κάνω τίποτα, μου ζήτησε, αν θα έχω κάποια μέρα ελεύθερη, να πάμε με το «Κατερίνα» και με δικά του εργαλεία στο ψάρεμα αυτό, για το οποίο, όπως μου είπε, το Βόρειο Αιγαίο είναι ιδανική
περιοχή.(...)




Τα τονάκια που πιάσαμε.

ΣΤΗΝ ΚΕΡΚΥΡΑ ΓΙΑ ΤΟ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ «MINI TON»

(...) Για το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα «MINI TON», για την Κέρκυρα, που θα άρχιζε στις 2 Ιουλίου 1984 με τα συνηθισμένα προκαταρτικά (στις 4 Ιουλίου κανονικά) φύγαμε στις 29 Ιουνίου το πρωί. Αυτή η κατηγορία περιλαμβάνει μικρά τριθέσια σκάφη ανοιχτής θάλασσας. Και αυτών των σκαφών οι αγώνες διαρκούν επτά μέρες καλώς εχόντων των πραγμάτων. Κάποιες κούρσες γίνονται σε στίβο τριγώνου, κανονικά και κάποιες άλλες, στην ανοιχτή θάλασσα. Εξ άλλου χρειάζονται μια μέρα για την καθιερωμένη καταμέτρηση, μια μέρα για απονομή με την εν συνεχεία δεξίωση, μια μέρα ελεύθερη (για τουρισμό), υπολογίστε μόνοι σας τη συνολική διάρκεια.

Κανονίσαμε και φύγαμε από το λιμάνι μας έγκαιρα. Θυμάμαι, είχα μαζί μου τη γυναίκα μου και τους δυο γιους μου, τον πρώτο και τον τρίτο. Ο πρώτος, ο Γιάννης, είχε πάρει μαζί του και τη μοτοσικλέτα του, την οποία είχαμε δέσει κατάλληλα σε αρκετά καλό σημείο του πρυμιού καταστρώματος, αλλά είχε λίγο «καιρό» και του την πιτσιλούσε, ακόμα φοβήθηκε μη λασκάρει η πρόσδεση και χτυπηθεί, ήτανε και καινούργια, γι’ αυτό στον Ισθμό όπου δέσαμε για να πληρώσουμε το πέρασμα απ' το κανάλι, την πήρε, μας χαιρέτισε και συνέχισε οδικώς. Δώσαμε ραντεβού στην Κέρκυρα, όπου και συναντηθήκαμε. Την πρώτη μέρα, όπως είχαμε προγραμματίσει, διανυκτερεύσαμε στη Ερατεινή, που βρίσκεται στο 1/3 περίπου της διαδρομής, κάποια 75 μίλια από τη μαρίνα απ’ όπου φύγαμε. Το ταξίδι ως εκεί ήταν αρκετά ευχάριστο κι ακόμη λόγω του περάσματος του καναλιού της Κορίνθου και εντυπωσιακό. Στη συνέχεια,



Διασχίζοντας τη διώρυγα. στη πλώρη οι σημαδούρες
του στίβου των αγώνων.


περάσαμε το γραφικό Κάβο Μελαγκάβι με το όμορφο φανάρι του, που είναι και το σύνορο κόλπου Λουτρακίου-Κορινθιακού. Στην Ερατεινή, όπως θυμάμαι, φτάσαμε νωρίς το απόγευμα, ύστερα από ένα ταξίδι συνολικά οκτώ ωρών, μαζί με τη μιας ώρας περίπου καθυστέρηση στον Ισθμό. Το βράδυ, όπως θυμόμαστε όλοι της παρέας, φάγαμε στο γνωστό για το μοναδικό του πεντανόστιμο καλομαγειρεμένο και τρυφερότατο κοκκινιστό μοσχάρι εστιατόριο που είναι και η σπεσιαλιτέ του, του γνωστού για τις ξεχωριστές λιχουδιές, εστιάτορα και φίλου μου Βαλιάνου. Τη δεύτερη μέρα είχαμε
προγραμματίσει διανυκτέρευση στην Ιθάκη, που απέχει άλλη τόση απόσταση, είναι στα 154 μίλια από την αφετηρία μας. Και η δεύτερη μέρα του ταξιδιού ήτανε το ίδιο ευχάριστη όπως η πρώτη.

 Περάσαμε με μπονάτσα τον υπόλοιπο Δυτικό Κορινθιακό, τον Πατραϊκό και αφήσαμε στα δεξιά μας την Οξιά, με το ωραίο επίσης Φανάρι της, που είναι η νοτιότερη νησίδα των Εχινάδων, αλλά και το όριο Πατραϊκού-Ιονίου. Φτάσαμε νωρίς το απομεσήμερο στο Βαθύ, την πρωτεύουσα της Ιθάκης, που είναι και το κεντρικό λιμάνι του νησιού, όπου και ο προορισμός μας γι’ αυτή τη δεύτερη μέρα. Βρήκαμε εύκολα θέση και δέσαμε και μετά από ένα γρήγορο απογευματινό φρεσκάρισμα βγήκαμε έξω να περιπλανηθούμε λίγο στην όμορφη πρωτεύουσα της πατρίδας του Οδυσσέα, που μας εντυπωσίασε με τις ομορφιές της και τα θαυμαστά αξιοθέατα. Αρκετά κουρασμένοι νωρίς το βράδυ καταλήξαμε σ' ένα ωραίο εστιατόριο, που είχαμε επισημάνει από τη βόλτα μας, για φαγητό, γιατί ύστερα από το ταξίδι και την περιοδεία ήμασταν εκτός από κουρασμένοι και πεινασμένοι.


Το ταξίδι που μας απέμενε για τον τελικό μας προορισμό, την τρίτη μέρα, ήτανε σχεδόν το ίδιο με των δύο προηγουμένων ημερών, δηλαδή σχεδόν 80 μίλια. Η συνολική διαδρομή είναι 235 μίλια. Ύστερα από ένα κανονικό εγερτήριο το πρωί και μετά τα γνωστά καθιερωμένα, (στο σκάφος περιττό νομίζω να αναφερθεί ότι υπήρχαν από τότε όλες οι ανέσεις και ευκολίες) και μετά την επίσης καθημερινή επιθεώρηση του μηχανοστασίου, ξεκινήσαμε στην ώρα μας, με πλώρη στο άλλο εντυπωσιακό κανάλι της Λευκάδας, με τις τσαμαδούρες δεξιά κι αριστερά, που σου δείχνουν τη σωστή πορεία, για να καταλήξεις στην κινητή γέφυρα, στην οποία σα φτάσαμε δέσαμε κανονικά στο κατάλληλο κρηπίδωμα, περιμένοντας να μας ανοίξουνε για να περάσουμε προς το Βόρειο Ιόνιο και τον τελικό μας προορισμό. Δε μπορέσαμε να αντισταθούμε στη πρόκληση για ένα σταθμό στον καταπληκτικό Αντίπαξο, για μια βουτιά κι ένα καφέ εν στάσει, απ' όπου ύστερα από ένα ωριαίο περίπου διάλειμμα ξαναφύγαμε για να τερματίσουμε στο σίγουρο λιμανάκι του Ναυτικού Ομίλου της ξακουστής και πανέμορφης Κέρκυρας, το Μανδράκι, όπου και μας περίμεναν, αφού είχαμε κάποιες φορές επικοινωνήσει μαζί τους μέσω του ραδιοτηλεφώνου και ξέρανε ακόμη και την ώρα που θα φτάναμε.(...)



Η κυρία Καίτη με φόντο Το Ποντικονήσι


Και ο Kapten, κάνοντας τουρισμό στην Κέρκυρα.  

(...) Στην επιστροφή δεν είχαμε τίποτα που να μας κάνει να βιαζόμαστε κι έτσι διαθέσαμε κάποιες μέρες για να σταθούμε και στον Παξό και στη Λευκάδα και στη Κεφαλονιά. Εξ άλλου και οι καιροί ήτανε ότι το καλύτερο κι έτσι αυτό το ταξίδι ήτανε όλο μια πανέμορφη ψυχαγωγία. Το «Κατερίνα» η Ομοσπονδία το χρησιμοποιούσε για τα πρωταθλήματα τα δικά της κι αυτά ήτανε τα Πανελλήνια των διαφόρων κατηγοριών, οι αγώνες προκρίσεως, αλλά κυρίως τα Διεθνή Πρωταθλήματα, όπως Πανευρωπαϊκά, Παγκόσμια, Βαλκανικά, κ.ά

ΕΝΑ  ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟ  ΠΡΩΤΑΘΛΗΜΑ  ΟΠΤΙΜΙΣΤ
ΕΠΕΙΣΟΔΙΑΚΟ

(...) Τα πρώτα χρόνια της συνεργασίας με την Ε.Ι.Ο. (Ελληνική Ιστιοπλοϊκή Ομοσπονδία) που είχα και το Ναυτικό μας ΄Ομιλο, είχα κάποιες δυσκολίες, γιατί ήθελα να βρίσκομαι στο νησί για τις προπονήσεις των παιδιών και γι αυτό υπήρξαν περιπτώσεις κατά τις οποίες δεν μπόρεσα να καλύψω όλες τις απαιτήσεις της Ομοσπονδίας. Υπήρχαν όμως και περιπτώσεις, που στο πρωτάθλημα που γινότανε «τρέχανε» και δικοί μας αθλητές, οπότε τότε ήτανε ότι το καλύτερο, γιατί τους έπαιρνα με το σκάφος από τα Κύθηρα, τους πήγαινα στους αγώνες και ήτανε μεγάλη βοήθεια για τα παιδιά, να έχουνε το δικό τους άνθρωπο στο πλοίο επιτροπής, αλλά και το κατάλυμά τους, το σκάφος, δίπλα τους.

 Μια τέτοια περίπτωση παρουσιάστηκε το 1981, που, όπως πιο πάνω ανέφερα, από τις αρχές Ιουλίου έως λίγο μετά τα μέσα Αυγούστου ήμουνα στο Τσιρίγο (Όμιλος κλπ). Εκείνη τη χρονιά οι Πανελλήνιοι «ΟΠΤΙΜΙΣΤ» έγιναν στη Γλυφάδα από 28 Ιουλίου έως 5 Αυγούστου. Έτσι παίρνω την αθλητική ομάδα του Ν.Ο. Κυθήρων στο «Κατερίνα», μαζί τη γυναίκα μου, τους δυο γιους μου, που ήτανε μαζί μου στα Κύθηρα και γραμμή για τους αγώνες, όπου το «Κατερίνα» θα ήτανε και πλοίο επιτροπής. Την αθλητική ομάδα Όπτιμιστ, που θα έπαιρνε μέρος στους πανελληνίους αποτελούσαν οι: Αλέξης Σωπασάκης, Νίκος Κορωναίος και Κατερίνα Πιρουνάκη.


 
Η Πιρουνάκη που εγκατέλειψε και ο Σωπασάκης τώρα στο δοξασμένο 277.

Οι αγώνες γίνανε με δυσκολίες, γιατί κάθε μέρα είχε «φρέσκο» μελτέμι κι έτσι κάθε μέρα είχαμε προβλήματα. Καλά η Πιρουνάκη, που ήτανε και μικρή, εγκατέλειπε σχεδόν κάθε μέρα και μου 'ρχότανε στο σκάφος, οπότε έπαιρνα το σκαφάκι της πάνω κι αυτή καθότανε και παρακολουθούσε απ' εκεί τον αγώνα. Τελειώσανε κάποια στιγμή οι αγώνες, πρέπει να φύγουμε, αλλά υπάρχει απαγορευτικό γιατί το μελτέμι είναι διαρκώς οχτάρι.

 Περιμένουμε μια μέρα, δυο μέρες, τρεις μέρες, αλλά το απαγορευτικό, εκεί! Ήμασταν στη μαρίνα Νο 3 της Γλυφάδας. Έχουμε όλοι αγανακτήσει. Έχω μαζί μου τον πρώτο και τον τρίτο μου γιο, τον Γιάννη και τον Αντώνη, τους τρεις οπτιμίστες, κάποιους αθλητές του σκι, ένα φίλο του μεγάλου μου γιου και τη γυναίκα μου, η οποία θέλει να μπονοτσάρει τελείως, για να φύγουμε. Το τρίτο βράδυ 8 Αυγούστου 1981, λίγο πριν τις δέκα, μου φαίνεται ότι ο αέρας έχει κάπως μαλακώσει και πάω στο Λιμεναρχείο, όπου απόπλου δε μου δίνουνε, ο καιρός μου λένε είναι ο ίδιος. Τους λέω: «Αν φύγω χωρίς απόπλου τι γίνεται;» Μου είπανε, αν εκεί που θα πάω είναι γνωστό το Λιμεναρχείο έχει καλώς, αν όχι θα έχω επιπτώσεις και πρόστιμο κι ακόμη πως αν φύγω να μην πω πουθενά ότι έφυγα από τη Γλυφάδα, παρά ότι έφυγα από το Καλαμάκι. (Τότε στο Καλαμάκι δεν υπήρχε Λιμεναρχείο). Είπα «Ευχαριστώ θερμά!» κι έφυγα.

 Τώρα όμως η δυσκολία ήτανε πώς θα καταφέρναμε την κυρία Καίτη. Τα είπα στους άλλους και ήτανε όλοι σύμφωνοι μαζί μου, να φύγουμε. Άλλωστε είναι γνωστό ότι «Primo Vento mezzo Porto» Μελτέμι φρέσκο, βοριάς ήτανε. Τελικά την Κυρία Καίτη την καταφέραμε λέγοντάς της ότι θα πάμε στη Αίγινα, γιατί βαρεθήκαμε τη Γλυφάδα. Φύγαμε περίπου τα μεσάνυχτα 8 προς 9 Αυγούστου. Βάλαμε πλώρη κατ' ευθείαν για Τσελεβίνια. Ύστερα από μία ώρα ακριβώς η σύζυγος άρχισε να ρωτάει πότε θα φτάσουμε. Ευτυχώς πάντως, ο καιρός πράγματι ήτανε σπασμένος και δε μας ταλαιπωρούσε καθόλου.


Κάποια στιγμή ομολογήσαμε στην ανήσυχη συνεπιβάτιδα την αλήθεια, οπότε βρήκαμε το μπελά μας, αλλά εντάξει, ξεπεράστηκε. Περίπου στις 03:30 ήμαστε όλοι στην τιμονιέρα, (οι μεγάλοι, εγώ, οι γιοι μου και ο φίλος τους), καλά οι μικροί κοιμόντουσαν του καλού καιρού από την ώρα που φύγαμε. Έχουμε περάσει τη νησίδα Δοκό και παραλλάσσουμε τη νησίδα Τρίκερι. Ο καιρός δεν είναι κακός, ταξιδεύουμε καλά, οπότε οι γιοι μου επαναλαμβάνουνε για πολλοστή φορά να πάω να ξεκουραστώ λίγο. Για να μη λένε ότι δεν τους εμπιστεύομαι, πήγα.

 Τον καναπέ της τιμονιέρας, που έχει διαστάσεις κρεβατιού, τον έχει από την αρχή του ταξιδιού αγκαζάρει η «Καπετάνισσα». Πήγα σ' ένα διπλό κρεβάτι, που βρίσκεται ακριβώς από κάτω από την τιμονιέρα, σε ευθεία απόσταση δύο μέτρα, ξάπλωσα, αλλά σ' αυτές τις περιπτώσεις η ευθύνη δε σου επιτρέπει με τίποτα να κλείσεις μάτι.

Δεν πέρασε ούτε μισή ώρα και ενώ έχουμε προ ολίγου περάσει καλά το Τρίκερι και βρισκόμαστε στα ανοιχτά της μπούκας του Αργολικού, μας πετάει ξαφνικά μια Μαΐστρο-Τραμουντάνα, οριακά ενοχλητική. Το πήρα αμέσως χαμπάρι, ανεβαίνω πάνω και πρώτη κίνηση είναι να δω πού μπορούμε και πού μας συμφέρει να καταφύγουμε. Το συμπέρασμα που βγήκε επέβαλε να καταφύγουμε στο αλιευτικό καταφύγιο στα Νότια της Μονεμβασιάς. Προς τα κει κινηθήκαμε. Όσο μπορούσαμε κρατούσαμε κοντά στις στεριές, γιατί έτσι, αν φρεσκάριζε κι άλλο, θα στρίβαμε προς τον προορισμό μας και τον καιρό θα τον είχαμε σχεδόν κατάπρυμα. Έτσι κι έγινε και το ξημέρωμα, στρίψαμε πια κι απαγκιάσαμε πίσω απ' το κάστρο της Μονεμβασιάς.(...) Μπήκαμε στο αλιευτικό καταφύγειο όπου δέσαμε με ασφάλεια. (...)


(...) Ώσπου να πάρουμε ένα πρωινό και μια ανάσα, σε λιγότερο από μια ώρα, μπροστά μας, στην πλατεία όλα τα τραπεζάκια και οι καρέκλες των μαγαζιών είχανε πέσει κάτω από τον αέρα, αλλά και κάτω που ήτανε, ο αέρας τα έσουρνε. Η ψηφίδα με την οποία ήταν στρωμένη η πλατεία μάς ερχόταν στο σκάφος με τέτοια δύναμη, λες και ήτανε σκάγια. Αυτό κράτησε ως τις 4:30 τ' απόγεμα και ξαφνικά μέσα σε 5 λεπτά κόπηκε ο αέρας «μαχαίρι». Δεν το πιστέψαμε, βγήκαμε έξω, πήγαμε απ' την άλλη μεριά, την προσήνεμη της Μονεμβασιάς και βλέπουμε μια φουρτουνιασμένη βέβαια  θάλασσα, αλλά αέρας τίποτα. Είχε, όπως λένε οι ναυτικοί, «σκάσει». «Έσκασε», λένε σ' αυτή την περίπτωση. Σε λίγο ακόμη παρατηρούμε ένα ιστιοφόρο με εντελώς κρεμασμένα τα πανιά. Δε θέλαμε άλλο σημάδι. Περιμέναμε ακόμη ένα μισάωρο και κατά τις έξι βάλαμε μπρος, λύσαμε και φύγαμε «πάση δυνάμει».

 Στις εννέα το βράδυ μπήκαμε στο Καψάλι, αγκυροβολήσαμε, δέσαμε, και παραδώσαμε τα παιδιά στους γονείς τους που τα περιμένανε, ανυπόμονοι μεν, χαρούμενοι δε. Τα παιδιά σε όλη τη διάρκεια του ταξιδιού ήτανε διαρκώς χαρούμενα, εντυπωσιασμένα και καθόλου φοβισμένα. Ήτανε κι αυτή μια καινούργια θετική εμπειρία για τους πιτσιρικάδες του Ομίλου, που λίγα χρόνια πρωτύτερα, πολλοί απ' αυτούς δε βάζανε το πόδι τους στη θάλασσα, αν δεν είχανε δίπλα τους δυο τρεις φοβικούς με το νερό συνοδούς. (...)

ΚΑΙ ΥΔΡΟΓΡΑΦΙΚΟ ΤΟ «ΚΑΤΕΡΙΝΑ »

(...) Σας περιέγραψα κάπου πιο πάνω, πως στο δεύτερο μισό του Ιουνίου του 1984 γνωρίστηκα με τους εξειδικευμένους στην υδρογραφία τοπογράφους του Ε.Μ.Π. Χτυπάει λοιπόν μια μέρα το τηλέφωνο. Είναι αυτά τα παιδιά και με ρωτούνε αν είναι το σκάφος ελεύθερο για να κάνουμε μια εργασία κάπου στο πρώτο δεκαήμερο του Οκτωβρίου. Το σκάφος ήτανε ελεύθερο και μου δώσανε ένα ραντεβού για να συζητήσουμε τις λεπτομέρειες. Πήγα, γνωριστήκαμε καλύτερα, τα είπαμε,   βρεθήκαμε σε πολλά σημεία σύμφωνοικλπ. (...)Αυτές τις διερευνητικές χαρτογραφήσεις του βυθού η ομάδα των τοπογράφων, με τους οποίους γνωρίστηκα, ήταν εξειδικευμένη και εκπονούσε για λογαριασμό άλλων εργολάβων, φορέων κ.α.

 Σαν πρώτος βοηθός χρησιμοποιούνται οι υπάρχοντες ναυτικοί χάρτες της Υδρογραφικής υπηρεσίας του Πολεμικού Ναυτικού. Απ' αυτούς ο κυρίως ενδιαφερόμενος, κάνει συνήθως την αρχική του επιλογή και αναθέτει στη συνέχεια στην ομάδα, με την οποία συνεργάστηκα πολλές φορές, να ερευνήσει και να χαρτογραφήσει λεπτομερέστερα την περιοχή. Γι' αυτό λοιπόν τώρα αυτή η περιοχή θα χαρτογραφηθεί με υπερσύγχρονα μηχανήματα, συνήθως μία ζώνη πλάτους 100 έως 200 μέτρων και παίρνονται πληροφορίες στίγματος και βάθους για κάθε 50 εκατοστά ώς ένα μέτρο ανάλογα με την επιθυμία του ενδιαφερομένου.Συμφωνήσαμε ν' αρχίσουμε αυτή την πρώτη εργασία της Ψυτάλλειας, καιρού επιτρέποντος, στις 8 Οκτωβρίου 1984, οπότε και την αρχίσαμε. Η ομάδα αυτή των ειδικών, διαθέτει τα εξής μηχανήματα:

 α) Αυτά τα οποία προσδιορίζουν με απόλυτη ακρίβεια και λεπτομερώς το στίγμα, δηλαδή το ακριβές σημείο τοπογραφικά στο οποίο βρισκόμαστε και επί του οποίου γίνεται η μελέτη.

β) Το βυθόμετρο μεγάλης ακριβείας, με το οποίο γίνονται οι βυθομετρήσεις, ενώ το σκάφος κινείται, και έτσι ελέγχει τη διαμήκη τομή του βυθού κάθε 0,50 εκατοστά του μέτρου, έως ένα μέτρο, ανάλογα με τη ρύθμιση που θα γίνει στα μηχανήματα.

γ) Τον ηλεκτρονικό υπολογιστή, που καταγράφει αυτόματα αυτές τις πληροφορίες, αφού είναι διασυνδεόμενος με τα προαναφερθέντα μηχανήματα.

Τις πληροφορίες που συγκεντρώνει ο υπολογιστής, εκτός του ότι τις αποθηκεύει στη μνήμη του, μπορεί ανά πάσα στιγμή να στις δώσει ή σε δισκέτα για παραπέρα μελέτη ή σε CD, ή να στις τυπώσει με τον εκτυπωτή του σε χαρτί δίδοντάς σου τον ακριβέστατο χάρτη του βυθού που σ' ενδιαφέρει. Έτσι ο ενδιαφερόμενος για την κατασκευή του έργου θα επιλέξει το καταλληλότερο σημείο επί του βυθού, όπου θα εγκαταστήσει τα όποια στοιχεία, εργασία που θα γίνει με τη βοήθεια των ίδιων μηχανημάτων, του ίδιου συνεργείου.


Βρεθήκαμε όπως είπα πιο πάνω σε πολλά σημεία σύμφωνοι, όπως νοοτροπία κ.ά. και συμφωνήσαμε τώρα για ένα άλλο ραντεβού στο σκάφος, όπου θα φέρνανε και τα μηχανήματά τους, να τα εγκαταστήσουνε κ.λπ. Το σκάφος το θέλανε για να κάνουμε τη μελέτη για τον υποβρύχιο αγωγό λυμάτων, που θα συνέδεε τον Ακροκέραμο με την Ψυτάλλεια για το βιολογικό καθαρισμό του λεκανοπεδίου Αττικής.

 Επί κεφαλής της ομάδας ο Λευτέρης Τσαβλίρης. Απ' εδώ ξεκίνησε μια σειρά από τέτοιες υδρογραφικές-ερευνητικές εργασίες μαζί τους, που είχαν πάρα πολύ ενδιαφέρον από κάθε άποψη. Θα περιγράψω τα ταξίδια κάποιων απ’ αυτές, που αξίζει τον κόπο. Πρώτα όμως να πούμε κάποια πράγματα γενικά, για το πως και το γιατί, γίνονται αυτές οι μελέτες. Μιλάμε για τις περιπτώσεις εκείνες κατά τις οποίες θα χρησιμοποιηθεί ο βυθός για την εγκατάσταση κάποιων στοιχείων, έργου κ.λπ. Στην πρώτη αυτή περίπτωση συνεργασίας θα χαρτογραφούσανε το βυθό, για να  εγκατασταθεί ο υποβρύχιος αγωγός, από τον οποίο θα περνούσαν τα λύματα του λεκανοπεδίου να πάνε στην Ψυτάλλεια, για την περαιτέρω επεξεργασία.(...)


Αυτοί είναι τέσσερις  από τα παιδιά του συνεργείου, στο βάθος δεξιά με τα γυαλιά είναι ο Λευτέρης, ο αρχηγός τους, δεξιά ο σκυφτός είναι ο Βάϊος.  


ΤΟ ΔΙΑΛΥΤΗΡΙΟ ΠΛΟΙΩΝ ΣΤΟ ΠΛΑΤΥΓΙΑΛΙ


Στις αρχές του τρίτου δεκαημέρου του Οκτωβρίου του '84 το «Κατερίνα» βγήκε έξω για την κανονική ετήσια συντήρηση. Πριν όμως προλάβουμε να ξεκινήσουμε τις εργασίες, μας παίρνουνε τηλέφωνο μια μέρα οι καινούργιοι μας πελάτες και μας αναγγέλλουνε ότι έπρεπε να φύγουμε για μια άλλη όμοια μελέτη, αυτή τη φορά στο Πλατυγιάλι Αστακού Αιτωλοακαρνανίας, όπου υπό την αιγίδα της Ε.Τ.Β.Α. θα γινότανε ένα διαλυτήριο πλοίων. Τι να κάναμε; Το ρίξαμε άρον-άρον και ήμασταν πανέτοιμοι. Επικεφαλής της ομάδας των τοπογράφων ήταν δυο αξιόλογοι από κάθε άποψη άνθρωποι και, φυσικά, επιστήμονες, ο Λευτέρης Τσαβλίρης και ο Άρης Παλαιοκρασσάς, νέα παιδιά τότε, με τους οποίους γίναμε και καλοί φίλοι και οι οποίοι συνεχίζουν μέχρι σήμερα και διατηρούνε ανάλογο τεχνικό γραφείο. Τελικά, συμφωνήσαμε να φύγουμε στις 24 Νοεμβρίου 1984.


Ήτανε προχωρημένο φθινόπωρο και το πράγμα απαιτούσε κάποια περισσότερη προσοχή. Από τα παιδιά μου, από τα οποία ανάλογα με το ποιος ευκαιρούσε είχα κάποιον ή κάποιους συνήθως μαζί μου, δυστυχώς δεν ευκαιρούσε κανείς και ύστερα απ' αυτό αποφάσισα να πάω μόνος μου. Ευτυχώς, οι καινούργιοι φίλοι μου είχαν αρκετές γνώσεις γύρω από θάλασσα κι έτσι και δεδομένου του ότι θα συνταξιδεύαμε, δε θα ήμουν ολομόναχος. Τους παρακάλεσα να φύγουμε πρωί για να πάμε για διανυχτέρευση στα Τριζόνια, όπου βτίσκοντε στα μισά περίπου του όλου ταξιδιού. Δυστυχώς αυτό το χατίρι δε μου το κάνανε και ήρθανε στις 11:00. Εν τω μεταξύ, κάτι να φορτώσουμε, κάτι οι άλλες διαδικασίες, φύγαμε στις 13:30 και όχι για τον προορισμό μας, αλλά για να ελέγξουνε και να ρυθμίσουνε πρώτα το βυθόμετρό τους, γιατί το είχανε πάρει μόλις από σέρβις κι έπρεπε να το τσεκάρουνε.Ύστερα απ' όλ' αυτά, φύγαμε στις 14:30. Στα δυτικά της διώρυγας βρεθήκαμε στις έξι το βράδυ. Αρχικά είπαμε να μείνουμε εκεί στην Ποσειδώνια, αλλά και πάρα πολύ νωρίς ήτανε και τίποτα για να βγούμε δεν υπήρχε, οπότε τα ξανασυζητήσαμε. Στις 10+00 βράδυ θα φτάναμε στον προορισμό μας, δε μας πήγαινε να μείνουμε κι έτσι ύστερα από ομόφωνη απόφαση συνεχίσαμε.


Είναι γνωστό πως ο Κορινθιακός κατεβάζει κάτι δυτικούς-βορειοδυτικούς, που δεν αστειεύονται, ο καιρός ήτανε από κει, αλλά ήτανε περίπου τεσσάρι. Τέλος πάντων, κάναμε τα πρώτα 6-7 μίλια μέχρι τον Κάβο Μελαγκάβι πολύ καλά. Παραλλάξαμε τον κάβο και βγήκαμε κανονικά στον Κορινθιακό. Είχε θάλασσα, αλλά δεν ήτανε και για να μη συνεχίσουμε. Συνεχίσαμε λοιπόν και σε καμιά ακόμη ώρα, τα κατάφερε και τον έκανε «Τούρκο». Εμείς πια δεν είχαμε άλλη επιλογή παρά να κατεβάσουμε ταχύτητα και αργά-αργά να προχωρήσουμε, και όποια ώρα πια φτάσουμε. Αυτό έγινε, αλλά και σε λίγο ακόμη μας υποχρέωσε και αλλάξαμε και κατεύθυνση, στρίψαμε προς Ερατεινή και προς αυτήν τώρα βάλαμε την πλώρη μας. Τα πράγματα ήτανε από χάλια ώς μαύρα χάλια και σα να μη φτάνανε όλα αυτά, κάποια στιγμή βλέπουμε και το φουσκωτό τους, που είχανε μαζί τους τα παιδιά στη βαλίτσα του ξεφούσκωτο και πάρα πολύ καλά δεμένο στο ένα πλάι του πλωριού καταστρώματος, να
κινδυνεύει να λυθεί αφού το ξέπλενε άγρια και το κουνούσε συνεχώς. Παρατηρούμε ακόμη ότι και την εξωλέμβια, που είχαμε κατά τον αυτό τρόπο  στην απέναντι πλευρά κι αυτήν το ίδιο την απειλούσε.

Δεν γινότανε διαφορετικά, έπρεπε κάποιος να πάει να τα σιγουράρει… και ο κάποιος αυτός θα 'πρεπε νάναι ο γράφων,  αλλιώς δε γινόταν, άφησα κάποιον στο τιμόνι, πήγα και παλεύοντας κανονικά με τα κύματα που ξέπλεναν το σκάφος με την επιβαλλόμενη όμως προσοχή, τα κατάφερα, τα εξασφάλισα και μπανιαρισμένος μέχρι το κόκαλο, γύρισα πίσω. Εντάξει, μέσα ήτανε ολόστεγνα και ζεστά. Κατέβηκα κάτω κι άλλαξα όλα μου τα ρούχα με στεγνά και γύρισα στο πόστο μου.

ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΑΚΟΜΗ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ

Στις 01:45 τη νύχτα πλησιάσαμε το μόλο της Ερατεινής αργά-αργά κι εδώ, αλλά στο σημείο αυτό πλησιάζοντας, είδαμε ένα αυτοκίνητο να 'ρχεται ολοταχώς προς το μόλο, να αναβοσβήνει νευρικά τα φώτα του, πράγμα που έδειχνε ολοφάνερα ότι κάτι συμβαίνει. Ήρθε, σταμάτησε στο μόλο, βγήκε έξω ο οδηγός, οπότε στέλνω κι εγώ ένα φίλο μπροστά, ο οποίος άκουσε να του φωνάζει ο άγνωστός μας οδηγός του αυτοκινήτου, ότι δεν πρέπει να πλησιάσουμε στο μόλο, γιατί είναι γεμάτος από ρεμέτζια σκαφών, τα περισσότερα επιπλέοντα και υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να μπλεχτούνε στις προπέλες μας.

 Μας πρόσθεσε όμως ότι θα πάει κάπου, περίπου 200 μέτρα δυτικότερα, όπου υπάρχει ένας μικρός κολπίσκος, θα μας παίξει τα φώτα του αυτοκινήτου και να πάμε εκεί να φουντάρουμε και να μείνουμε, όπου θα είμαστε και πολύ ασφαλέστεροι και πολύ πιο ήσυχοι απ' όσο στο μόλο. Ξεκινήσαμε κι ήρθε κι αυτός ο χριστιανός πράγματι, έτσι όπως μάς είχε υποσχεθεί, μάς υπέδειξε με τα φώτα του αυτοκινήτου του το κατάλληλο σημείο, όπου πραγματικά ήτανε πολύ καλύτερα, γιατί εδώ το μέρος ήτανε τέτοιο, που έκοβε και τον αέρα. Φουντάραμε κι όπως ήμασταν ταλαιπωρημένοι, κουρασμένοι, αλλά και πεινασμένοι, ύστερα από τόσες ώρες τέτοιου δύσκολου ταξιδιού κάτσαμε λίγο, αλλά εγώ πολύ λίγο, γιατί πήγα στα γρήγορα και τους έφτιαξα μια «ξεγυρισμένη» με ότι καλύτερο συμπλήρωμα υπάρχει ομελέτα, την «περιποιηθήκαμε» δεόντως και πήγαμε για τα κρεβάτια μας.

 Ο κόλπος της Ερατεινής απ' αυτούς τους δυτικούς καιρούς προστατεύεται από το γνωστό Κάβο της Ψαρομύτας, ο οποίος είναι στα δυτικά της, αλλά είναι γνωστός και για τον κυματισμό του. Δυτικά της Ψαρομύτας είναι τα Τριζόνια με ασφαλέστατο λιμάνι, στα οποία όμως, όπως είπαμε, δεν καταφέραμε να πάμε για διανυχτέρευση.

Δυο χρόνια μετά το πιο πάνω περιστατικό της Ερατεινής, έχω το «Κατερίνα» δεμένο στο Ναυτικό Όμιλο Τζιτζιφιών-Καλλιθέας, στο γνωστό Δέλτα του Φαλήρου, και πηγαίνω ένα πρωινό στο σκάφος κρατώντας κάποια πράγματα, ανάμεσα στα οποία και μία αντλία νερού. Όπως έχω κατεβάσει την πασαρέλα του σκάφους και μπαίνω μέσα, με ρωτάει κάποιος, τον οποίο δεν είχα προσέξει από το διπλανό σκάφος, να του πω από πού αγώρασα την αντλία. Πιάσαμε λίγο την κουβέντα και ξαφνικά διακόπτει και με ρωτάει: «Μα αυτό το σκάφος… πού το έχω δει;». Φυσικά ρωτούσε για το «Κατερίνα». Ακολούθησε μια μικρή παύση ... και σε λίγο συνεχίζει: Μήπως… έχεις περάσει από την Ερατεινή;».

 Πιστεύω καταλάβατε, ναι, ναι, ήταν ο χριστιανός που εκείνοτο βράδυ εντελώς εθελοντικά, αυθόρμητα και τόσο ανθρώπινα, μας βοήθησε να μην μπλεχτούμε στα ρεμέτζια των Νεοελλήνων, πλοιοκτητών κι ακόμη να πάμε να διανυκτερεύσουμε σε κείνη την ήσυχη και φιλόξενη ακρούλα. Περιττεύει, νομίζω, να πω πόσο συγκινήθηκα, αλλά και χάρηκα, που μου δόθηκε, έστω και μετά δυο χρόνια, η ευκαιρία να του πω τα οφειλόμενα λόγια και τα άπειρα ευχαριστώ και να γνωρίσω αυτό τον πραγματικό ΑΝΘΡΩΠΟ.



Αυτό ήτανε τότε το Πλατυγιάλι. Σήμερα;;; θα τα διαβάσετε πιο κάτω:
 
 Το Πλατυγιάλι το χρησιμοποιούσαν οι Άγγλοι ως ναύσταθμο, την περίοδο που τα Επτάνησα ήταν αγγλοκρατούμενα και βρήκαμε εκεί κάποια λείψανα εγκαταστάσεων από τότε. Την επομένη λοιπόν φύγαμε σχετικά νωρίς και λίγο μετά το μεσημέρι φουντάραμε στο Πλατυγιάλι το οποίο είναι ένα αρκετά ευρύχωρο και ασφαλέστατο λιμάνι, που το συναντάς πηγαίνοντας στον Αστακό, από τον οποίο το χωρίζει μια διαδρομή άλλων 6 μιλίων. Για να δώσω μια ιδέα των διαστάσεων του λιμανιού, φτάνει νομίζω να αναφέρω ότι μέσα σ' αυτό ήτανε αγκυροβολημένα κάπου δεκαπέντε μεγάλα φορτηγά καράβια παροπλισμένα και χωρούσε κι άλλα τόσα. (...)

(...)Η λεπτομερής υποθαλάσσια χαρτογράφηση του βυθού στο Πλατυγιάλι τελείωσε στη μία το μεσημέρι της 6ης Δεκεμβρίου χωρίς τίποτα το ιδιαίτερο κι αμέσως φύγαμε για τον Αστακό, όπου εκεί αποσυναρμολογήσαμε και συσκευάσαμε τα μηχανήματα, τα κατεβάσαμε στο πρώην ψυγείο του σκάφους, που απ' τον καιρό που έπαψε ν' ασχολείται με το ψάρεμα έγινε αμπάρι κι αφού πήρα και απόπλου απ' το Λιμεναρχείο στις 17:00 φύγαμε με πρόγραμμα να διανυκτερεύσουμε στη Ναύπακτο. Το πρώτο κομμάτι του ταξιδιού, το προς Νότο, το περάσαμε με μπονάτσα μέχρι που παραλλάξαμε τη νησίδα Οξιά. Μόλις όμως στρίψαμε δυτικά και μπήκαμε στον Πατραϊκό, όπου βάλαμε πορεία προς το στενό Ρίου Αντιρρίου, αμέσως βρήκαμε θάλασσα, που ερχόταν ακριβώς απ' την πλώρη μας, σε λίγη ώρα βρήκαμε και αέρα. Δεν είχε τη δύναμη του αέρα που μας βρήκε στον Κορινθιακό, όταν προ ημερών ερχόμαστε, αλλά και η διαφορά δεν ήταν μεγάλη. Πάντως, κάποια στιγμή ο τρίτος συνεργάτης των παιδιών, ο Βάϊος (κι αυτό το θυμάμαι πολύ καλά) γύρισε και είπε το χαρακτηριστικό: «Μου φαίνεται πως ψαρομυτίζει». Αυτό από τον Κάβο της Ψαρομύτας, αυτόν, που συσχετίζεται σαν το Κάβο Μαλλιά του Κορινθιακού.

Στις 11:30 τη νύχτα μπήκαμε στο γραφικότατο αλλά πολύ μικρό λιμανάκι της Ναυπάκτου, το οποίο ήτανε γεμάτο, φίσκα, και μη έχοντας άλλη δυνατότητα, δέσαμε πάνω σε μια μηχανότρατα και ύστερα από ένα πρόχειρο δείπνο κοιμηθήκαμε για να φύγουμε νωρίς το πρωί. Δυστυχώς, οι άνθρωποι της μηχανότρατας ξυπνήσανε για να φύγουνε στις δύο τη νύχτα και ξύπνησαν και μας για να τους ελευθερώσουμε. Εδώ όμως ακολούθησε άλλο ένα περιστατικό το ίδιο σοβαρό με το προηγούμενο.

 Είχε μπλεχτεί η άγκυρά τους, μια μεγάλη τεσσαροχάλα άγκυρα, στα ρέλια μας, που ήτανε πολύ γερά ανοξείδωτα ρέλια. Το πρόβλημα όμως ήτανε ότι είχε μπλεχτεί πολύ άσκημα. Πήγαμε όλοι εκεί (όσοι είχαμε ξυπνήσει) και κάναμε αγώνα πολλή ώρα και άλλη τόση προσπάθεια για να καταφέρουμε να ξεμπλεχτούμε. Η δυσκολία ήτανε, γιατί, όπως πηγαίναμε όλοι μαζί στο σημείο της εμπλοκής, το σκάφος έγερνε. Το ίδιο συνέβαινε και στη μηχανότρατα και επιδείνωνε την εμπλοκή. Το κάποιο σκοτάδι δε βοηθούσε να καταλάβουμε τη λεπτομέρεια, ώσπου ανάψαμε δυνατά φώτα, προσέξαμε τη λεπτομέρεια κι έτσι ξεμπλεχτήκαμε κι έφυγε το «μοτόρι», αφού όμως φάγαμε κάποιο μισάωρο άδικα.

 Τελικά το πρωί φύγαμε στις 8:00 γιατί κουρασμένοι όπως ήμαστε από την προηγούμενη μέρα δεν μπορέσαμε να ξυπνήσουμε πιο νωρίς. Στις 14:00 ως τις 15:00 περάσαμε τη διώρυγα και στις 18:00 φτάσαμε και δέσαμε στο Μικρολίμανο (Τουρκολίμανο). Στο Πλατυγιάλι έγινε μία τεράστια επένδυση. Πέσανε πάρα πολλά εκατομμύρια, όλες οι ακτές σχεδόν κρηπιδώθηκαν, γίνανε τεράστιες πλατφόρμες, μπήκανε γερανοί, υπόστεγα και τόσα άλλα. Αν μου τα λέγανε μπορεί να μην τα πίστευα, όμως κάποια χρόνια μετά, που βρέθηκα, στο Ιόνιο με πελάτες πια τουρίστες, δεν μπόρεσα να κρατήσω την περιέργεια μου και μπήκα μέσα, όπου ειλικρινά πόνεσε η καρδιά μου. Όλα τελειωμένα όλα τις θέσεις τους και όλα «νεκρά». Κάποια στιγμή μας είπαν από την τηλεόραση και τις εφημερίδες ότι θα γίνει σταθμός διακίνησης εμπορευματοκιβωτίων (κοντέινερ). Δε βαριέσαι, τίποτα δεν έγινε μέχρι σήμερα και κρίμα στα λεφτά.
Σήμερα 13/1/2012 που ανεβάζω στο blog το οποίο διαβάζεις φίλε συνάνθρωπε, λέω μονολογώντας και μουρμουρίζοντας, «αυτά μας βάζουμε να πληρώσουμε σήμερα οι άχρηστοι, ανεύθυνοι και ανίκανοι διαχειριστές του Δημόσιου χρήματος» Αυτούς τότε, μόνο η μίζα τους ενδιέφερε και τίποτα άλο.


Στη Ναύπακτο το άλο πορωί με ένα από τα παιδιά της ομάδας, τον αγαπητό Βάϊο.

ΣΤΟΝ ΚΟΛΠΟ ΤΗΣ ΙΤΕΑΣ … .

Πάλι στον Κορινθιακό... Τώρα για να χαρτογραφήσουμε το βυθό μιας περιοχής, στην οποία είχε αποφασιστεί να γίνει μια μεγάλη εγκατάσταση-επένδυση σε συνεργασία με την Σοβιετική Ένωση τότε, για να κατασκευαστεί ένα εργοστάσιο αλουμίνας, με πρώτη ύλη τους βωξίτες του Παρνασσού. Συγκεκριμένα, η επιλεγείσα περιοχή ήταν ένας βαθύς κόλπος δυτικά-βορειοδυτικά ης Ιτέας. Θυμάμαι σ' αυτό τον ευρύτερο κόλπο, κοντύτερα και βόρεια από το Γαλαξίδι, ήταν αγκυροβολημένα, παροπλισμένα, κάποια τεράστια «Σουπερτάγκερς» της εταιρίας Ωνάση. Μιλάμε για μεγαθήρια. Ακόμη θυμάμαι ένα θέαμα, που απολαμβάναμε κάθε απόγευμα μέσα στον κόλπο που χαρτογραφούσαμε, όταν κάθε μέρα την ίδια ώρα, παρουσιαζότανε ένα μικρό κοπάδι, περίπου δέκα μεγάλοι τόννοι, γύρω στα εκατό κιλά το κομμάτι, οι οποίοι αποδεκατίζανε κάποιο κοπάδι μικρότερα αφρόψαρα, που μαζευόντουσαν εκεί τις απογευματινές ώρες, προφανώς για διανυχτέρευση. Κάποιες φορές βάλαμε συρτές ίδιες με αυτές του φίλου μου του Τραγάκη που είχα προμηθευτεί και είχα πια μονίμως μαζί μου στο σκάφος. Όμως ποτέ δεν καταφέραμε να ξεγελάσουμε κανένα τέτοιο ψάρι. Τελειώσαμε και ξεκινήσαμε για επιστροφή το πρωί της 10 Μαΐου 1985 και νωρίς το απόγευμα δέσαμε στη μαρίνα Καλαμακίου.



Εδώ έχουμε βγει για να τοποθετήσουμε έν μηχάνημα



ΤΣΙΡΙΓΟ ΝΤΑ ΒΕΝΕΤΣΙΑ ΠΟΚΟ ΝΤΙΦΕΡΕΝΤΣΙΑ


Από της 10 Μαΐου μέχρι της 17 Ιουλίου 1985 κάναμε δυο-τρία μικροτάξιδα, μια τριήμερη συμπληρωματική χαρτογράφηση στην Ψυτάλλεια, μια διήμερη εκδρομή Αίγινα-Αγκίστρι-Νότια Σαλαμίνα, κάποιες συμπληρωματικές εργασίες βελτίωσης και συντήρησης του σκάφους και … στις 18 Ιουλίου νωρίς το πρωί μαζέψαμε και φορτώσαμε τα σκαφάκια των αθλητών του Ναυτικού μας Ομίλου, αυτά με τα οποία τα παιδιά του Ομίλου μας κάνανε τις προπονήσεις τους αλλά και συμμετείχανε στους διάφορους αγώνες στο κέντρο και αλλού. Πήραμε και κάποιους από τους αθλητές μαζί μας και φύγαμε για Κύθηρα μέσω Ύδρας, Δοκού, Σπετσών,Γέρακα.

Το βράδυ της 19ης του μηνός αράξαμε στο Καψάλι και από την άλλη μέρα το πρωί ξεκινήσαμε το εντατικό πρόγραμμα προπονήσεων του Ν.Ο.Κ. των τμημάτων θαλασσίου σκι και ιστιοπλοΐας. Το κολυμβητικό είχε ξεκινήσει από της 10 του μηνός, όπως κάθε χρόνο τότε. Κάποιες Κυριακές κάναμε και κάποιες τοπικές θαλάσσιες εκδρομές σε ειδυλλιακά τσιριγώτικα, δυσπρόσιτα από την ξηρά, ακρογιάλια.(...)


Με την ομάδα θαλασσίου σκι μετά την προπόνηση... Άμισθοι, εθελοντές τότε, ιεραπόστολοι, για 18 ολόκληρα χρόνια στο ΝΟΚ, 30 χρόνια συνολικά στην υπηρεσία του τόπου μας, πάρα πολλές φορές τις περισσότερες πληρώνοντας μόνο από την τσέπη μας.

Θα προσθέσω μια αλήθεια:
Εκείνη την εποχή δεκαετία του ’60, ήρθε νεοδιόριστος στο νησί ο φιλόλογος, σήμερα πανεπιστημιακός,
                                     Yorgis Yatromanolakis, 
 γίναμε φίλοι και κάναμε παρέα. Ύστερα από δυο-τρία χρόνια γνωριμία, μια μέρα μου λέει: «Ρε Μανόλη πως κατάφερες και βγήκες τόσο διαφορετικός Τσιριγώτης»;  τον ρώτησα τι εννοούσε και μου απήντησε: «Έχω διαπιστώσει ότι εδώ όλοι είναι του πάρε, πως κατάφερες εσύ και είσαι συνέχεια του δώσε»;;;   
 
ΣΤΟ ΚΕΝΤΡΙΚΟ ΚΑΙ ΑΝΑΤΟΛΙΚΟ ΑΙΓΑΙΟ, ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΑ. Κ.ΛΠ.


Εδώ θα κάναμε πολλές μελέτες για λογαριασμό της ΔΕΗ για πόντιση ηλεκτροφόρων υποβρυχίων καλωδίων. Γίνανε έγκαιρα όλα τα προκαταρτικά και το πρωί νωρίς στις 16 Μαΐου 1986 φύγαμε με πλώρη την Ίο, την κοινώς λεγόμενη Νιο, όπου φτάσαμε το απόγευμα και αράξαμε στο κεντρικό λιμάνι του νησιού. Από κει θ' αρχίζαμε την άλλη μέρα νωρίς το πρωί. Η μελέτη που εκπόνησαν εδώ έγινε για να «πέσει» καλώδιο σύνδεσης των νησιών Ίου,

                                                                               
                Είναι ένα γνήσιο νησιώτικο δρομάκι,  από την όμορφη Ίο, την όπως τη λέμε τη Νιο


Σίκινου, Φολεγάνδρου, ώστε αντί τριών σταθμών παραγωγής που λειτουργούσαν ως τώρα, ένας στο κάθε νησί, να κλείσουν οι δυο και να μείνει ο ένας. Για την εκπόνηση αυτής της μελέτης στήσαμε σταθμούς κατευθυντήριους, στα νότια της Ίου, στα νότια επίσης της Φολεγάνδρου και τέλος έναν στα βόρεια της Σαντορίνης. Όπως πιο πάνω είπαμε, συνεργαζόμενος αντίστοιχος τέτοιος σταθμός υπάρχει και στο σκάφος. (...)
 
 
ΟΑντώνης σε μια όμορφη γωνιά της Φολεγάνδρου.




Εδώ βλέπουμε το "Κατερίνα" δεμένο  στο μικρό μόλο κάτω από την Οία, περιμένοντας τα παιδιά που πήγαν να μαζέψουν το «Σταθμό».

Η ΠΛΩΡΗ ΜΑΣ ΠΡΟΣ ΤΗ ΧΑΛΚΗ

Οι εργασίες για τα τρία αυτά νησιά τελειώσανε στις 26 Μαΐου και μέσω Σαντορίνης, απ' όπου είχαμε να μαζέψουμε τον τελευταίο κατευθυντήριο σταθμό και να ανεφοδιαστούμε σε καύσιμα κ.λπ., θα φεύγαμε την επομένη νωρίς το πρωί, 27 Μαΐου για Ρόδο, να κάνουμε τη μελέτη σύνδεσης αυτού του νησιού με τη γειτονική Χάλκη.




Περνώντας έξω από τη Σαντορίνη.


Της Χάλκης τον τοπικό σταθμό παραγωγής είχανε αποφασίσει μετά τη διασύνδεση να τον κλείσουνε. Είχαμε προγραμματίσει να πάμε μέσω Αστυπάλαιας, όπου θα μέναμε μια νύχτα. Μας έπιασε όμως «φρέσκος» βοριάς κι έτσι αναγκαστήκαμε να καταφύγουμε στη Ανάφη, στο υπήνεμο λιμανάκι της οποίας ποδίσαμε το απομεσήμερο.



Στην Ανάφη

 Στην Ανάφη πάνω στο μόλο υπάρχει ένα μαγαζί, ταβέρνα, αν θυμάμαι καλά, της κυρά-Ειρήνης. Αυτής της γυναίκας όλη η πολυμελής οικογένεια είναι ψαράδες: ο άνδρας της, τ' αγόρια της, όλοι, κι έτσι στο μαγαζί της έχει πάντα φρέσκο ψάρι.

 Μας πρότεινε αστακομακαρονάδα. Ομολογώ ότι εγώ την άκουγα για πρώτη φορά. Εμείς στα Κύθηρα τον αστακό τον τρώγαμε πάντα βραστό με μαγιονέζα ή ψητό στα κάρβουνα με λαδολέμονο, ποτέ με μακαρόνια που μου φάνηκε ότι δε θα πηγαίνει. Εγώ δεν πήρα, πήρανε όμως οι άλλοι και δοκίμασα. Αλλά, να πω την αμαρτία μου, δε μου άρεσε καθόλου. Εγώ έφαγα απλά βραστό με λαδολέμονο και ήτανε ότι το καλύτερο.

Την επομένη, στις 08:45 το πρωί, με βοριά 5-6 μποφόρ, αλλά με καλή πρόγνωση φύγαμε με πλώρη τη Χάλκη, όπου φτάσαμε αργά το απόγευμα, ύστερα από ολοήμερο ταξίδι κι ένα Βόρειο-Βορειοδυτικά καιρό, που ήτανε όλη τη μέρα ο ίδιος και λίγο μας κουνούσε αφού ήτανε από πλευρικός έως δευτερόπρυμος. Το κομμάτι αυτό του ταξιδιού ήτανε παρά κάτι 100 μίλια. (...)

 Τη μελέτη  αυτή, Ρόδο-Χάλκη, την τελειώσαμε στις 2 Ιουνίου ’86, παρ' όλο που μας προέκυψε ένα πρόβλημα στη Χάλκη, το οποίο παραλίγο να μας κοστίσει δυο-τρεις μέρες αλλά που τελικά ξεπεράστηκε μέσα σε μια νύχτα.

Το πρόβλημα ήτανε μια βλάβη στο βυθόμετρο των παιδιών. Παλέψανε ένα ολόκληρο απόγευμα ως το βράδυ και είχανε αποφασίσει να παραγγείλουνε άλλο στην Αθήνα. Εδώ όμως παρενέβη ο Αντώνης, ο Βενιαμίν της φαμίλιας μου. Τους ζήτησε να του το εμπιστευτούνε και του το παραδώσανε ευχαρίστως και εν λευκώ.

Ο Αντώνης, που τον είχα τότε μαζί πολύτιμο και ακριβό βοηθό μου, το παρέλαβε στις 10 το βράδυ, και αφού ασχολήθηκε όλη τη νύχτα, στις 5 το πρωί το τελείωσε. Όταν ξυπνήσανε οι άλλοι και το βρήκανε μονταρισμένο στη θέση του και σε αρίστη κατάσταση, δεν πιστεύανε στα μάτια τους.

Το απόγευμα νωρίς φύγαμε για το Μανδράκι της Ρόδου όπου φτάσαμε και δέσαμε το βράδυ στις 21:45. Στη Ρόδο μείναμε μια μέρα και την άλλη μέρα το πρωί, 4 Ιουνίου, όχι και πολύ νωρίς, όπως βλέπω στο ημερολόγιο του σκάφους, που το 'χω δίπλα μου, γιατί δε μ' αρέσει να λέω ανακρίβειες, στις 09:00 και κάτι λοιπόν το πρωί, μαζέψαμε άγκυρα και βάλαμε πλώρη.......

 ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΩ, όπου δίπλα μας η Τουρκία. Ατή η διαδρομή ητανε κολλητά σχεδόν με τα χωρικά ύδατα της Τουρκίας και οι πελάτες μου ήταν ανήσυχοι, γιατί το σκάφος με τον εξοπλισμό που κουβαλούσαμε ήταν ένα καθαρά ερευνητικό σκάφος και φοβόντουσαν μην πέσουμε πάνω σε κανένα τούρκικο περιπολικό και μπλέξουμε (...).

Στην Κω αράξαμε στον κόλπο Καρδάμενα, όπου η ομώνυμη παραλιακή κωμόπολη. Από αυτό το σημείο η ΔΕΗ είχε προγραμματίσει να ποντίσει υποβρύχιο καλώδιο, για να συνδέσει τη Νίσυρο μέσω της ενδιάμεσης νησίδας Γυαλί, που ολόκληρη είναι ένα απέραντο λατομείο, το οποίο οι επιχειρηματίες οι οποίοι το εκμεταλλευόντουσαν θέλανε να το ηλεκτροδοτήσουνε.

 Από τη χαρτογράφηση αυτή τελειώσαμε στις 11 Ιουνίου,   όμως πριν τελειώσουμε είχαμε βρει την ευκαιρία και βγήκαμε μια μέρα στην ηφαιστειογενή Νίσυρο, και επισκεφτήκαμε τα αξιοθέατά της, όπως το ηφαίστειο και την πόλη.



Στο Ηφαίστειο της Νισύρου. Ο Λευτέρης, η Γυναίκα του και η κυρά-Καίτη.
Ο Λευτέρης όπως κάπου είπα είναι ο αρχηγός.




Αυτό είναι το Γυαλί που όπως σας είπα είναι ολόκληρο ένα λατομείο.


 Την τελευταία μέρα περάσαμε από το κεντρικό λιμάνι της Κω όπου με την ευκαιρία βγήκαμε
να δούμε την πατρίδα του πατέρα της ιατρικής, του Ιπποκράτη.


 Αυτή είναι η ελιά κάτω από την οποία δίδασκε ο πατέρας της ιατρικής , Ιπποκράτης 

 Η επόμενη μελέτη του προγράμματος ήτανε η μελέτη για τη διασύνδεση της Λέρου με τους Λειψούς. Έτσι φύγαμε από την πόλη της Κω το απομεσήμερο και μετά  τέσσερις παρά κάτι ώρες, δέσαμε στο λιμάνι των Λειψών,
.

Πλαγιοδεμένο το «Κατερίνα» στο Λιμανάκι των Λειψών.

στις  έξι τ’ απόγεμα, την ίδια μέρα. Η μελέτη αυτή μας πήρε τέσσερις μέρες κι έτσι στις 16 Ιούνιου το πρωί τα μαζέψαμε και «το βάλαμε» για τη ωραία Χίο, ταξίδι που είχαμε αποφασίσει να το κάνουμε μέσω Φούρνων Ικαρίας, όπου και θα διανυκτερεύαμε. 
                                                                

Στους Φούρνους Ικαρίας ποδισμένη λόγω καρού. Μελτέμη 8 μποφόρ.

ΣΤΟΥΣ ΦΟΥΡΝΟΥΣ ΙΚΑΡΙΑΣ...

Φτάσαμε ύστερα από δύο ώρες, αναγκαστήκαμε να παραμείνουμε και διανυχτερεύσαμε ποδισμένοι, γιατί ο καιρός δεν ήτανε ότι έπρεπε. Από τους Φούρνους φύγαμε το πρωί στις 17 Ιουνίου, ύστερα από κάποια σύσκεψη που έκανα με κάποιους άλλους καπεταναίους και ντόπιους αλλά και ποδισμένους, γιατί ο καιρός δεν είχε τελείως βελτιωθεί. Αυτοί μας υπέδειξαν να πάμε στο βόρειο κάβο της Ικαρίας κι αν εκεί δούμε ότι ο καιρός ταξιδεύετε να προχωρήσουμε, σε διαφορετική περίπτωση θα έπρεπε να γυρίσουμε στο λιμάνι.

Πήγαμε και αυτό που είδαμε ήταν πως ο καιρός ήτανε στα όρια. Το κανάλι Ικαρίας-Χίου, που είχαμε να περάσουμε, στεριά με στεριά, ήτανε περίπου σαράντα μίλια. Θέλαμε όμως και να… τελειώνουμε. Είχαμε ήδη πιάσει ένα μήνα, οπότε πήραμε την απόφαση και φύγαμε. Την πρώτη ώρα τα πράγματα ήτανε υποφερτά, ύστερα όμως ο καιρός πέρασε τα 6 μποφόρ, ήτανε σχεδόν 7 και μας χόρευε «του κακού καιρού». Τελικά το γκαζώσαμε και ύστερα από ένα επεισοδιακό τρίωρο πέσαμε στα κάπως υπήνεμα Νοτιοδυτικά της Χίου, όπου τα πράγματα ηρέμησαν και τελικά μπήκαμε στο λιμανάκι των Μεστών, εκεί υπήρχε και πρόγραμμα να εγκαταστήσουμε σταθμό κατευθυντήριο, πράγμα που κάναμε. Μόλις δέσαμε στο μόλο των Μεστών, πηδήσανε έξω τα παιδιά, και σε λίγο τους βλέπω να κοιτάνε όλοι στο ίδιο σημείο χαμηλά στην πλωριά μάσκα και ταυτόχρονα κάποιος είπε:   «Να δούμε τώρα που θα το δει ο καπετάνιος»! (Καπετάνιο με λέγανε). Βγαίνω και τι να δω; Μας είχε ξηλώσει μέρος από τον ένα «θαλασσομάχο» (το προστατευτικό ζωνάρι που είχε το «Κατερίνα») από την πίεση της θάλασσας, που μας χτυπούσε την πλώρη ταξιδεύοντας ολοταχώς με τον καιρό μποστά. Τι να πω; Τίποτα δεν είπα, παρά τους βοήθησα κι εγώ, όπως πάντα, για την όσο γινότανε πιο γρήγορη εγκατάσταση του σταθμού. Επειδή όμως το σημείο όπου τοποθέτησαν το σταθμό ήτανε αρκετά δυσπρόσιτο, αργήσαμε να τελειώσουμε κι έτσι διανυκτερεύσαμε στο λιμάνι των Μεστών.

Επί τη ευκαιρία, την άλλη μέρα το πρωί ανεβήκαμε με ταξί που ζητήσαμε κι έτσι επισκεφθήκαμε τα ωραία Μεστά. που είναι ένα από τα λίγα κατοικημένα κάστρα της Ελλάδας Ακόμη, επισκεφθήκαμε κάποια Μαστιχοχώρια, ανάμεσα στα οποία το ξακουστό Πυργί, όπου μας ξενάγησαν και μας έδειξαν το πώς και το τί γύρω από την καλλιέργεια και συγκομιδή της μαστίχας, τα αξιοθέατα, κάποια παραδοσιακά σπίτια παλαιών παραδοσιακών παραγωγών με τις αποθήκες των προϊόντων τους και διάφορα άλλα, όπως τη γνωστή και ιδιόρρυθμη διακόσμηση των εξωτερικών τοίχων των σπιτιών κ.λπ.


                                                                                  
                                       Δρομάκι στο κατοικούμενο Κάστρο των Μεστών. Χίος


                                                                           
                                                Παραδοσιακό-χαρακτηριστικό σπίτι στο Πυργί, Χίος.


 Το βράδυ πριν πάμε για ανάπαυση στο «Κατερίνα», πήγαμε για φαγητό σ' ένα μεγάλο και αρκετά εμφανίσιμο εστιατόριο στο λιμάνι των Μεστών. Η Χίος τότε, ακόμη, είχε ελάχιστη τουριστική κίνηση και ειδικά στα μέσα Ιουνίου του 1986, που βρεθήκαμε εμείς εκεί, δεν είχε καθόλου. Καθίσαμε λοιπόν σ' ένα από τα καλύτερα τραπέζια του μαγαζιού, παραγγείλαμε, κι όπως περιμέναμε συζητώντας τα διάφορα που μας απασχολούσαν, κάποιος απ' την παρέα μας λέει: «Κοιτάτε- κοιτάτε».

 Γυρίζουμε προς τα κει που μας έδειχνε και που ήτανε ένα μακρύ έπιπλο κουζίνας, ντουλάπια από κάτω και ευρύχωρος πάγκος από πάνω γεμάτος πράγματα του μαγαζιού, Φρούτα, ψωμιά, σαλατικά κ.ά. Παρατηρούμε, και τι να δούμε; Ένας καλοθρεμμένος αρουραίος, είναι πάνω στον πάγκο με άνεση και δοκιμάζει, επιλεκτικά, τις διάφορες νοστιμιές που βρίσκονται απλωμένες εκεί… Φωνάζουμε, κάνουμε απειλητικές κινήσεις, αυτός τίποτα, συνέχιζε το έργο του ανενόχλητος, ώς που έκανε τον κόπο ένα γκαρσόνι και τον υποχρέωσε να αποχωρήσει…

                                                              ΧΙΟΣ-ΨΑΡΑ

Την άλλη μέρα πρωί-πρωί φύγαμε με πορεία τα βόρεια της Χίου και προορισμό το λιμανάκι της Βολισσού, απ' όπου θα επιχειρούσαμε τη χαρτογράφηση του βυθού μεταξύ Χίου-Ψαρών για την υποβρύχια καλωδιακή διασύνδεση των δυο νησιών, προκειμένου να κλείσει ο Σταθμός των Ψαρών. Η μελέτη αυτή, που έγινε με βοριάδες κάθε μέρα, οι οποίοι κάποιες φορές μας αναγκάσανε και να διακόψουμε, τελείωσε στις 23 Ιουνίου τ' απόγεμα κι αρχίσαμε να τα μαζεύουμε, γιατί ήτανε και η τελευταία δουλειά του προγράμματος.


                                                                          
                      
                  Κάθε μέρα με αυτές τις συνθήκες καιρού-θαλάσσης δουλεύαμε.


 Ο καιρός επιτέλους είχε σπάσει και ήτανε μοναδική ευκαιρία να φύγουμε την επομένη το πρωί για το ταξίδι της επιστροφής, κοντά 60 μίλια πέλαγος Βολισσό-Κάβο Ντόρο. Μετά το συμμάζεμα, που τελείωσε αργά το βράδυ, πήγαμε για φαγητό και όλα πια τελειώσανε τα μεσάνυχτα. Γυρίσαμε στο σκάφος με πρόγραμμα ύπνο. Έλα όμως που ήτανε μια νύχτα πραγματική μαγεία. Οπότε μου γεννήθηκε η ιδέα να φύγουμε αμέσως για το ταξίδι της επιστροφής. Τους «το ξεφουρνίζω» λοιπόν και η απάντηση ήτανε ένα ομόφωνο ΝΑΙ! Αμέσως βάλαμε εμπρός και φύγαμε. Ήτανε 00:15, της 24ης πια, Ιουνίου 1986. Ύστερα από ένα ολονύχτιο πανήσυχο ταξίδι, κάναμε μια μικρή «στάση» στις 07:00 το πρωί στο Γαύριο της Άνδρου, όπου αποβιβάστηκε ο Άρης. Ανδριώτης ο Άρης, να χάσει την ευκαιρία να δει τους δικούς του; Βγήκαμε λοιπόν κι εμείς κι ύστερα από μια ώρα διάλειμμα για έναν καφέ λύσαμε και φύγαμε στις 08:30 για Μικρολίμανο, όπου φτάσαμε νωρίς το απομεσήμερο.

                   ΝΟΤΙΟΣ ΕΥΒΟΙΚΟΣ-ΣΑΡΩΝΙΚΟΣ-ΑΡΓΟΛΙΚΟΣ


Δεν κάτσαμε και πολύ, αφού σε λίγες μέρες με ειδοποίησαν ότι θα φεύγαμε για ένα καινούργιο ερευνητικό ταξίδι στο Νότιο Ευβοϊκό, Σαρωνικό και Αργολικό, όπου το Ι.Γ.Μ.Ε., σε συνεργασία με την ίδια ομάδα των παιδιών του Πολυτεχνείου, αλλά και τη σύμπραξη κάποιου Αμερικάνικου Πανεπιστήμιου, το οποίο εκπροσωπούσε  Αμερικανός καθηγητής του, θα έκανε ορισμένες σεισμικές
ερευνητικές μελέτες, στους πιο πάνω αναφερθέντες κόλπους. Στις 18 Ιουλίου 1986 μου φέρανε στο σκάφος τα πρώτα μηχανήματά τους και στις 23 Ιουλίου το μεσημέρι ξεκινήσαμε για το Ν. Ευβοϊκό. Ζητήσανε να διανυχτερεύσουμε στο Λαύριο, απ' όπου την άλλη μέρα πολύ, νωρίς το πρωί, αφού εγκαταστήσαμε στις κατάλληλες θέσεις τα μηχανήματα, φύγαμε στις 07:45 με κατεύθυνση την Κάρυστο.

 Ανοιχτά, έξω από το εργοστάσιο της ΔΕΗ του Λαυρίου, μου είπανε να κάνω «κράτει». Σ' αυτό το ταξίδι, εκτός των άλλων μηχανημάτων που κουβαλούσαμε, είχαμε και το μηχάνημα για τις σεισμικές έρευνες, το οποίο αποτελούσαν δυο κομμάτια, το καταγραφικό και το δεύτερο, που ήταν συρόμενο σε μια απόσταση κάποιων δεκάδων μέτρων πίσω από το σκάφος και το οποίο με το σκάφος το συνέδεε κάποιο συρματόσχοινο ρυμούλκησης και ειδικό καλώδιο. Σ' αυτό το ταξίδι, δεν είχα πάρει βοηθό, φαίνεται δεν ήταν ελεύθερος κανείς από τους γιους μου.

Μόλις μου ζητήσανε να κάνω «κράτει», τους παρακάλεσα να παρακολουθούνε ασταμάτητα τα καλώδια που τραβούσαμε, για να μην μπλεχτούνε στις προπέλες. Κάποια στιγμή μου λένε «πάμε». Τους ρώτησα αν ήταν εντάξει τα καλώδια και μου απάντησαν πως ήταν. Κάνω λοιπόν εμπρός, ακούγεται ένα γκλούπ και αινητοποιείται η μία μηχανή. Δεν ήθελε ρώτημα: είχαμε μπλέξει στο καλώδιο. Βγαίνω έξω, τα βλέπω και βάζω αμέσως το δικό μου βυθόμετρο, βλέπω το βάθος, είναι 34 μέτρα και τρέχω και φουντάρω τη μικρή άγκυρα. Τους έδωσα στη συνέχεια τα κατάλληλα εφόδια, μάσκες, αναπνευστήρες, πέδιλα και τους είπα να πέσει στη θάλασσα οι ικανότεροι δύο, για να δούμε τι ακριβώς συμβαίνει, και να εκτιμήσουμε τι πρέπει να κάνουμε στη συνέχεια.

Δυστυχώς, το μπλέξιμο ήταν κανονικός «γόρδιος δεσμός», οπότε, μόνο σιδηροπρίονο μπορούσε να δώσει λύση. Τους το έδωσα, τους έδωσα και την καταδυτική μπουκάλα που είχα πάντα μαζί μου (για την ασφάλεια του σκάφους) και σιγά-σιγά τα κόψανε, τα μαζέψαμε και τώρα πια έπρεπε ή το καλώδιο (αυτό ήτανε το δύσκολο) να μπαλωθεί, ή αν το μπάλωμα δεν πετύχαινε, να ζητήσουνε από το Ι.Γ.Μ.Ε. να τους φέρουν στη Ραφήνα άλλο μηχάνημα, που ευτυχώς υπήρχε. Προσπάθειες για το μπάλωμα του καλωδίου κάναμε εκεί επί τόπου. Στο σκάφος είχα πάντα ότι υλικό ζητούσες, έτσι είχα  στεγανωτικά υλικά, σιλικόνες κ.ά.

 Τελικά, το μπάλωμα πέτυχε και φύγαμε ερευνώντας εν πλω, με κάπως μειομένη ταχύτητα και βραδιαστήκαμε στο λιμάνι της Καρύστου, όπου και διανυχτερεύσαμε. Ξεκινήσαμε τη δεύτερη μέρα κανονικά αλλά κάποια στιγμή το μηχάνημα μάς εγκατέλειψε. Φαίνεται, ότι, παρά την επιμελημένη και προσεχτική δουλειά που είχε γίνει, τα νερά καταφέρανε και περάσανε, οπότε τα καλώδια σταμάτησαν να λειτουργούν.

Αποφασίστηκε να γυρίσουμε στο λιμάνι της Ραφήνας, να βγάλουμε έξω το χαλασμένο μηχάνημα και να περιμένουμε να μας κατεβάσουνε άλλο από το Ι.Γ.Μ.Ε., το οποίο εν τω μεταξύ είχαμε ενημερώσει. Πήγαμε, βάλαμε το μηχάνημα στα κιβώτιά του, που ήτανε και αρκετά μεγάλα, τα βγάλαμε έξω στο μόλο και περιμέναμε το φορτηγό του Ι.Γ.Μ.Ε..


                                             ΞΑΝΑ «ΕΛΛΑΣ ΤΟ ΜΕΓΑΛΕΙΟ ΣΟΥ !»


Και εδώ προέκυψε το αναπάντεχο… Ποιο; Το δεύτερο «Ελλάς το μεγαλείο σου!» Προσέξτε:

Περνάει κάποιος λιμενικός, βλέπει τα κιβώτια στο μόλο, μας ρωτάει τι είναι, οπότε πήρε το λόγο κάποιος του Ι.Γ.Μ.Ε. να του εξηγήσει. Όταν ο λιμενικός άκουσε για υποθαλάσσιες έρευνες, λες και τον χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα και πετάει αυτόματα ένα «Απαγορεύεται!» και «Ελάτε στο λιμεναρχείο». Πήγανε οι επικεφαλής του κλιμακίου. Εκεί, όπως μας είπανε αργότερα, επικράτησε ένα κομφούζιο και τελικά τους είπανε να μη συνεχίσουνε. «Απαγορεύεται!».

 Το Ι.Γ.Μ.Ε. (Ινστιτούτο Γεωλογικών Μεταλλευτικών Ερευνών) είναι ο κρατικός φορέας εκείνος που αντικείμενό του είναι οι όποιες υπόγειες, ή υποθαλάσσιες έρευνες, για εντοπισμό οποιουδήποτε ζητουμένου. Δυστυχώς αυτό το Λιμεναρχείο το αγνοεί και διατάσει διακοπή της έρευνας.

 Όταν ηρθανε στο σκάφος και μας τα είπανε, πήρα κι εγώ το λόγο σαν ο κατά δεκαετίες μεγαλύτερός τους και αρκετά έμπειρος και τους πρότεινα να πάνε να ζητήσουνε να τους δώσουνε γραπτή εντολή διακοπής. Εν τω μεταξύ το Λιμεναρχείο είχε διαρκείς επαφές με τις αρμόδιες υπηρεσίες του Υ.Ε.Ν. και κάποτε μας είπανε να συνεχίσουμε, αλλά θα πρέπει να έχουμε μόνιμα ανοιχτό το «V.H.F.», για να
υπάρχει δυνατότητα διαρκούς επαφής ανάμεσά μας.

 Ήρθε κάποια στιγμή το άλλο μηχάνημα, το τοποθετήσαμε και φύγαμε. Απ' εδώ και πέρα κάθε δυο-τρεις ώρες μας καλούσαν να τους πούμε πού είμαστε κ.τ.λ. Συνεχίσαμε λοιπόν κάτω από τη συνεχή παρακολούθηση των λιμενικών αρχών.

Πήγαμε και ερευνήσαμε ολόκληρο το Νότιο Ευβοϊκό. Αυτή η εργασία μάς πήρε συνολικά τρεις μέρες. Διανυκτερεύσαμε μια νύχτα στο Αλιβέρι, μια δεύτερη στους Αγίους Αποστόλους και την τρίτη πήγαμε και αράξαμε στην Κέα(την Τζια), όπου θυμάμαι πολύ καλά ότι «περιποιηθήκαμε» δεόντως ένα πρώτο μπόι φαγκρί, που μόλις εκείνη την ώρα ολόφρεσκο έφερε ένας ντόπιος ψαράς,  το οποίο μας έψησε ο γνωστός τότε σε πολύ κόσμο Αρίστος, στο πασίγνωστο επίσης «Φαγητοπωλείον» του (έτσι το 'λεγε) στο κοσμοπολίτικο Βουρκάρι.

Την άλλη μέρα το πρωί που πήγα στο Λιμεναρχείο για τα σχετικά, έπεσα πάνω σ' ένα γνωστό λιμενικό (με γνώριζε από τα Κύθηρα, όπου είχε υπηρετήσει παλιότερα) ο οποίος μου είπε ότι υπάρχει διαταγή να μας σταματήσουνε. Δε θέλησε να είναι αυτός ο εκτελεστής της διαταγής και μας επέτρεψε και φύγαμε.

                                       Τ α  χ α λ ι α  μ α ς  


Το πρόγραμμα της ημέρας αυτής προέβλεπε, μετά την ολοήμερη ερευνητική δουλειά, να πάμε για διανυκτέρευση στην Ερμιόνη. Καλά, αυτή τη μέρα, κάθε τρεις και λίγο μας καλούσανε να τους πούμε πού ήμαστε και τι κάνουμε. Φυσικά, μας ρώτησαν και το πού θα πάμε να μείνουμε τη νύχτα.

 Έτσι μόλις φτάσαμε στην Ερμιόνη και πλησιάσαμε στο μόλο για να δέσουμε, βλέπουμε ότι είναι παραταγμένοι καμιά δεκαριά λιμενικοί και περιμένουνε, τι άλλο; Να συλλάβουνε τους ενόχους !!!

 . Πράγματι, μόλις δέσαμε, μπήκανε στο «Κατερίνα» δύο και μας ανακοίνωσαν ότι πρέπει να βγάλουμε έξω από το σκάφος τα πάντα και να πάμε στο Λιμεναρχείο. Αντέδρασα κι εγώ και ο επί κεφαλής της ομάδας του Ι.Γ.Μ.Ε., κάποιος κ. Κ. Περισοράτης κι έτσι δε βγάλαμε τίποτα έξω, αλλά η εντολή δεν άλλαξε, παρέμεινε «STOP»!

 Στενοχωρηθήκαμε όλοι, ιδιαίτερα και περισσότερο για το ρεζίλεμα στο συνεργαζόμενο Αμερικανό πανεπιστημιακό καθηγητή. Δυστυχώς όμως, δεν γινότανε αλλιώς κι έτσι όλοι μας συγυριστήκαμε, βγήκαμε για τη βραδινή έξοδο και περιμέναμε την επομένη το πρωί να δούμε τις εξελίξεις.

Το επόμενο πρωινό δεν είχε αλλάξει τίποτα κι έτσι όλοι τους απογοητευμένοι πήγανε για μπάνιο κι έμεινα εγώ, που όταν είδα ότι με το τοπικό Λιμεναρχείο δεν μπορεί να γίνει τίποτα, θυμήθηκα τον καλό μου φίλο και αείμνηστο Γρηγόρη Λ. Κασιμάτη που πρόσφατα τον χάσαμε κι αυτόν.

Ο Γρηγόρης τότε ήτανε γενικός γραμματέας του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας. Είχα το τηλέφωνό του, αλλά πρωτίστως είχα, είχαμε το δίκιο με το μέρος μας. Φεύγω λοιπόν από το Λιμεναρχείο, πάω σ' ένα τηλέφωνο, καλώ το Γρηγόρη και τον βρίσκω με το πρώτο (αυτό θυμίζει ένα παρόμοιο περιστατικό που περιγράφω στο πρώτο μου βιβλίο στο «Φουρτούνες στα Κύθηρα», σελ 84, εντελώς παρόμοιο...).
Ο Γρηγόρης, εκτός των άλλων, ήταν δικηγόρος και όλα αυτά τα γνώριζε πιο καλά από τον καθέναν. «Έπιασε» αμέσως το θέμα και μου λέει: «Καλά, άστο σε μένα και πήγαινε να περιμένεις στο Λιμεναρχείο».

Δεν πρόλαβα καλά-καλά να μιλήσω στο Λιμενάρχη, χτυπάει το τηλέφωνο, το σηκώνει ο κύριος Λιμενάρχης και ξαφνικά άλλαξε το χρώμα του. Είπε δυο-τρεις φορές «Μάλιστα Αρχηγέ μου, όπως διατάξετε Αρχηγέ μου» κι όταν τελείωσε, γυρίζει σε μένα και μου λέει: «Εντάξει φεύγετε»! Αρχηγό του Λιμενικού Σώματος, τότε, είχαμε κάποιον Παπανδρέου, φίλο του Γρηγόρη, αλλά και όπως πιο πάνω είπα, δίκιο εμείς -ΝΟΜΙΜΟΤΑΤΟΙ-, οπότε μόλις άκουσε τα χάλια τους ο Αρχηγός έγινε μπαρούτι, κάλεσε τον αρμόδιο κ.τ.λ.


                             Κ Ρ Ο Υ Α Ζ Ι Ε Ρ Ε Σ


Στο σκάφος είχαμε κάνει τις πρώτες μετασκευές από το χειμώνα που είχε περάσει και ήδη το είχα δώσει σε ναυλομεσιτικά γραφεία για ναυλώσεις σε κανονικό θαλάσσιο Ωστόσο κατάφερα κι έκλεψα κάποιες μέρες κι έτσι φύγαμε για Τσιρίγο το μεσημέρι της 9 Αυγούστου, όπου μέσω Ερμιόνης, Πόρτο Χελιού και Μονεμβασιάς, φτάσαμε στο Καψάλι το μεσημέρι της 11 Αυγούστου του 1986. Στο Νησί μείναμε σχεδόν μέχρι το τέλος Αυγούστου και κάποιο βράδυ στις δέκα παρά τέταρτο (νυχτερινό ταξίδι) φύγαμε για Μονεμβασιά στην οποία φτάσαμε μετά τα μεσάνυχτα και μείναμε για διανυκτέρευση. Την άλλη μέρα 28 Αυγούστου το πρωί φύγαμε και με κάποιες στάσεις για μπάνιο και τέτοια, φτάσαμε αργά το βράδυ στο λιμάνι μας, το Μικρολίμανο.

Είχα ειδοποιηθεί έγκαιρα από κάποιο ναυλομεσιτικό γραφείο ότι είχανε ναυλώσει το σκάφος από 1 Σεπτεμβρίου και θα έπρεπε να ήμουα εκεί κανά δυο μέρες πιο μπροστά.
                                                                                               

                                 Ο ΒΙΝΤΣΕΝΤΣΟ , Ο ΜΠΟΥΜΠΙ ΚΑΙ Η ΝΤΑΝΙΕΛΛΑ


                                                                            
                        
                 Εδώ βλέπουμε από αριστερά: Ο Antrea, ο Vincentso, η Daniella
                                  και τα κορίτσια.  Η εικόνα είναι στον  Πόρο.
 Με τους πρώτους πελάτες μας, τουρίστες, φύγαμε στις 11 το πρωί 1η Σεπτέμβρη 1986. Στο σκάφος ήρθανε πιο νωρίς , αλλά κάτι οι ετοιμασίες, κάτι οι γνωριμίες, φάγαμε ένα δίωρο.

Αυτοί ήτανε μία εξαμελής παρέα συμπαθέστατων Ιταλών, που την αποτελούσε μία τετραμελής οικογένεια του φίλου μου του Βιτσέντζο Λογκομπάρντο, με τη γυναίκα του τη Ντανιέλλα και τις δυο κούκλες κορούλες τους, την πιο μεγάλη που την έλεγαν Ρόζη και Κλάρα τη δεύτερη. Ακόμη ο οικογενειακός φίλος τους Μπούμπι Σπαλέτι, με το γιόκα του τον Αντρέα, ένα πανέξυπνο αγόρι περίπου δέκα χρόνων. Τα κορίτσια του ζευγαριού ήτανε 14 η μία και 16 χρόνων η άλλη.

Πρώτη κουβέντα που μου κάνανε ήτανε να προσπαθήσω να κινηθούμε σε ήρεμα νερά γιατί η Ντανιέλλα φοβότανε και ζαλιζότανε. Στις περιπτώσεις αυτές η μόνη λύση είναι Σαρωνικός και Αργολικός, που και οι δυο αυτοί κόλποι διαθέτουνε καταπληκτικά καταφύγια-παραδείσους και σου αφήνουνε τις καλύτερες εντυπώσεις, ακόμη και για δεκαπέντε ημερών κρουαζιέρα.


                                                                     
                                                             
                           Στην ωραία και ιστορική Ύδρα

 Δεν ξεχνώ ότι όταν τους γνώρισα και τα είπαμε και ειδικά όταν μου μιλήσανε για τις φοβίες της Ντανιέλλα, τους διαβεβαίωσα ότι μέχρι το τέλος του ταξιδιού θα την κάνω καπετάνισσα και θα της δώσω και δίπλωμα.
Την τελευταία μέρα (δεν το είχα ξεχάσει) κανόνισα και πιάσαμε Αίγινα. Πήγα... γραμμή στον Νατικό  Όμιλο, γνωστοί όλοι τους και φίλοι και καλά παιδιά και τους ζήτησα κατεπειγόντως να μου βρούνε και να μου φέρουνε δυο-τρία έντυπα διπλωμάτων (αυτά που δίνουμε στα παιδιά για τις νίκες τους σε αγώνες), μου φέρανε αμέσως πεντέξι, συμπληρώσαμε ένα με τα στοιχεία της υποψηφίας, ετοιμάζουμε στα γρήγορα και μια εκδήλωση για απονομή και έτσι η Ντανιέλλα πήρε και το δίπλωμά της και μη με ρωτάτε για τη χαρά όλων τους, γιατί δεν περιγράφεται.
                                                                                
                               Ιδού και η τελετή της απονομής του διπλώματος.

Αυτοί οι πελάτες γίνανε μόνιμοι και ήρθανε κι άλλες χρονιές.Μια χρονιά τους κατέβασα και Κύθηρα, άλλη χρονιά πήγαμε Κυκλάδες, γιατί η Ντανιέλλα ήθελε «σώνει και καλά» Μύκονο. Καλά εκεί ένα βράδυ με φρέσκο μελτέμι βγήκανε οικογενειακώς και κοιμήθηκε σε ξενοδοχείο, αφού και το λιμάνι της Μυκόνου είχε, -τουλάχιστον τότε-, τα χάλια του και κουνούσε το σκάφος τόσο, που ούτε κουβέντα η Ντανιέλλα να κοιμηθεί στην καμπίνα της.
Ήτανε μια από τις πάρα πολύ καλές συντροφιές που περάσανε από το «Κατερίνα», εκείνα τα αξέχαστα και πανέμορφα χρόνια. Και να προσθέσω και μια λεπτομέρεια που σηματοδότησε τη διακοπή των επισκέψεων της παρέας στην Ελλάδα. Ας ξεκινήσουμε με το ότι, όπως μας είχανε πει, ο Μπούμπι ήτανε χωρισμένος. Η πρώην γυναίκα του με το παιδί είχε εγκατασταθεί στο Λιβόρνο, ενώ ο μπαμπάς παρέμεινε στο Μπάρι, όπου εκεί ήταν και οι δουλειές του (ήτανε κατασκευαστής δομικών έργων). Το παιδί, τον Αντρέα, τον έπαιρνε κάθε χρόνο μαζί του στις διακοπές. Στο Μπάρι ζούσε και η οικογένεια του αγαπητού και όντως πολύ καλού φίλου, του Βιντσέντζο, ο οποίος ήτανε υπάλληλος σε κάποια Τράπεζα. Τώρα, πόσο καιρό ήτανε φίλοι κ.λπ. δεν το ρώτησα και δεν το έμαθα ποτέ. Ο Μπούμπι είχε ένα αθεράπευτο χόμπι, ποιο; Κρατούσε όλη μέρα μια φωτογραφική μηχανή και φωτογράφιζε ασταμάτητα, τι; κυρίως, την Ντανιέλλα. Νομίζω ότι σε κάθε ταξίδι ετήσιο, θα της έκανε ως χίλιες φωτογραφίες. Αφού αναρωτιόμασταν, μήπως η Ντανιέλλα ήτανε μοντέλο και ο φίλος τους φωτογράφος της. Τελικά, ενώ στο τέλος της τέταρτης χρονιάς χωρίσαμε με τις καλύτερες χαιρετούρες, ευχές και υποσχέσεις, για καλή αντάμωση του χρόνου, με παίρνει μια μέρα τηλέφωνο ο Μπούμπι για να μου ανακοινώσει ότι πήρε και τις τρεις γυναίκες του φίλου του (σύζυγο και θυγατέρες) και εγκατασταθήκανε κι αυτοί στο Λιβόρνο κι αφήσανε το φουκαρά τον Βιντσέντζο «κάγκελο» στο Μπάρι κι απαρηγόρητο. Φυσικά, μου πρόσθεσε ότι ύστερα απ' αυτά για τη χρονιά αυτή τουλάχιστον κρουαζιέρα «γιοκ».

                              ΣΤΟ ΣΤΕΝΟ ΤΟΥ ΚΑΒΟ ΝΤΟΡΟ


Αλλά ας γυρίσουμε στο 1986 και ας δούμε μετά την επιστροφή από την κρουαζιέρα των Σπαλέτι-Λογκομπάρντο τι μας προέκυψε. Ακριβώς λοιπόν την ίδια μέρα που γυρίσαμε το βράδυ, χτυπά το τηλέφωνο, το σηκώνω κι ακούω τη φωνή του φίλου πια Λευτέρη (της ομάδας του Ε.Μ.Π.). Ο Λευτέρης με πήρε να με ρωτήσει αν το σκάφος είναι διαθέσιμο για ένα περίπου 15θήμερο έως 20ήμερο ερευνητικό ταξίδι. Ήτανε ελεύθερο το σκάφος και αμέσως την άλλη μέρα κανονίσαμε συνάντηση για χαρτιά κ.λπ., έτσι που να ετοιμαστούμε στα γρήγορα, για να φύγουμε στις 11 Σεπτέμβριου 1986. Φορτώσαμε από την προηγουμένη και στις 11 Σεπτεμβρίου το πρωί φύγαμε για Κάρυστο, όπου η ομάδα είχε αναλάβει αυτή τη φορά, με τη συνεργασία του Πανεπιστημίου της Πάτρας, να χαρτογραφήσει για λογαριασμό της ΔΕΗ το στενό μεταξύ Εύβοιας-Άνδρου (Κάβο Ντόρο), για να περάσει στην Άνδρο το Εθνικό Δίκτυο κι από κει Τήνο-Μύκονο.

Πήγαμε γραμμή στην Κάρυστο για να παραλάβουμε κάποια μηχανήματα του Πανεπιστήμιου Πατρών και τον καθηγητή κύριο Φερεντίνο, που θα ερχότανε κι αυτός μαζί μας. Είναι γνωστό ότι το στενό του Κάβο Ντόρο, στο οποίο θα κινούμεθα, είναι μια από τις δυσκολότερες θάλασσες του ελληνικού χώρου. Στο στενό αυτό, εκτός των άλλων, παρατηρούνται ορμητικά ρεύματα ταχύτητας από 1,5 έως και 4 μιλίων. Σπάνια εκεί συναντάς μπονάτσα και τέλος, είναι πάρα πολύ μεγάλο πέρασμα παντός είδους αφρόψαρου, αφού το στενό αυτό ενώνει και χωρίζει το Βόρειο από το Κεντρικό Αιγαίο. Κοντολογίς, είναι μία από τις μεγαλύτερες αλιευτικές περιοχές της Ελλάδας, τουλάχιστον εποχιακά. Πράγματι, όταν φτάσαμε στο λιμάνι της Καρύστου τρομάξαμε να βρούμε θέση να δέσουμε, γιατί ήτανε γεμάτο από μεγάλα ψαράδικα, κυρίως γρι-γρι, από όλα τα μέρη της Ελλάδας.

Στην Κάρυστο φτάσαμε νωρίς το απομεσήμερο, αλλά την υπόλοιπη μέρα τη διαθέσαμε για την παραλαβή και εγκατάσταση των μηχανημάτων του Πανεπιστημίου Πατρών. Την επομένη το πρωί 12 Σεπτεμβρίου ξεκινήσαμε για εργασία. Λόγω τοπογραφικών ιδιορρυθμιών, δεν ήτανε εύκολο εδώ να δουλέψουμε με το γνωστό τρόπο που δουλεύαμε αλλού, δηλαδή με τοποθέτηση κατευθυντήριων σταθμών. Γι’ αυτό έπρεπε σε συγκεκριμένα σημεία να βρίσκονται έξω τοπογράφοι, οι οποίοι με άλλα τώρα εργαλεία και όργανα,  προσδιορίζανε αυτοί το ακριβές στίγμα του σκάφους. Εμείς από το σκάφος βγάλαμε μια ανάλογη ομάδα στη νησίδα Μανδηλού, όπου εκεί έστησαν τα εργαλεία τους.

Άλλοι της ΔΕΗ, αυτοί με «λαντρόβερ», είχανε έρθει στις κοντινές ακτές της Εύβοιας, όπως και στις αντίστοιχες της Άνδρου. Περιττό ίσως να προσθέσω ότι με μικρούς πομποδέκτες «γουόκιτόκι» υπήρχε διαρκής επικοινωνία.

Περίπου στις 11:00 το πρωί αρχίσαμε την κυρίως εργασία. Εδώ όμως τα πράγματα δεν ήτανε όπως σε άλλες περιοχές , το είπαμε πιο πάνω, εδώ ήτανε ο ξακουστός Κάβο Ντόρο. Έτσι κι από την πρώτη κι όλας μέρα κι ύστερα από μόνο μία ώρα αφ' ότου αρχίσαμε, αναγκαστήκαμε να διακόψουμε, λόγω ξαφνικής επιδείνωσης του καιρού (...)

                                ΣΤΟ ΓΑΥΡΙΟ ΜΕ 11 ΜΠΟΦΟΡ

Στο Γαύριο μόλις πήγα, επέλεξα ένα μέρος στο εσωτερικό του μόλου στο οποίο φουντάρισα και με τις δυο μου άγκυρες, αυτό γιατί στο κεφάλι του μόλου δένουνε τα βαπόρια της γραμμής και κάνουνε μεγάλη θαλασσοβαβούρα, τέτοια που μετακινεί τις άγκυρες των μικρών σκαφών και τα εκθέτει σε μεγάλο κίνδυνο.
Μόλις όμως τελείωσα και είχα σιγουράρει το σκάφος κατά τον καλύτερο τρόπο,έρχεται ένας ντόπιος, πολύ καλό παιδί (ναυτικός το επάγγελμα, με το τρεχαντηράκι του) που μόλις κι αυτός είχε μπει στο λιμάνι και μου λέει: «Καπετάνιο, να τα μαζέψεις και να πας να φουντάρεις απέναντι πολύ κοντά στην παραλία, στην άμμο, γιατί θα έχουμε θύελλα».

Αυτός, σαν ντόπιος που ήτανε, γνώριζε τα τοπικά σημάδια των καιρών και ήτανε σίγουρος για το τι θ' ακολουθήσει. Τον ευχαρίστησα πολύ για τη συμβουλή, κι ακόμη επειδή και σ' αυτό το ταξίδι ήμουνα μόνος μου. Τα παιδιά του Πολυτεχνείου, που σε άλλα ταξίδια μένανε στο σκάφος, αυτή τη φορά σ' αυτό το ταξίδι, είχανε πιάσει δωμάτια σε ένα ξενοδοχείο στο Μπατσί και ήδη είχανε φύγει από το Γαύριο. Τον παρακάλεσα λοιπόν να έρθει μαζί μου απέναντι να με βοηθήσει να ασφαλίσουμε κατά τον καλύτερο τρόπο το σκάφος.

Ο άνθρωπος (πραγματικός ΑΝΘΡΩΠΟΣ κι αυτός) ήρθε πάρα πολύ πρόθυμα. Μάλιστα, μέσα στην ώρα παρουσιάστηκε και κάποιος φίλος ου μεγάλου μου γιου, του Γιάννη, που βρέθηκε εκεί και γνώρισε το σκάφος κι ήρθε κοντά, οπότε τον επιστρατεύσαμε κι αυτόν και τον στείλαμε διά ξηράς εκεί όπου θα αγκυροβολούσαμε, για να μας δέσει καθ' υπόδειξη του Δήμου (έτσι λέγανε το ντόπιο ναυτικό εθελοντή) ένα παλαμάρι έξω, από την πλώρη κι αυτό, γιατί ο αέρας που περίμενε ο αναπάντεχος φίλος, ο Δήμος, θα ήτανε τόσο δυνατός, που θα υπήρχε κίνδυνος να μου ξεσύρει και τις δυο άγκυρες.

Γίνανε όλα αυτά σύμφωνα με τις υποδείξεις του ντόπιου ναυτικού κι αφού τελειώσαμε και τους ευχαρίστησα και τους δυο και φύγανε, σε λιγότερο από μια ώρα ήρθε κι ο αέρας. Δε λέω, έχουμε και στον τόπο μας τα Κύθηρα αέρηδες, αλλά τέτοιο πράμα, νομίζω αν καμιά φορά συμβαίνει, δεν είναι ούτε μια φορά στα δέκα, ίσως στα δεκαπέντε χρόνια.

 Απέναντι η παραλία (μπροστά μου) είχε μία κιτρινωπή άμμο. Αυτή περνούσε από πάνω και γύρω μου σα σύννεφο και μου περιόριζε την ορατότητα τόσο, που στα δέκα μέτρα δεν έβλεπα τίποτα. Σε λίγο κατάλαβα ότι απειλεί την ακεραιότητα της τέντας. Πράγματι, σε λιγάκι ακόμη, παρόλο που ήτανε και καινούργια και πολύ καλής ποιότητας, την κουρέλιασε και με ανάγκασε να βγω έξω με μεγάλη προσοχή και αλλού να τη λύσω,  αλλού να την κόψω, για να φύγει και να απαλλαγώ από το θόρυβο που προκαλούσε σ' αυτή όλη η σατανική συναυλία που μου είχε προκύψει.

 Μην λέμε πολλά, η νύχτα, που δεν ήτανε βέβαια ότι το καλύτερο πέρασε. Και το πρωί σαν ξημέρωσε φανήκανε και τα περίπου δέκα ποδισμένα στο βαθύ κόλπο του Γαυρίου βαποράκια που τα άκουγα όλη νύχτα στο «V.H.F.», αλλά δεν τα έβλεπα κι ακόμη δεν γνώρισα το «Κατερίνα», γιατί από άσπρο που ήτανε είχε γίνει κατακίτρινο από την άμμο που το είχε πασπαλίσει.

Ογδόντα δύο ολόκληρες ώρες έμεινα σ' αυτή τη θέση, απόλυτα όμως ασφαλής, χάρις στο φίλο και Άνθρωπο-ναυτικό από την Άνδρο, το Δήμο, που στη διάρκεια αυτών των ογδόντα δύο ωρών ήρθε δυο φορές με το τρεχαντηράκι του, γιατί ευτυχώς το είχε εκεί πολύ κοντά αραγμένο κι αυτός κι έτσι μπόρεσε και ήρθε και ήπιαμε και καφέ και τα είπαμε και λιγάκι.

Με το σπίτι δεν μπορούσα να επικοινωνήσω απ' ευθείας με το «V.H.F.», γιατί δεν είχα επαφή με το «Ελλάς Ράδιο» λόγω θέσεως. Μια φορά παρακάλεσα το Λιμεναρχείο και μου έκαναν τον ενδιάμεσο και μιλήσαμε. Κι ακόμη τη δεύτερη φορά, που με επισκέφθηκε ο Δήμος, βγήκα μαζί του και τους μίλησα από σταθερό τηλέφωνο. Από φαγητό δεν είχα κανένα πρόβλημα γιατί το ψυγείο του σκάφους το είχα πάντα πλουσιοπάροχα «συμπληρωμένο».


Στη θέση όπου είχα επιλέξει να δέσω, όταν πήγα στο Γαύριο, ήταν δεμένο ένα ιστιοφόρο με ξένους. Δεν ξέρω γιατί, αυτοί μείνανε εκεί. Εκείνο που παρακολούθησα και ξέρω είναι ότι καταταλαιπωρηθήκανε. Το σκάφος τους έπαθε σημαντικές ζημιές και ιδιαίτερα κατά το πρώτο εικοσιτετράωρο βγάζανε ασταμάτητα νερά, που του έμπαζε μέσα από το πλάι. Τέλος πάντων, τέλειωσε κάποια στιγμή κι αυτή η εμπειρία, η οποία τελικά μου άφησε μια ακόμη καινούργια ανάμνηση.

 Από τη μελέτη αυτή τελειώσαμε στις 27 Σεπτεμβρίου το μεσημέρι κι αφού πήγαμε στην Κάρυστο και βγάλαμε ότι έπρεπε εκεί, φύγαμε το απομεσήμερο γραμμή για Μικρολίμανο, όπου φτάσαμε το βραδάκι.
]
Στις αρχές του Οκτώβρη αυτής της χρονιάς (1986) ανελκύσαμε το σκάφος και το πήγαμε σε μάντρα, όπου έμεινε όλο το χειμώνα και όπου εκεί ολοκληρώσαμε τις μετασκευές, ύστερα από τις οποίες το σκάφος απέκτησε συνολικά τρεις καμπίνες για τους επιβάτες-πελάτες μας. Η μία τετράκλινη και οι άλλες δύο δίκλινες και οι τρεις με τις δικές τους η κάθε μία τουαλέτες, κι ακόμη άλλη μία με την τουαλέτα της κι αυτή, για μας, το πλήρωμα, τα 'παμε νομίζω και πιο πάνω.

 Το σκάφος, αλλαγμένο και εκσυγχρονισμένο πια, έπεσε στο νερό στις 3 Ιουνίου 1987 και αφού τελειώσαμε ακόμη όλα τα προβλεπόμενα γραφειοκρατικά, αρχίσαμε με τον πρώτο ναύλο με πελάτες στις αρχές Ιουλίου. Μέχρι τις 7 Σεπτεμβρίου χωρίς διακοπή είχαμε συνεχώς ταξιδάκια αναψυχής με διάφορους μουσαφιρέους- πελατες.


             
            Η πλωριά καμπίνα η οποία γινόταν με απλό τρόπο ή τρίκληνη,
             ( δυο μονά και ένα διπλό), ή τετράκληνη (τέσσερα μονά).
                                 
Το Κατερίνα απέκτησε τώρα τέσσερις πανομοιότυπες τουαλέτες, μία για κάθε καμπίνα. 
                                                                            
 Το σαλονάκι που είναι και τιμονιέρα και κουζίνα.

Στις 8 Σεπτεμβρίου 1987 πήραμε μια ωραία οικογένεια Γάλλων, οι οποίοι όταν τους ρώτησα πού θα θέλανε να πηγαίναμε, μου είπανε όπου θέλω εγώ, φτάνει να περάσουνε καλά. Φυσικό ήτανε, ύστερα απ' αυτή την άνεση, εγώ, χωρίς δεύτερη κουβέντα, να πάρω τον «κατήφορο» κι ύστερα από πολλούς ενδιάμεσους σταθμούς, όπως Πόρο, Ύδρα Σπέτσες, Κυπαρίσσι, Μονεμβασιά, τους κατέβασα, πού αλλού, στα πανέμορφα Κύθηρα! Το πρώτο βράδυ που βρε θήκαμε εκεί, θυμάμαι καλά, βρήκανε και επιλέξανε για δείπνο αστακό. Δεν πιστέψανε στ' αυτιά τους, όταν ακούσανε και την τιμή, θυμάμαι καλά τότε έξι χιλιάδες το κιλό και η έκπληξή τους έγινε διπλάσια όταν μάθανε ότι σερβίρεται και καραβίδα στην ίδια τιμή.

Οι Γάλλοι στα Κύθηρα τριγυρίζοντας καθημερινά στα πανέμορφα τσιριγώτικα ακρογιάλια, μείναμε τρεις μέρες, κατά τις οποίες μεσημέριβράδυ αυτοί τρώγανε κατά προτίμηση καραβίδα ή αν δε βρίσκανε καραβίδα, τρώγανε αστακό και μου εκμυστηρευτήκανε ότι στη Γαλλία τον αστακό τον πληρώνανε δώδεκα χιλιάδες, τη δε καραβίδα είκοσι τέσσερις.


                                                                          
                                                             Αυτοί είναι οι Γάλοι

Αυτή η ωραία παρέα έμεινε μαζί μας οκτώ μέρες, εκ των οποίων τις υπόλοιπες τις περάσαμε τριγυρίζοντας πότε εδώ και ποτ' εκεί, στα διάφορα λιμάνια της διαδρομής Κύθηρα-Καλαμάκι.


                                                                           
                                              Άλη μια φωτό από την όμορφη οικογένεια.


Με τους Γάλλους τελειώσαμε στις 16 του μήνα και αμέσως την επομένη φύγαμε με μια παρέα Άραβες από το Κουβέιτ για κάποιο πενθήμερο Σαρωνικό-Αργολικό. Κι αυτοί ήτανε μια οικογένεια καλών ανθρώπων, με πάρα πολύ μεγάλη οικονομική άνεση, αλλά με εντελώς άλλη νοοτροπία, τρόπο ζωής, συνήθειες κ.λπ..

                     ΣΤΟΝ ΚΟΛΠΟ ΤΗΣ ΔΟΜΒΡΑΙΝΑΣ


Ακριβώς στα μέσα του Σεπτέμβρη του 1987 γυρίσαμε στο λιμάνι μας, που τώρα πια ήτανε η μαρίνα Αλίμου και αμέσως την άλλη μέρα φύγαμε γραμμή με τους φίλους μας του Πολυτεχνείου για μια ερευνητική δουλειά στον κόλπο της Δόμβραινας, στον Κορινθιακό.

 Εκεί θα κάναμε μία μελέτη για λογαριασμό της Ε.Τ.Β.Α. Αυτή, σε συνεργασία με την κυβέρνηση της τότε Σοβιετικής Ένωσης, είχε υπογράψει συμβόλαια, για να κάνουνε από κοινού ένα εργοστάσιο αλουμίνας.          
                                    

                                                                                                    
                 Το "Κατερίνα"  δεμένο στο σημείο φόρτωσης του Βωξίτη  (Δόμβραινα).    

      Για το σκοπό αυτό είχαμε ξανακάνει την άλλη μελέτη στον κόλπο της Ιτέας, αλλά παρενέβησαν οι περιβαλλοντολόγοι και οι αρχαιολόγοι λόγω Δελφών και τους διώξανε, οπότε αποφασίσανε να μετακινηθούνε στον κόλπο της Δόμβραινας κι εμείς, «άντε απ' την αρχή». Σχεδόν όλες οι παραλίες του Κορινθιακού παρουσιάζουνε την πρωτοτυπία, θα έλεγα, να βαθαίνουνε τόσο απότομα, ώστε να μην μπορείς πολλές φορές να αγκυροβολήσεις.

 Μέσα σ' αυτό τον κόλπο υπάρχει μόνο το παραλιακό χωριουδάκι Αλυκή, όπου τα περισσότερα σπίτια είναι εξοχικά. Εκεί με μπάζα σε κάποιο σημείο της παραλίας έχουνε δημιουργήσει κάτι σαν ένα μικρό μόλο για να μπορούνε να δένουνε τις βάρκες τους. Στο μέρος εκείνο ήμασταν υποχρεωμένοι να πάμε για διανυχτέρευση, βραδινή έξοδο, φαγητό κ.λπ.

Πάντα ζητούσα από τα παιδιά της ομάδας που είχα στο σκάφος να τελειώνουνε νωρίς, ιδιαίτερα το πρώτο βράδυ που πηγαίναμε κάπου για δουλειά, ώστε να πάμε μέρα ακόμη στο όποιο λιμανάκι θα καταφεύγαμεγια για διανυχτέρευση για να βρούμε πιο εύκολα θέση.

 Δυστυχώς κι αυτή τη φορά δε μου κάνανε το χατίρι κι έτσι πήγαμε νύχτα. Πλησιάσαμε όσο μπορούσαμε σ' αυτόν τον υποτυπώδη μόλο, αλλά ήτανε τόσο γεμάτος με επιπλέοντα σκοινιά-ρεμέτζια νεοελλήνων πλοιοκτητών, που ήτανε αδύνατον να πιάσουμε έξω. Και κάποιοι που μας είδανε και ήρθανε εκεί, μας συνέστησαν να μην επιχειρήσουμε να πλησιάσουμε.

 Βάλαμε βυθόμετρο και είδαμε αυτό που περιμέναμε,δηλαδή ότι πράγματι τα νερά βαθαίνανε σχεδόν κάθετα, εν τούτοις, μπροστά στα ύφαλα του χωματένιου μόλου, σε βάθος γύρω στα 25 μέτρα σχημάτιζε ένα μικρό «σκαλοπάτι» και στη συνέχεια ξανά βάθος άπατο. Δεν υπήρχε άλλη επιλογή από το να φουντάρουμε σ' αυτό το σκαλοπάτι με προσοχή, για να σταθεί η άγκυρα εκεί. Αυτό κάναμε κι αφού βεβαιωθήκαμε ότι η άγκυρα είχε όντως σταθεί στο σκαλοπάτι, ετοιμαστήκαμε μπήκαμε στο φουσκωτό και βγήκαμε για φαγητό κατ' ευθείαν, γιατί ήτανε αργά και πεινούσαμε όλοι. Ευτυχώς ένα μικρό ταβερνάκι-εστιατόριο (απ' όλα, μέχρι και παντοπωλείο) ήτανε εντελώς δίπλα εκεί όπου είχαμε το σκάφος.

Παραγγείλαμε, μάς σερβίρανε, αρχίσαμε να τρώμε και ξαφνικά ένας από τα παιδιά, θυμάμαι και τ' όνομά του ο Βάιος, μου λέει: «κυρ-Μανόλη η «Κατερίνα» φεύγει!». Γυρίζω και πράγματι, βλέπω μια «Κατερίνα» να «την έχει κοπανίσει» και να βρίσκεται σε μια απόσταση πιο πολύ από εκατό μέτρα από το σημείο όπου την είχαμε αγκυροβολήσει. Τρέχουμε δύο από την ομάδα (κάποιος ήρθε μαζί μου, που δεν τον θυμάμαι), πηδάμε στο φουσκωτό και στα γρήγορα πλησιάσαμε την «Κατερίνα», ανεβήκαμε πάνω της και την επαναφέραμε στην τάξη.

 Αυτή τη φορά, που ήτανε πια δικοί μας έξω, την πήγαμε με προσοχή κοντά, πετάξαμε κάβο και μας έδεσαν έξω την πλώρη. Όσο για την πρύμη, είχαμε περάσει λίγο πριν άγκυρα πίσω και αγκυροβολήσαμε στα 25 μέτρα πάλι, αλλά αυτή τη φορά, που η πλώρη ήτανε έξω δεμένη, δεν υπήρχε πια πρόβλημα.
Άλλο ένα «κουριόζο» περιστατικό συνέβη ακόμη σ' αυτό το ταξίδι. Αλλά να πω πρώτα, ότι η τριγύρω χερσαία περιοχή ήτανε γεμάτη στάνες-χειμαδιά. Έτσι παντού, τα πάντα, ήτανε γεμάτα μύγες, αλλά μύγες σε πλήθος τέτοιο που ποτέ στη ζωή μου δεν είχα ξανασυναντήσει. Το σκάφος λοιπόν είχε γεμίσει σε βαθμό ώστε να δίνουμε κάθε μέρα ομηρικές μάχες, ύστερα από τις οποίες νικήτριες ήτανε πάντα οι μύγες. Ούτε τα εντομοκτόνα που χρησιμοποιούσαμε
καταφέρνανε σπουδαία πράγματα, τίποτα. Εντάξει, μαζεύαμε κάθε φορά ένα φαράσι ή γεμίζαμε την ηλεκτρική σκούπα, αλλά από τη μια εξολοθρεύαμε εμείς κι απ' την άλλη καινούργιοι ιπτάμενοι σατανάδες ξαναγεμίζανε το σκάφος.

Τέλος πάντων, τελειώσαμε και κάποια στιγμή ήρθε η ώρα της επιστροφής, κατά την οποία δεν παρουσιάστηκε τίποτ' άλλο ιδιαίτερο, εκτός από τις μύγες, που δε φεύγανε με τίποτα. Να φανταστείτε ότι οπλιζόμασταν με σεντόνια, πηγαίναμε στο πιο ακραίο σημείο του εσωτερικού του σκάφους κι αρχίζαμε με ολόκληρο σεντόνι προσπάθεια εκδίωξης, κουνώντας το έντονα, οπότε αυτές τρυπώνανε όπου βρίσκανε, αλλά και πολλές κυνηγημένες τελικά βγαίνανε έξω για να κολλήσουνε στα εξωτερικά μέρη του σκάφους κι από κει σε κάθε ευκαιρία, ορμούσανε όλες μαζί ξανά μέσα και εμείς σκούζαμε από τσατίλα που ύστερα από τόση προσπάθεια δεν είχαμε καταφέρει τίποτα.

Όταν στις 23 Σεπτεμβρίου φτάσαμε στο λιμάνι και δέσαμε στη θέση μας απόγευμα πια, πετάχτηκε έξω από το σκάφος του ο διπλανός μας, κατάπληκτος και τρομαγμένος και εντελώς αυθόρμητα μας λέει: «Ρε παιδιά, μύγες φέρατε!».

 Εδώ πια που δε μέναμε και στο σκάφος, αρχίσαμε εντατική καταπολέμηση με δυνατά εντομοκτόνα και σε λίγες μέρες τις εξολοθρεύσαμε εντελώς και μαζί μ' αυτές χαθήκανε επί τέλους και κάποια πολύ μικρά μυρμηγκάκια, που φαίνεται είχανε καταφέρει να επιβιβαστούνε, λαθραία, με κάποια φρούτα ή λαχανικά ίσως και παλεύαμε κάμποσο καιρό να τα διώξουμε χωρίς επιτυχία.

                                           Στο στενό Ρίου - Αντιρρίου


Σε λίγες μέρες ξέραμε ότι θα φύγουμε για Πάτρα, γιατί τα παιδιά είχανε αναλάβει μαζί με το Πανεπιστήμιο Πατρών να χαρτογραφήσουνε βυθομετρικά κ.λπ. το στενό προκειμένου να βρεθούνε τα καταλληλότερα σημεία θεμελίωσης των πυλώνων της γέφυρας για τη γνωστή ζεύξη, που τούτο τον καιρό τελείωσε και παραδόθηκε.

Πράγματι για την μελέτη αυτή φύγαμε βραδινό της 30ης Σεπτέμβρη 1987 πήγαμε στον Ισθμό, περάσαμε και μείναμε για διανυχτέρευση στο δυτικό λιμανάκι του Ισθμού, απ' όπου φύγαμε νωρίς το πρωί την 1η Οκτωβρίου και το μεσημεράκι δέσαμε στην εξεδρούλα του ξενοδοχείου Πόρτο Ρίο γιατί εκεί θα συναντούσαμε κάποιους συνεργάτες του έργου.

Κάποια εταιρία φάνηκε ότι θα ήταν ο κύριος ανάδοχος της δουλειάς, γιατί είχανε ορίσει συντονιστή των εργασιών τον γνωστό τότε απόστρατο ανώτατο αξιωματικό του Πολεμικού Ναυτικού Μανόλη Παπαγρηγοράκη, ο οποίος ήτανε αυθεντία τότε στις υποβρύχιες δραστηριότητες, αφού είχε διατελέσει για χρόνια διοικητής της σχολής υποβρυχίου δραστηριότητος (βατραχανθρώπων) του Πολεμικού Ναυτικού κι ακόμη ήτανε ο συγγραφέας του γνωστού βιβλίου «Ο Υποβρύχιος Άνθρωπος», το οποίο είχε γίνει best seller τότε για τους ανθρώπους του βυθού.

Από το Πόρτο Ρίο φύγαμε αργότερα για το λιμάνι της Πάτρας, όπου δέσαμε στο γνωστό μόλο του Αγ. Νικολάου κι αρχίσανε και φέρνανε σιγά-σιγά τα μηχανήματα προς εγκατάσταση. Σ' αυτή τη μελέτη χρησιμοποιηθήκανε, μάλλον για πρώτη φορά στην Ελλάδα, κάποια υπερσύγχρονα μηχανήματα τα οποία είχανε λίγο καιρό πριν σχεδιαστεί και κατασκευαστεί για τις υποθαλάσσιες έρευνες, που γινόντουσαν τότε και λίγο πριν, για να εντοπίσουνε υποθαλάσσιες φλέβες πετρελαίου κυρίως στη Βόρεια Θάλασσα και όχι μόνο, αφού είχαμε πια σε εξέλιξη την κρίση του  πετρελαίου.  

                                                     
Κάποια τέτοια μηχανήματα λοιπόν είχε κατά παραγγελία φέρει κάποιος Εγγλέζος χειριστής τον οποίο είχαμε παραλάβει μαζί μας. Αυτό το κανάλι, στο οποίο κινηθήκαμε όλες αυτές τις μέρες που εργαστήκαμε εκεί, έχει διάφορες ιδιαιτερότητες. Μία απ' αυτές είναι ένα αρκετά έντονο ρεύμα που φτάνει και τα 3,5 κατά την ώρα μίλια. Μια άλλη είναι αυτό που παρατηρείται σ' ολόκληρο τον Κορινθιακό και το ξαναείπαμε, δηλαδή το ότι τα νερά βαθαίνουνε απότομα τόσο που εκεί κοντά όπου κινούμεθα βλέπαμε κάποια φορτηγά βαπόρια, κι αυτό μοιάζει απίστευτο, να πλευρίζουνε και να δένουνε πάνω στην αμμουδερή ακτή, στη οποία αμμουδιά είχανε κολλημένες δέστρες γι' αυτό. Ακόμη ήτανε και το διαρκές πέρασμα κάποιων καραβιών που ταξιδεύανε από και προς τον Κορινθιακό. ακόμη υπήρχε και κάποια μεγάλη τσαμαδούρα, την οποία είχε ποντίσει το Πανεπιστήμιο της Πάτρας με διάφορα μηχανήματα και όργανα πάνω της, με τα οποία γινόντουσαν κάποιες μετρήσεις. Και τέλος, λίγο πιο κει πηγαινοερχόντουσαν τα ferry boat Ρίου-Αντίρριου που δεν σταματούσανε στιγμή.

 Ορισμένα από τα πιο πάνω μάς δημιουργούσανε κάποιες δυσκολίες από μικρές έως και μεγάλες. Μια απ' αυτές, που λίγο ακόμη και θα μας προξενούσε μεγάλη ιστορία, είναι η παρακάτω. Μας προέκυψε στις 6 Οκτωβρίου αργά το απόγευμα λίγο πριν σκοτεινιάσει και ιδού πως:

Το μηχάνημα που μας είχε φέρει ο Εγγλέζος το παραλάβαμε το απόγευμα στις 2 Οκτωβρίου και αμέσως αρχίσαμε την εγκατάσταση, που ολοκληρώθηκε το μεσημέρι της επομένης 3 Οκτωβρίου 1987 και αμέσως βγήκαμε για δοκιμές και ρυθμίσεις. Αυτό το στάδιο, που κούρασε την ομάδα, κράτησε μέχρι το μεσημέρι στις 6 Οκτωβρίου, όπου φύγαμε για τον τόπο εργασίας για να γίνει η τελική δοκιμή. Μαζί είχαμε και το ναύαρχο κύριο Παπαγρηγοράκη. Το μηχάνημα αυτό ήτανε κάτι σαν εκείνο του Ι.Γ.Μ.Ε. που αναφέραμε σε άλλο κεφάλαιο και του οποίου τα συρματόσχοινα και καλώδια είχανε κάποια μέρα μπλεχτεί στην προπέλα έξω από το εργοστάσιο της ΔΕΗ στο Λαύριο.


Κάνοντας λοιπόν διαδρομές στο στενό, τις οποίες όριζε μεταξύ των άλλων ο ναύαρχος, και προχωρώντας σε κάποια απ' αυτές προς την ακτή της Πελοποννήσου, βλέπω ότι η πορεία που μου έχει δώσει είναι τέτοια που σίγουρα το πλωτό ρυμουλκούμενο τμήμα του μηχανήματος του Εγγλέζου που τραβάμε από πίσω μας θα μπλεχτεί στην τσαμαδούρα του πανεπιστήμιου και του το λέω. Αυτός επιμένει να συνεχίσω την πορεία που μου έδωσε. Το ότι θα μπλεχτούμε σε λίγο για μένα είναι πια ολοφάνερο και επαναλαμβάνω την πεποίθηση μου αλλά αυτός (ο Θεός να τον συγχωρέσει κι όλας, γιατί είναι και απόδημος εις Κύριον) επιμένει να συνεχίσω, οπότε σε δυο-τρία λεπτά αρπάζουμε την τσαμαδούρα, την παρασύραμε λίγο, προς στιγμή τη βουλιάξαμε, αλλά αυτή είχε πολύ δυνατά ρεμέτζια, οπότε βρεθήκαμε αγκυροβολημένοι πάνω της.

 Το ρεύμα του στενού είναι αρκετά έντονο, με κατεύθυνση προς δυσμάς και έτσι το «Κατερίνα» βρέθηκε με την πρύμη ανατολικά και «δεμένο» στην τσαμαδούρα και την πλώρη
του προς τη δύση.

]Ο ναύαρχος τώρα κάνει και το δεύτερο σφάλμα του. Δίνει εντολή να πέσει άνθρωπος στη θάλασσα να πάει να μας ξεμπλέξει κολυμπώντας. Οπότε βάζει ο Άρης την καταδυτική στολή παίρνει και φοράει και την μπουκάλα και πέφτει στο νερό, όπου αμέσως προκύπτει ότι είναι αδύνατον να υπερνικήσει το ρεύμα το οποίο τον παρασύρει και τον απομακρύνει από το σκάφος, και σ' αυτή τη φάση ο ναύαρχος κάνει και τρίτο σφάλμα, δηλαδή μπαίνει στο φουσκωτό για να πάει λέει απ' έξω να στείλει βοήθεια.

Τον Άρη το  ρεύμα τον πηγαίνει προς τη γραμμή των ferry boat που είναι περίπου πεντακόσια μέτρα από μας, ενώ εν τω μεταξύ σκοτεινιάζει, είναι σούρουπο. Ευτυχώς που σε τέτοιες δύσκολες στιγμές πρώτον, είμαι αφάνταστα ψύχραιμος και δεύτερον, κατεβάζω ταχύτατα τις καλύτερες ιδέες. Οπότε σκέπτομαι και δίνω εντολή να λασκάρουμε γρήγορα το συρματόσκοινο-καλώδιο του μηχανήματος που μας κρατάει αγκυροβολημένους.

 Ευτυχώς, αυτό είναι αρκετά μακρύ. Αρχίζουνε λοιπόν αμέσως τα παιδιά, ξύπνιοι και γρήγοροι κι αυτοί και λασκάρουνε, ενώ εγώ αρπάζω μία σωσίβιο κουλούρα με το σκοινάκι της, τρέχω μπροστά-μπροστά στην πλώρη, όπου βλέπω πράγματι ότι το «Κατερίνα» παρασυρόμενο από το ρεύμα, ξεπέφτει γρήγορα και πλησιάζει τον Άρη. Εγώ έχω «νετάρει» το σκοινάκι της κουλούρας μπροστά στα πόδια μου και μολις η απόσταση που μας χώριζε πια από τον Άρη είναι η σωστή , πετάω μ' όση  δύναμη έχω την κουλούρα η οποία  έπεσε ακριβώς εκεί που έπρεπε,

                                                                          

                                           Ο Λευτέρης λασκάρει συρματόσκοινο
                    
την αρπάζει ο Άρης, τον τραβάμε σιγά-σιγά και τον φέρνουμε στο κατάλληλο μέρος του σκάφους απ' όπου τον πήραμε πάνω και «Δόξα τω Θεώ».

 Καλέσαμε αμέσως και τον Παπαγρηγοράκη στο «V.H.F.», τον ενημερώσαμε και του είπαμε ότι τα δύσκολα τέλος. Τώρα έπρεπε και να ξεμπλεχτούμε. Εδώ εφαρμόσαμε αντίθετη διαδικασία. Βοηθώντας πολύ ήπια με τις μηχανές στο ανάποδα,αρχίσαμε να μαζεύουμε το συρματόσκοινο, ώσπου φτάσαμε πάνω ακριβώς στην τσαμαδούρα. Ήτανε πια νύχτα, αλλά τα δυνατά φώτα του σκάφους είχανε μπει εις ενέργεια κι έτσι, πρώτον βλέπαμε πολύ καλά και δεύτερον , όπως ήτανε επόμενο και το περιμέναμε, ο πλωτήρας μας με το συρματόσκοινό του είχε αγκαλιάσει την τσαμαδούρα και ήτανε πάνω-πάνω, μόλις πολύ λίγο κάτω απ' την επιφάνεια. Κατεβήκαμε δύο στο πρυμιό μπαλκονάκι του σκάφους(αυτό για το μπάνιο) και από κει, κρατώντας στο σκάφος που είχε κολλήσει πια στην τσαμαδούρα, καταφέραμε και ελευθερωθήκαμε.

Να πω όμως δυο λόγια γι' αυτά τα υπερσύγχρονα εργαλεία, μεταξύ των οποίων ήτανε και το πλωτό γεωτρύπανο. Αυτά τα εκπληκτικά μηχανήματα τα είχανε επινοήσει πρόσφατα για να ψάξουνε για υποθαλάσσια κοιτάσματα πετρελαίου. Αυτό το εργαλείο, το πλωτό γεωτρύπανο, είχε γύρω του 14 προπέλες, έτσι δεν αγκυροβολούσε, παρά έπαιρνε το στίγμα του με μεγάλη ακρίβεια δορυφορικά.

                                                                                                     
                                                   
                                              Το υπερσύγχρονο Γεωτρύπανο


Το βρετανικό γεωτρύπανο που περιέγραψα πιο πάνω. από δορυφορικά συστήματα (G.P.S.) και με διασυνδεδεμένους υπολογιστές δραστηριοποιούσε εναλλάξ τις κατάλληλες προπέλες, έτσι που στεκότανε ακίνητο στη θέση όπου του είχε ορίσει ο ειδικός επιστήμονας-κυβερνήτης του,
έκανε τη γεώτρηση, έπαιρνε αυτόματα τα δείγματα του υποθαλασσίου εδάφους που είχαν προγραμματίσει και μόνο τότε και αφού είχε μαζέψει και το γεωτρύπανο, έφευγε για την επόμενη προς έλεγχο θέση, που είχαν προσδιορίσει οι χειριστές του (ένα από τα καινούργια θαύματα της υπερσύγχρονης τεχνολογίας κι αυτό).

Χωρίς άλλες ιδιαίτερες δυσκολίες τελειώσαμε στις 14 Οκτωβρίου και το απομεσήμερο βάλαμε πλώρη για τον Ισθμό όπου φτάσαμε στην Ποσειδωνία το βράδυ και μείναμε εκεί για διανυχτέρευση.

        ΛΑΥΡΙΟ - ΚΕΑ - ΚΥΘΝΟΣ

Το «Κατερίνα» συντηρημένο και πανέτοιμο έπεσε στο νερό στο τέλος Απριλίου 1988. Γίνανε και οι διαδικασίες που γίνονται συνήθως στη θάλασσα δοκιμαστικά κ.λπ. και στις 5 Μαΐου 1988 πια μαζί με τα παιδιά του Πολυτεχνείου και κάποιους παλλήλους της ΔΕΗ φύγαμε για να κάνουμε τις κατάλληλες μελέτες, προκειμένου να διασυνδεθούν με υποβρύχια καλώδια τα νησιά Κέα και Κύθνος με το Λαύριο. Στο ταξίδι αυτό είχα ξανά ναυτολογήσει κανονικά ως κυβερνήτη τον πολύ καλό φίλο Δημήτρη Στάθη απόστρατο ανώτατο αξιωματικό του Π.Ν.

 Το πρώτο βράδυ, αφού εγκαταστήσαμε ένα κατευθυντήριο σταθμό σε ύψωμα των παραλίων της Ανατολικής Αττικής, διανυκτερεύσαμε στο Λαύριο. Την επομένη (6 Μαϊου) βάλαμε τους άλλους δύο κατευθυντηρίους, τον ένα σε βραχονησίδα κοντά στην Κάρυστο και τον τρίτο στα βόρεια της Τζιας. Διανυκτερεύσαμε στο γραφικό, έμορφο και κοσμοπολίτικο Βουρκάρι.

Το κομμάτι αυτό, Ανατολική Αττική, Τζιά, το τελειώσαμε μαζί με τις χερσαίες μελέτες για την είσοδο-έξοδο των καλωδίων στη θάλασσα, στις 10 του μήνα, χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα, εκτός ένα όχι και τόσο συνηθισμένο.

 Την πρώτη κι όλας μέρα των βυθομετρήσεων, δηλαδή στις 7 του Μάη, λίγο μετά το μεσημέρι, διεκόπη η λειτουργία του κατευθυντήριου σταθμού που είχαμε εγκαταστήσει στη Βραχονησίδα Παξιμάδι κοντά στην Κάρυστο. Πήγαμε και βρήκαμε το σταθμό πεσμένο κάτω. Τι είχε συμβεί; Στο νησάκι πάνω, είχε κατσίκες, κάποια λοιπόν κατσίκα φαίνεται ήτανε περίεργη, εντυπωσιάστηκε με το άγνωστό αντικείμενο που είδε, άρχισε φαίνεται να το περιεργάζεται και κάποια στιγμή κατάφερε και το πέταξε κάτω, για να μας αναγκάσει να πάμε τόση διαδρομή να το ξαναβάλουμε και βέβαια αυτή τη φορά να το δέσουμε και πολύ καλά, για να μην ξαναπάθουμε τα ίδια.

 Το δεύτερο κομμάτι, δηλαδή, Νότια Τζιάς-Βόρεια Κύθνου, που το αρχίσαμε το πρωί στις 11 Μαϊου το τελειώσαμε στις 17 του μηνός. Για τη χαρτογράφηση αυτή στήσαμε δύο σταθμούς, (στα Νότια της Τζιας, στα Βόρεια της Κύθνου) και τον τρίτο στα Ανατολικά της Γυάρου (το γνωστό ξερονήσι όπου εκτοπίζανε τους πολιτικούς κρατουμένους στα Πέτρινα Χρόνια).

 Για διανυχτέρευση κάθε βράδυ αράζαμε στα Λουτρά της Κύθνου. Κάθε μέρα είχαμε κάλμα, την οποία όμως καθημερινά από τις 09:30 περίπου έως περίπου τις 11:30 την διαταράσσανε έντονα τα διάφορα βαπόρια όλων των γραμμών, Κεντρικού και Ανατολικού Αιγαίου που περνούσανε όλα απ' αυτό το στενό.

Αξέχαστες θα μας μείνουν οι παραμονές για κάποιες ώρες στους γραφικούς φιλόξενους και τελείως ήρεμους κολπίσκους και στα νότια της Τζιάς και στα βόρεια της Κύθνου που αγκυροβολούσαμε και περιμέναμε να τοπογραφήσουν τα παιδιά τα σημεία εισόδου και εξόδου των καλωδίων στη και από τη θάλασσα. Τελειώσαμε τα πάντα στις 17 Μαϊου το βράδυ και το πρωί ξεκινήσαμε για το ταξιδάκι της επιστροφής που κράτησε ως το μεσημέρι, όπου φτάσαμε και δέσαμε στη θέση μας, στη μαρίνα Αλίμου.


Εκείνο τον καιρό είχα γνωριστεί με κάποιους παράγοντες των ξενοδοχείων της εταιρίας «Αστέρας Βουλιαγμένης». Όπως ξέρουμε, πρόκειται για πολυτελή και πανάκριβα ξενοδοχεία με ανάλογη πελατεία. Μ' αυτά τα ξενοδοχεία λοιπόν, από το 1988, άρχισα μια συνεργασία για ημερήσιες ή διήμερες, αλλά και τριήμερες καμιά φορά κρουαζιέρες, με πελάτες τoυς. Έτσι στις 21 Μαΐου 1988 με ειδοποίησαν αν θα μπορούσα την επομένη να φύγω για μια τέτοια διήμερη κρουαζιέρα. Οι συγκεκριμένοι πελάτες ήτανε μια τετραμελής οικογένεια Λιβανέζων
(ζεύγος, δυο παιδιά κι ακόμη μια οικιακή βοηθός) πολύ καλοί άνθρωποι και πολύ ευκατάστατοι, αλλά και τι άλλο θα ήτανε αφού μένανε στον «Αστέρα» και είχανε την ευχέρεια να νοικιάσουνε και σκάφος αναψυχής. Τους τριγυρίσαμε στο Σαρωνικό χωρίς τίποτα το ιδιαίτερο και γυρίσαμε πίσω το σούρουπο τις 23 Μαϊου.

΄Ως τις 11 Ιουνίου κάναμε δυο ημερήσιες με οικογενειακούς φίλους για να ευλογήσουμε λίγο και τα δικά μας γένια αν θέλετε και εν τω μεταξύ μας προέκυψε και ένα άλλο καινούργιο, πάλι με άλλο γνωστό χώρο.

                                      ΚΑΙ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΟΙ ΑΓΩΝΕΣ


Λόγω των γνωστών δραστηριοτήτων μου σαν πρόεδρος του Ναυτικού μας Ομίλου, είχα κάνει κάποιες σχέσεις και διασυνδέσεις, με την Ομοσπονδία Υποβρύχιου Δραστηριότητας και Αθλημάτων Αλιείας την πιο γνωστή ως Ε.Ο.Υ.Δ.Α.Α. Μάλιστα παλιότερα, είχαμε βγάλει και τη σχολή της, την της υποβρυχίου δραστηριότητας και ο γράφων και κάποια παιδιά μου και άλλα παιδιά (αθλητές)του Ομίλου, γιατί είχαμε αποφασίσει τότε να ιδρύσουμε τέτοιο τμήμα στον Όμιλο. Και μια και το 'φερε η κουβέντα, να πούμε και γιατί δεν ιδρύθηκε.

                                                                   
                                 
Επαλήθευση των όσων έγραψα, ίδιες ταυτότητες- αποδεικτικά έχουν
               και άλλα παιδιά του ΝΟΚ, όπως και τα παιδιά μου. 

 Να, επειδή στα Κύθηρα, τουλάχιστον τότε, δεν επιτρεπόταν η κατάδυση με συσκευή και συνεπώς δεν θα μπορούσαμε να κάνουμε προπόνηση. Κάναμε τότε κάποιες προσπάθειες να εξαιρεθεί έστω κάποια μικρή περιοχή για τις προπονήσεις μόνο. Αλλά δεν το πετύχαμε . Και να φανταστεί κανείς ότι εκείνο τον καιρό λυμαίνονταν τις θάλασσές μας ξένοι , κυρίως ευρωπαίοι , με υπερσύγχρονο καταδυτικό εξοπλισμό και σκάφη κι όταν καταγέλλαμε το γεγονός στις  αρμόδιες υπηρεσίες, η στερεότυπη απάντηση που παίρναμε ήτανε: «Τι να σας κάνουμε, δεν έχουμε σκάφος δίωξης!». Αυτά και τα όποια σχόλια δικά σας.

 Χτυπάει λοιπόν μια μέρα τότε το τηλέφωνο, το σηκώνω κι ακούω τον πρόεδρο της Ε.Ο.Υ.Δ.Α.Α. που με ρωτάει αν μπορώ να του διαθέσω το σκάφος για κάποιο αγώνα υποβρυχίου αλιείας το οποίο είχε προγραμματίσει η πιο πάνω Ομοσπονδία για κείνες τις μέρες. Το σκάφος ήταν διαθέσιμο, οπότε έπρεπε να πάω από κει για τα σχετικά. Έγινε κι αυτό και ξεκινήσαμε το πρωί στις 14 Ιουνίου 1988. Ο αγώνας κράτησε τρεις μέρες.

Οι ομάδες ήτανε όλες αρκετά καλές και κάθε μέρα τελειώναμε με μία πολύ καλή ψαριά. Κάθε βράδυ το πρόγραμμα περιελάμβανε συνεστίαση με την ψαριά της ημέρας στο ωραίο εστιατόριο των αθλητικών εγκαταστάσεων του Αγίου Κοσμά (εκεί δίπλα άλλωστε είναι και οι εγκαταστάσεις της Ε.Ο.Υ.Δ.Α.Α.).

 Τελειώσανε όλα ήσυχα κι ωραία το βράδυ 16 Ιουνίου. Και τις τρεις αυτές μέρες το σκάφος το δέναμε στο λιμανάκι της Ε.Ο.Υ.Δ.Α.Α., στον Άγιο Κοσμά, απ' όπου το πρωί στις 17 Ιουνίου μαζέψανε και τα τελευταία εφόδιά τους από το σκάφος και μεις τις μεσημεριανές ώρες φύγαμε και πήγαμε στη θέση μας, στη μαρίνα Αλίμου.

΄Ως τις 15 Ιουλίου κάναμε κάποια μονοήμερα και διήμερα από τα οποία μας εντυπωσίασε μια άλλη παρέα, Αυστριακών αυτή τη φορά. Αυτοί ήτανε 12 άτομα, όλοι άνδρες. Όλη μέρα πίνανε από δυνατά οινοπνευματώδη μέχρι κρασιά και μπύρες και όλη μέρα φωνάζανε και γελούσανε αδιάκοπα αλλά και κολυμπούσανε ενδιάμεσα. Μιλάμε για κάτι γίγαντες δίμετρους, που μια μέρα κάνανε κι ένα πολύ χοντρό αστείο.

 Ήμασταν αγκυροβολημένοι σε κάποιο ωραίο ορμίσκο στα Ν.Δ. του νησιού Αγκίστρι. Είναι ένα πανέμορφο καταφύγιο-παράδεισος. Αυτοί πίνουνε και γελάνε σε σημείο που τραντάζουνε τις γύρω ακτές και κάποια στιγμή έρχεται ένα μικρό ιστιοφόρο μ' ένα ζευγάρι και δυο μικρά παιδιά. Όταν αγκυροβολήσανε και σιγουράρανε το σκαφάκι τους, κατεβήκανε στα εσωτερικά προφανώς να ξεκουραστούνε.

Οι δικοί μου, πάντα πίνοντας και γελώντας, αφήσανε και πέρασε και κάποιο τέταρτο, όπου βουτάνε δύο απ' αυτούς στη θάλασσα και πάνε και σηκώνουνε την άγκυρα του νεοφερμένου ιστιοφόρου με τα χέρια βέβαια. Την αλυσίδα την κάνανε ένα κουβάρι και μαζί με την άγκυρα τις κρεμάσανε από την πλώρη του.


Ο αέρας ερχότανε από το πέλαγος και το σκαφάκι το πήγαινε γραμμή να το «ρίξει έξω». Εγώ στενοχωριέμαι και ανησυχώ που βλέπω όλη αυτή την εξέλιξη και ετοιμάζομαι να βάλω τις φωνές για να ειδοποιήσω τον ανυποψίαστο γείτονα πλοιοκτήτη. Οι αλλοδαποί μαντράχαλοι κοντεύουνε να κατουρηθούνε από τα γέλια και πάνω σ' αυτή τη δύσκολη στιγμή, ευτυχώς, κάτι παίρνει χαμπάρι ο διπλανός, πετάγεται πάνω και βλέπει το σεισμό και τα γενόμενα.

 Ο άνθρωπος δεν είπε τίποτα, παρά τα μάζεψε κι έφυγε αφού μάλλον εκτίμησε ότι θα ήτανε αδύνατον να τα βάλει με όλο αυτό τον κόσμο.


            ΔΟΚΙΜΗ ΓΙΑ «ΗΜΕΡΗΣΙΕΣ » ΣΤΑ ΚΥΘΗΡΑ


Στις 15 Ιουλίου 1988 αργά το βράδυ, αφού τελειώσαμε όσο πιο γρήγοραγινότανε, πήραμε απόπλου και φύγαμε, σκοτεινά πια, με πρόγραμμα Κύθηρα, αλλά με πρώτο σταθμό Ύδρα, όπου φτάσαμε τις πρώτες νυχτερινές ώρες και δέσαμε στο ιστορικό, αλλά και τουριστικό και γραφικό νησί, για να ξεκουραστούμε και να περάσουμε εκεί την υπόλοιπη νύχτα. Δεν αργήσαμε πολύ να φύγουμε το πρωί κι έτσι στις 4 το απόγευμα στις 16 Ιουλίου δέσαμε στον παράδεισο που λέγεται Καψάλι.

 Εκείνη τη χρονιά, κάποιοι φίλοι, με πρωταγωνιστή το μακαρίτη, το πολύ καλό μου φίλο τον Ντόντο, με παρακινήσανε να δοκιμάσουμε ημερήσιες εκδρομές στα πανέμορφα παράλια του νησιού, με ξένους τουρίστες. Το δοκιμάσαμε κι αυτό κι έτσι κάναμε συνολικά τρεις τέτοιες δοκιμαστικές εξόδους, με γύρω στους 20 επιβάτες κάθε φορά. Πήγαμε μια φορά ανατολικά, δηλαδή, Χαλκό, Κακόπλακα Καλάμου, Φυρή ΄Αμμο, Κομπονάδα, Ψιλά Γκρεμνά ή «Του Μανταλά τα φρύδια» Καλαδί, Πιάτσα, Αυλέμονα, κ.ά., με τις ανάλογες στάσεις για μπάνιο κ.λπ., (από κει επέτρεπε ο καιρός), αλλά και Δυτικά δηλαδή ειδικά αν υπήρχαν και ενδιαφερόμενοι για ψαροντούφεκο και το θέλανε και οι υπόλοιποι, και αρχίζαμε από Πετρίτη, και συνεχίζαμε: Φλάρη, Δύο Κακά Πατήματα, (Κακόπλακα, άλλη αυτή), Τουρκοστάσι, Φρούστα, Χάλαβρα, Κάτεργο, Άσπρογα, Φελλωτή, Σέκες, (εδώ θυμήθηκα μια φορά τα καλά παλιά χρόνια που πιάσαμε ένα ροφό 22 οκάδες σε νερά βάθους ενός μέτρου), Μούρη, Χοίρους, Ξέρα, Τσελάδα, Αναφυσό, Μέλισσα, Σκιδεία, Μελιδόνι, Χαλάστρα, Παχιά Μούρη, Καστρία, Βάνη και στις τόσες άλλες πανέμορφες τοποθεσίες της δυτικής κόστας του πανέμορφου νησιού μας, όπως αυτές στις περιοχές Μυρτιδίων, Μυλοποτάμου και βορειότερα που είναι όλες το ίδιο όμορφες, η μια καλύτερη από την άλλη.

Αυτές οι ημερήσιες εκδρομές θα μείνουνε αξέχαστες σ' όλους όσους είχανε πάρει μέρος, γιατί ακόμη τότε δεν είχανε γίνει οι δρόμοι κι έτσι σ' όλους αυτούς τους παραδείσους δεν υπήρχε ο συνωστισμός και η κάθε είδους ρύπανση  που παρατηρείται σήμερα. Ουδέν καλόν αμιγές κακού! (Και τα τοπωνύμια προσφορά στο φίλτατο Γαβρίλη Νικηφοράκη, που τα θέλει για να μείνουνε, λέει).


Αυτά τα παραλιακά στολίδια του νησιού μας, που τα είχα γνωρίσει από παλιά, (όπως έχω προηγουμένως, αλλά και σε άλλο βιβλίο μου περιγράψει) τα είχα δει πάρα πολλές φορές μέσα από τα μάτια ξένων που έπαιρνα μαζί μου στις ατέλειωτες τότε εξόδους και για αροντούφεκο, από τα τέλη της δεκαετίας του 1950 που αποκτήσαμε το πρώτο μας ταχύπλοο, αλλά και πιο πολύ την περίοδο της ακμής της Σχολής Θαλασσίου Σκι, δηλαδή από τις αρχές της δεκαετίας του 1960 μέχρι και το 1975 που έφυγα με μετάθεση.

Αξέχαστες θα μου μείνουνε οι αντιδράσεις όλων αυτών των παιδιών που κυριολεκτικά μένανε άφωνα μπροστά στη μαγεία που αντικρίζανε σ' όλες αυτές τις θαλάσσιες εκδρομές (και τις στεριανές) όπου δεν ξέρανε τι να πρωτοθαυμάσουνε.Αλλά ας γυρίσουμε στην κουβέντα μας κι ας πούμε ότι ο χρόνος μας πίεζε, γιατί είχαμε προγραμματισμένο ναύλο με ξένους τουρίστες κι έτσι έπρεπε να γυρίσουμε στη βάση μας, στη μαρίνα Αλίμου.

 Φύγαμε στις 24 Ιουλίου 1988 στις 18:30 με μέτριο έως ισχυρό μελτέμι, περάσαμε από τις δυτικές ακτές του νησιού, γιατί από  ανατολικά είχε κυματισμό, ταξιδέψαμε νύχτα και στις 06.00 το πρωί 25 Ιουλίου δέσαμε στη θέση μας, στη μαρίνα.


                            ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΟΙ ΦΙΛΟΙ


Οι πελάτες ήτανε από ναυλομεσιτικό γραφείο, Ιταλοί, ένα καταπληκτικό ζευγάρι ο Μπρούνο και η Τζουλιάνα. Μ' αυτούς γίναμε φίλοι και έκτοτε τους είχα κάθε χρόνο, όσα χρόνια κράτησα το σκάφος. Επειδή όμως μεσολαβούσε ναυλομεσίτης, έπρεπε να γίνουν κάποιες πρόσθετες διαδικασίες. Όταν τελειώσανε όλα, παραλάβαμε τους επιβάτες μας στις 27 Ιουλίου το απόγευμα και φύγαμε για νότια, όπου γρήγορα τους κεντρίσαμε το ενδιαφέρον για να πάμε
(ξανά) Κύθηρα.

Τους είχαμε κάνει τέτοιες περιγραφές που δεν αντέξανε την περιέργεια και θελήσανε να τα δούνε με τα μάτια τους. Πρώτο βράδυ κι ύστερα από σταθμό για μπάνιο διανυχτερεύσαμε στην Αίγινα. Η Αίγινα τους άρεσε, τριγυρίσαμε ώς αργά και το πρωί, επίσης αργά, γιατί στον Μπρούνο ιδιαίτερα, αλλά και στη Τζουλιάνα, άρεσε ο πρωινός ύπνος, φύγαμε, πάντα με πλώρη νότια. Κάναμε διάφορες στάσεις για μπάνιο και μέσω Πόρου, όπου και κει δέσαμε για λίγο το μεσημέρι, ξαναφύγαμε κι ύστερα κι από άλλες άλλες στάσεις Τσελεβίνια, Σουπιά κ.ά.) διανυχτερεύσαμε στην Ύδρα.

Εκεί, και ύστερα από το καθιερωμένη απογευματινή ατομική φροντίδα-φρεσκάρισμα, ακολούθησε η έξοδος, το τριγύρισμα στα όμορφα πλακόστρωτα του νησιού, στα μαγαζιά. κ.λπ. και στο τέλος καταλήξαμε στο εστιατόριο, που είχαμε επιλέξει από τη γύρα, για το απαραίτητο βραδινό φαγητό, και μετά πάντα σε κάποιο ζαχαροπλαστείο που ζητούσε συνήθως η Τζουλιάνα και πώς να της χαλάσεις χατίρι.

                                                                
                                              Ο Bruno  και η  Julianna

Κάπου γύρω στα μεσάνυχτα επιστρέψαμε στο σκάφος, όπου, μετά από κάποιο νυχτερινό relax στα αναπαυτικά καθίσματα του πλωριού καταστρώματος, απολαύσαμε, όπως πάντα, τη μαγεία του έναστρου νησιώτικου ουρανού.

Περασμένα για καλά πια μεσάνυχτα, αποσυρθήκαμε για ύπνο, αφού το πρόγραμμα ήτανε σε εξέλιξη κι έπρεπε να έχουμε δυνάμεις για την επόμενη μέρα. Μέσω Δοκού, Σπετσών, με διάφορες στάσεις και κάποιες απ' αυτές στις ανατολικές πανέμορφες πελοποννησιακές ακτές, μια και ο καιρός το επέτρεπε και μια ακόμη διανυχτέρευση στην όμορφη και ιστορική Μονεμβασιά και με ακόμη αρκετές στάσεις, καταλήξαμε στο Καψάλι προχωρημένο απόγευμα στις 31 Ιουλίου.

Καλά, το Τσιρίγο μας τους κατέκτησε αμέσως. Και μην πω τίποτ' άλλο, παρά μόνο ότι όλ' αυτά τα χρόνια που τους είχα πελάτες μού ζητήσανε και τους κατέβασα κι άλλες φορές, εκ των οποίων μία είχανε και κάποιους φίλους τους παρέα, ένα ακόμη ζευγάρι, τον πάρα πολύ χαρούμενο και απλό Γκαμπριέλλε και την επίσης αξιόλογη γυναίκα του Ροζάλμπα. Και κάτι ακόμη,

                                                                                      

                                          Ιδού και ο Gabrielle με τη Rosalba


πρώτη στάση πάντα, κάθε φορά που κατεβαίναμε, ήτανε στο Καλαδί, τότε που δεν είχε ακόμη δρόμο.Το Καλαδί στα καλά του, πριν γίνει ο δρόμος.
Την τέταρτη φορά που τους ξαναπήγαμε, έχει γίνει ο δρόμος, δεν το έχω μάθει και όπως αυτοί δεν βλέπουνε την ώρα να φτάσουμε, εγώ μόλις περνούμε Δραγωνάρες, λίγο νοτιότερα, στρίβω δεξιά προς Καλαδί, οπότε παίρνει τα κιάλια ο Μπρούνο κοιτάει, προσέχει λίγο πιο καλά, βλέπει τον κόσμο, ψάχνεται, δεν πιστεύει στα μάτια του και κάποια στιγμή που βεβαιώθηκε, έβαλε τις φωνές. Δεν ήθελε να μ' αφήσει ούτε από κοντά να περάσω, αφού ήτανε πάνω από διακόσια άτομα και οι πιο πολλοί άνδρες και γυναίκες γυμνιστές.

Πράγματι, ένα θέαμα θα έλεγα όχι ό,τι το καλύτερο. Από το νησί φύγαμε, αφού για δυο μέρες τους γύρισα στα πιο όμορφά του, αργά το απόγευμα στις 2 Αυγούστου από τη σταβέντο, τη δυτική πλευρά πάλι και φτάσαμε στις 21:30 στο πανέμορφο και πανήσυχο Γέρακα, με τις απλές αλλά συμπαθέστατες δύο ταβερνούλες του και τη γοητευτική ιδιαιτερότητα του.

 Να πω εδώ τώρα που το θυμήθηκα, ότι η Τζουλιάνα είχε και μια «αδυναμία». Ένα θα έλεγα κακομαθημένο, μαμμόθρεφτο, κομπλεξικό σκυλάκο, το Μινού, που σαν πρωτοήρθανε και τον είδα και βέβαια καταλάβανε ότι δε χάρηκα καθόλου, αλλά και τι να έκανα, προσπαθήσανε να με καθησυχάσουνε λέγοντάς μου πως είναι καλομαθημένος, ότι για πιπί του πάει στην τουαλέτα κ.ά. Δε βαριέσαι! Ούτε στην τουαλέτα πήγαινε oύτε τίποτα, ήτανε μια σταλιά, από κείνα τα μαλλιαρά, που το μαλλί τους κλείνει και τα μάτια ακόμη, σε βαθμό που αναρωτιέσαι πώς βλέπουνε.

 Τέλος πάντων, αυτός ήτανε και γέρος και άρρωστος, τόσο ώστε κάθε πρωί τον κυνηγούσανε να του δώσουνε μια χούφτα χάπια, άλλο για την καρδιά, άλλο για τον καταρράχτη κι άλλα που δεν ξέρω γιατί. Ένα ξέρω, ότι πρώτον, δεν τον έκανε μπάνιο στη θάλασσα γιατί φοβότανε για την καρδιά του. Kαθε πρωί του γέμιζε ένα κουβά θάλασσα κι όταν τη ζέσταινε ο ήλιος, τον έβαζε μέσα κι αυτός το 'θελε και καθότανε με τις ώρες, χωρίς να του κάνει καρδιά να βγει.


                                                                     

                 Αυτός είναι ο τύπος που μου ανέβαζε την πίεση κάθε μέρα, μιλάμε
                             για εντελώς κομπλεξικό ζώο, κακομαθημένο κλπ.


 Κι ακόμη, ότι κάθε μέρα τ' απόγευμα, του έκανε ένα ζεστό μπάνιο με τα καλύτερα σκυλοσαμπουάν κι όταν τέλειωνε, τον τύλιγε μ' ένα σκυλομπουρνούζι και να βλέπατε πώς τα 'θελε ο βλαμμένος. Αλλά μην πούμε άλλα για τον Μινού γιατί σας ζάλισα, παρά να γυρίσουμε στην ιστορία μας.

Στο Ναύπλιο καταλήξαμε το επόμενο απόγευμα, γιατί η Τζουλιάνα είναι καθηγήτρια και ξέρει τα πάντα γύρω από την ελληνική ιστορία, αρχαία ελληνικά κλπ. Στο Ναύπλιο πήρε ταξί και μαζί με το φίλτατο Δημήτρη Στάθη, ο οποίος ήτανε μαζί μας και σ' αυτό το ταξίδι και είναι και καταπληκτικός ξεναγός, πήγανε στην Τίρυνθα και στις Μυκήνες που τα γνωρίζει πολύ καλά και η Τζουλιάνα, αλλά και επιθυμεί πάντα να τα ξαναβλέπει.

 Στο λιμάνι μας, το Καλαμάκι φτάσαμε το βράδυ 7 Αυγούστου, γιατί την άλλη μέρα πρωί πετούσανε για Ζυρίχη. Βέβαια το βράδυ πήγαμε στην Πλάκα, που την ξέρανε καλά κι αυτή και δεν παραλείπανε ποτέ μια βραδινή επίσκεψη για φαγητό, βόλτα και ψώνια για δώρα.

 Περιττό ίσως να πω ότι όταν λείπαμε ταξίδι, το αυτοκίνητο μας περίμενε πάντα σε ασφαλή θέση στη μαρίνα, κι έτσι είχαμε πάντα μέσον και για τη βραδινή έξοδο αλλά και για την επόμενη μέρα για να πάμε στο αεροδρόμιο. Ήδη από την πρώτη κι όλας χρονιά είχαμε γίνει καλοί φίλοι και παραμένουμε μέχρι σήμερα, κρατώντας τηλεφωνική επαφή δυο τρεις-φορές το χρόνο. Από εδώ και πέρα και μέχρι τα μέσα Οκτωβρίου κάναμε κάποιες ημερήσιες, διήμερες και μια τριήμερη κρουαζιέρα με πελάτες από «τον Αστέρα» πάντα και στο τέλος του Οκτώβρη τα μαζέψαμε για τα γνωστά χειμερινά.

            Το βιβλίο «Ταξίδια του Κατερίνα το οποίο σας παρουσιάζω, έχει 158 σελίδες, κείμενα και φωτογραφίες κι ακόμη, 16 σελίδες με τις κριτικές κ.τ.ά.


Από αυτές τις σελίδες άνοιξα για εσάς αποσπασματικά τις 104, θα προσθέσω από εδώ και μετά λίγους τίτλους κεφαλαίων και ακόμη, θα προσθέσω λίγες φωτό από τη μαγεία που λέγεται Κύθηρα και ορισμένες τις πιο πολλές ασπρόμαυρες από το βιβλίο,και ίσως και καμοιά έγχρωμη που έμεινε έξω.

Δυστυχώς τα τελευταία χρόνια είχα σταματήσει να φωτογραφίζω, είχα αρχίσει να γράφω Βίντεο. Αργότερα μπορεί να βρω ευκαιρία να αναρτήσω και κάποια μικρά βίντεο, από τα ταξίδια μας.



                                                                   
       Αυτή είναι μια όμορφη παρέα με Αρχηγό τον κ. Φαρινόλα. Με την ομάδα Φαρινόλα, το φίλταρο Bruno και την αγαπητή Juliana και ακόμη μια παρέα έλληνες,  την υπέροχη παρέα του κ. Παπαστεφανάκη και τους φίλους τους (7 άτομα), κάναμε 40 μέρες στο Ιόνιο οι οποίες κατεγράφησαν σε μια βιντεοκασέτα με τίτλο "40 μέρες Ιόνιο", αλλά, δείτε τα περιεχόμενα του βιβλίου και αν τα θέλετε όλα ψάξτετα στο βιβλίο:

 
                   Και τώρα πάμε σε κεφάλαια και φωτό.
                                    Αυτά που έμειναν έξω :


σελ. 101:  Δοκιμή για ημερήσιες στα Κύθηρα. 

σελ. 102:Καινούργιοι φίλοι.

σελ. 104: Αργοσαρωνικός

σελ. 106 Πλοίαρχος στην οικογένεια.

σελ. 108 Βόρειες Σποράδες.

σελ.111  Κι άλλες ΄μορφες Εμπειρίες.

σελ. 113 Η μαγεία που λέγεται ΚΥΘΗΡΑ

σελ.114 Δυο καινούργιες οικογένειες.

σελ.115 Η συμπαθέστατη juliana και η επιμονή της.

σελ.116 Επι τέλους Μύκονος

σελ.119 Άλλα κόλπα. 


σελ.122 Ξανά Ιστιοπλοία και όχι μόνο.

σελ.123 Bruno και  juliana πάλι με φίλους.

σελ.125 Η Καλλονή Paola.

σελ.126: Ααααάλο ανέκδοτο. 

σελ.127 Θαλάσσιος Τουρισμός

 σελ.135 40 μέρες Ιόνιο.

 σελ.142 Στη Φορμίκουλα Ιόνιο.

σελ.Από 159 έως 175 Κριτικές πελατών,περιεχόμενα κλπ.


               Το ανεπανάληπτο νησί μας!!!!
Αλλά για...  προσέξτε το 


                                                                           
                                                                                 
              Αυτό είναι ένα έγχρωμο, Ροζ, ξημέρωμα με άριστη ορατότητα τόσο, που φαίνεται μεγάλο κομμάτι της Κρήτης. Αυτή τη φωτογραφία την έχω κυκλοφορήσει σε μεγάλο αριθμό και όπως βλέπετε, έχω προσθέσει τον τελευταίο στοίχο από το ποίημα του  
                                                 Πάνου Φύλλη, «ΤΑ ΚΥΘΗΡΑ».


«Άστους κι ας λένε ότι όνειρο και πράξη χωριστήκαν και δε ζούνε ταιριασμένα, δεν αξιωθήκαν ένα ως τα ΚΥΘΗΡΑ ΤΑΞΙΔΙ» !!!




                                    
                                                                          

                    Και αυτό είναι ένα υπέροχο  έγχρωμο ξημέρωμα με άλλες ατμοσφαιρικές      
       συνθήκες και βέβαια  άλλες αποχρώσεις.  Για το συμφέρον του νησιού μας πατριώτες,
                     αγαπήστε αδιακρήτος ολόκληρο τον τόπο μας. 

                                                                        
                                                                           
 
Αυτή τη φωτογραφία με καλλιτεχνικό μεράκι την έπιασε  τη δεκαετία του '60, ο επαγγελματίας καλλιτέχνης φωτογράφος Χαρισιάδης, αυτός την έδωσε στον Ε.Ο.Τ. τότε, και είχε γίνει αφίσα μεγάλης επιτυχίας. Η αφίσα αυτή,  έκανε το γύρο του κόσμου πολλές φορές.

   Αυτό το ανεπανάληπτο κομμάτι κοσμεί όλους τους τουριστικούς οδηγούς του κόσμου, σε όλες τις γλώσσες, όταν ανοίξεις κάποιο ξένο οδηγό, στη λεξη Ελλάδα- Κύθηρα, θα δεις αυτή τη φωτογραφία. Εμείς οι εν Κυθήροις Τσιριγώτες και μάλιστα οι τουριστικοί επιχειρηματίες    και όχι μόνο,  την κρύβουμε!!! Τι να πω;;;


   Επαναλαμβάνω: Αυτές οι φωτογραφίες προβάλουνε τον τόπο μας .

 Σε εμένα προσωπικά, που για χρόνια έκανα παρέα ξένους κοσμογυρισμένους τουρίστες, για να βλέπω μέσα από τα δικά τους μάτια το νησί μας, όλοι τους έμεναν άφωνοι μπροστά σε αυτά τα τοπία. Και πολλοί από αυτούς, με κάποια διαφορετικά λόγια ο καθένας τους, μου  λέγανε και ξανά και ξανά  "αυτό είναι ένα από τα ωραιότερα κομμάτια του κόσμου".

Είναι ντροπή να βλέπεις ιστοσελίδες τουριστικών επιχειρήσεων του νησιού και να μην έχουνε καμιά από αυτές τις φωτογραφίες. Άλλοι κόβουνε το χάρτη του νησιού και βάζουνε μόνο ένα κομμάτι, αυτό που είναι γύρω από την επιχείρησή τους κλπ.


Σας πληροφορώ ότι το ζητούμενο είναι να φέρεις τον ξένο στο νησί, για να το επιτύχεις αυτό θα δείξεις τα πιο όμορφά του, τη βιτρίνα του. Αυτά που συμβαίνουν, είναι κρίμα, αμορφοσιά, μικροπρέπεια και ντροπή.


Και για να τελειώνουμε, θα αναρτήσω και κάποιες ασπρόμαυρες φωτό από τα βιβλίο, για να έχετε μια καλλίτερη  γεύση από την άτυχη Ελλαδίτσα μας.

                  
                                          Στη Μαρίνα σχεδιάζοντας το αύριο.
     
      


                                                              Στη Μύκονο
                                                                                    
        
                                                                       
                                                Στη Σίφνο με την... Paola  και... την παρέα της.

      
                                                           Ζάκυνθος Η γαλάζια σπηλιά


                                               Βόρειες Σποράδες: Σκιάθος Κουκουναριές.



                            Γάλλοι πρωταθλητές, προπονητές κλπ μοτοσικλέτας και jet ski.

                      
                                                     Αυτά συνέβησαν στην Πάρο.                                                                           


                                                                             
                 Ξεκινόντας το ταξίδι "40 μέρες Ιόνιο". Στην κάτω     
                φωτό, οBRUNO  με τη  JULINA                           
                 στον μεγάλο συγκρότημα  
    "Ποσειδών"



                                Κάθε βράδυ απολαμβάναμε ζωντανή μουσική από τους

                                     παλιούς γνωστούς καλλιτέχνες Μουζα Λιγνό

                                                                       
                                        Ύστερα από τρεις μέρες στο πανέμορφο Ποσειδών
                                          κάναμε στάση και διανυχτέρευση στην Ερατεινή.                                  
                                                     Ξακουστό το μαγαζί του Βαλιάνου.
                                             
                                                                            
                              Αυτά  αφού τριγυρίσαμε  διάφορα στέκια και τις  μικρές Αιχινάδες                
                                                   
                                                                                      

 
Καστός, Κάλαμος, Μεγανήσι, Σκορπιός, Λευκάδα.






Στον ξακουστό παγκοσμίως Σκορπιό, τον επίγειο παράδεισο
του Αριστοτέλη Ωνάση






Ιστορία, αυτή τη μέρα στη Φορμίλουλα, αλλά αυτά στο βιβλίο.

Μετά τη Φορμίκουλα και 14 μέρες παρέα με τους Bruno- Juliana,



                      Πήρανε ταξί γραμμή για αεροδρόμιο, Ελληνικό τότε και από εκεί Ζυρίχη.


 
 
                             Και εμείς την επομένη με την καινούργια παρέα του αγαπητού πελάτη μας

                                           Amedeo  Fago πίσω πάλι για το φιλόξενο Ιόνιο.  


Ιθάκη


Το υπέροχο  Porto Katsiki.
στα Ν.Δ. της Λευκάδας.
  


Εδώ είναι η μοναδικότητα.  Έχω αναρτήσει το Χάρτη αμέσως εδώ, του πραγματικά χαρισματικού Παξού.



                                                                               



                                   

                                           






Η αλαγή των πελατών έγινε στη Μαρίνα Γουβιά της Κέρκυρας.

Έφυγε η παρέα του Fago και πήραμε την Ελληνική παρέα Παπαστεφανάκη. 



                                                                             





Παπάκια λέγανε τις τρεις κυρίες, αυτές κάνανε κολύμβηση αποστάσεων και βέβαια
                                                          αργούσανε να επιστρέψουνε. 

               

            Αυτή η τελευταία παρέα αποβιβάστηκε στην Πάτρα όπου
           είχανε τα αυτικίνητά τους και εμείς δια νυχτός πήραμε το 
                                     δρόμο της επιστροφής.